Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

Φωτεινό μήνυμα - Άτη Σολέρτη

ΩΔΗ ΣΤΗ ΦΡΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΡΟΜΟ

Ωδή στη φρίκη και στον τρόμο
απ’ τα υπόγεια διαστημικών πλασμάτων…
ως τους ουρανοξύστες των τεθνεώτων αδελφών του ύποπτου χρόνου.
Οι τρισδιάστατοι βρυκόλακες ακόμα με συσπάσεις των σιαγόνων…
τρομάζουν τις μεταλλικές σκεπές ανυποψίαστων παρθένων.
Ραίνουν με αιμοπέταλα τις νυχτικιές,
μετά τις ράβουν αιμοστάτες στα καλώδια.
Τα ηλεκτροφόρα δίκτυα προστάζουν…
με μύγες να μονώσουνε τις τρύπες,
του τρομαγμένου νευρικού συστήματος
της αφορμής του μέλλοντος,
της απαρχής του συγχυσμένου μαύρου φόντου.
Αυτό το τρίμορφο… σκελετικό…,
το συμπλεγματικό του αδελφικού ορού εξαϋλώνεται…
μαζί με την ουσία που περιπαίζει με γκριμάτσες τους καπνίζοντες…,
τους διυλίζοντες τη σκέψη ξεφυσώντας.
Τούτη τη σκέψη κόβουν πισώπλατες και εκκωφαντικές…
αιμορραγούσες μαχαιριές,
που σχηματίζουν κατσαρίδες στα σαρκικά καλούπια.
Εικαστικά κομψοτεχνήματα.
Φυλάκια οστέινων εφιαλτών.
Κραυγών ψευδών κι αληθινών.
Μοντέρνων παρασίτων που καιροφυλακτούν, μισούν κι εξολοθρεύουν…
προφήτες του περιθωρίου.
Ανοιγοκλείνουν στόματα, δάχτυλα, βλέφαρα μες στα σκοτάδια.
Δίπλα σε σκάλα φωτισμένη με φακό…
τα πτώματα μαζεύονται… τα ταφικά προσκέφαλα να προσκυνήσουν.
Αραιωμένοι ίσκιοι φωτός σε φόντο γκρίζο…,
των μαγισσών θυσίες ορέγονται…
κι ύστερα κρύβονται…
αφήνοντας επίτηδες τα ίχνη να φανούν.
Πονούν. Αυτοκτονούν.
Γυμνοί αφήνονται…
Με κλάμα ντύνονται ραντάρ,
τις αραχνοειδείς κινήσεις μηχανεύονται…
μέσ’ απ’ το τηλεσκόπιο παρατηρώντας.
Μία εκτόξευση δρα μηχανορραφώντας.
Η μπαταρία της αδειάζει.
Χάρτινα παραπήγματα.
Φωλιές απορημένων, τρελών, συμβιβασμένων… γεννούν γεννήτριες.
Οι τροφοδότες ψάχνουν μήτρες.
Η εγωκεντρική φιγούρα στο μέσον γελά.
Το καπέλο ζητά. Μια καρέκλα να κάτσει.
Κάτι ρόδες κυλά. Μηχανή που ταράζει.
Στην ιστορία βουλιάζει ακτίνες κύκλου.
Μία φοβία των κτηρίων την αύρα κεντά.
Μέσ’ απ’ την τηλεόραση δολοφονεί ζωές, ψυχές, καγκελωμένες πόρτες.
Πόλεις του μέλλοντος,
Βασίλεια τεταρτημορίων.
Τρέφουν το φοβικό συναίσθημα της φρίκης και του τρόμου.
Το τρισδιάστατο εγώ της μέλλουσας μητρόπολης.
……………………...
……………………...
Ουτοπικό κατηγορώ.

ΚΥΡΙΕΥΜΕΝΟΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ
( Εμπνευσμένο από τον Άμλετ )

Τα δόντια μαύρισαν από τη γεύση.
Τα νύχια λύγισαν κάτω απ’ το δέρμα.
…. Μυστήριο άγγιγμα.
Στους ώμους ζέστη από κρεμάμενα μυριόφυτα,
αναδεικνύουνε σε σπείρες τα ερπετά του πλούτου και της γνώσης.
Καταραμένη συνομάζωξη!
Παράσιτα της σκέψης ξεφυτρώνουν απ’ τ’ αυτιά.
Στα μάτια τρέχουν ώριμες, αιμόφυρτες συνομωσίες της ηδονής.
Πάψτε!
Κάτι λωρίδες από ίνες νωχελικά μπερδεύονται στα βήματα.
Παραπατώ.
Βήχας και οδύνη με στηρίζουνε για λίγο.
Κατρακυλώ πίσω απ’ το θρόνο μου.
Στα χέρια στυλωμένα τα ηνία παραμένουν,
από ένα άρμα που προσάραξε σιμά.
Στα μάτια καρφωμένη της προδοσίας η λάμψη επιζεί.
Το όραμα σκοτείνιασε.
Αγαπημένη!
Ήρθες δειλά.
Πισώπλατα σταλάζεις τα χρόνια της πιστής μου αφοσίωσης.
Η πλάνη μου θα σου ταιριάζει ρόλους αιώνιας ντροπής και καταφρόνιας.
Κατάρα σου ταιριάζει!
Στην ίδια γεύση θα μαυρίσεις κάθε δόντι.
Αγαπημένη!
Κι όταν γλυκά πολλαπλασιαστούν… και το θανατερό λυγίσει νύχια…
Έχε το νου σου, Κόρη!
Το αίμα σου θα γαντζωθεί στο στήθος σου,
για να τραφεί!
Οι ψίθυροι του ανέμου θα σπείρουν τη διχόνοια
στα μικρόβια της μήτρας σου.
Κι όταν η ίδια λάμψη σκοτεινιάσει το όραμά σου…
Τότε…
Θα αποκαλυφθώ!
Είμαι εδώ!
…………
Μητέρα!

ΡΟΛΟΙ

Απρόσκλητες ουσίες στων αθανάτων τις στοές
μεταμφιέζονται σε ρόλους για να ζήσουν.
Βάζουνε κόκκινο κραγιόν στα χείλη τους...
και πούδρα πάλλευκη στο μέτωπό τους.
Δεν πρέπει να φανούν... οι ιστορίες που γράφτηκαν εκεί.
Οι ραγισμένες απ' το χρόνο.
Ξεχνάνε τα σκοτάδια.
Ασάλευτοι στρατιώτες,
συναγωνίζονται με τις σκιές των σκονισμένων όπλων τους.
Ποιος πρώτος κρότος θ' ακουστεί;
Μια πράσινη φιγούρα βάζει ήχο.
Βγάζει.
Μες στα σκοτάδια.
Τα κουτοπόνηρα βατράχια γίνονται δράκοι υπνωτιστές.
Συναγωνίζονται τους εραστές.
Μια ρέουσα ουσία κάνει νάζια.
Παίζει με μυροφόρα αινίγματα.
Πέρ’ απ' τα σύρματα...
που ξέχασε να κόψει,
κινεί τα νήματα.
Πιόνια που μοιάζουν είδωλα.
Εφήμερα.
Οι ρουμπινένιοι θώρακες των ξεχασμένων ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης
ξέβαψαν...,
όταν στόλισαν πετράδια σμαραγδένια της πλύστρας Γουινεβίρης την ποδιά.
Η πράσινη σκιά δε ξεχωρίζει.
Παιδιά που γέννησε η Φύση.
Τα σκοτάδια!
Μια μπαλαρίνα πρίμα,
με πιρουέτες προσπερνά τις σιλουέτες μιας σκιάς.
Τα σκοτάδια!
Χέρια απλώνονται ανοιχτά.
Αγγίγματα που ανατριχιάζουν παιδιά που ζητιανεύουν.
Η αλαζονεία της ορφάνιας τρόμαξε την ελεημοσύνη.
Τα βρέφη βάζουν ήχο.
Βγάζουν.
Τους λείπουν δόντια.
Στα σκοτάδια... είναι όλα μαύρα.
Τα νύχια τους, αγγίζουν τις χορδές μιας μητρικής κιθάρας.
Τις κόβουν.
Σπάνε τα κάγκελα της φυλακής.
Καλούπια ψάχνουν.
Τρέχουν.
Δε φτάνουν.
Ανάβουν τα σκοτάδια!
Εξαϋλώνονται οι σιλουέτες μιας σκιάς, στις ίδιες θέσεις παραμένοντας.
Τα φώτα!
Στα σκοτάδια;
Άναψαν για μια πρόσκληση!

ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Κάποιος πεινάει απόψε. Κάποιος ζητάει να φάει.
Κι είναι αφέγγαρη η νυχτιά. Και μας μετράει…
Κοίτα τα μάτια του ξυπόλητου παιδιού!
Δεν ξεχωρίζουν.
Μας υπνωτίζουν.
Βαριά σαν πέπλο…
Πέφτουν επάνω μας και μας ραπίζουν.
Κοίτα τα χέρια του ξυπόλητου παιδιού!
Σ’ εμάς απλώνουν.
Εμάς γαντζώνουν.
Και μας κυκλώνουν…
Βάζουν κουλούρια στις παλάμες τους. Μηδενικά.
Και τα πουλούν…
Με τι καρδιά;
Κι είναι ανάπηρη η νυχτιά.
Βαριά σαν πέπλο.
Πέφτει τσιμέντο.
Κι είναι ατάραχος ο δρόμος. Εδώ μένω!

Κάποιος διψάει απόψε. Κάποιος ζητάει να πιεί.
Κρασί ν’ αναστενάξει. Ποτέ δεν θα ξεχάσει.
Κι είναι ανέρωτη η νυχτιά. Και μας μεθάει.
Μας παρατάει όπου βρει.
Μας ξεπουλάει.
Κοίτα το στόμα του ξυπόλητου παιδιού!
Δεν θα μιλήσει. Θα συνεχίσει…
Στο ρόλο του περιστροφή θα γίνει.
Θα γεμίσει.
Θα ζαλιστεί κι ο ουρανός και κεραυνό θα ρίξει.

Κάποιος ξερνάει απόψε.
Ό,τι έφαγε κερνάει.
Κι είναι μαγείρισσα η νυχτιά.
Και μας χαλάει.
Κοίτα το σώμα του ξυπόλητου παιδιού!
Έχει πληγιάσει.
Και μας χαράσσει…
Καρφιά από λόγια.
Δικά μας λόγια!
Μας πειράζει;
Κι είναι αμίλητη η νυχτιά. Σέρνει τα χρόνια.

Κοίτα τα πόδια του ξυπόλητου παιδιού!
Τη γη θερίζουν.
Τρακτέρ τα νύχια του.
Ίχνη σαπίζουν.
Ακολουθώντας μας, μας γονατίζουν.
Φοράει γόβες κι η νυχτιά… και τις μοστράρει.
Το λούστρο αφήνει να ξεφτίσει… από τα χέρια ενός παιδιού που της γυαλίζει όλα τ’ αστέρια της… και μας πατάει.
Σα να μας θάβει.

Κοίτα την όψη του ξυπόλητου παιδιού!
Κοίτα τη!
Κρύβεται…
Στου χρόνου τα σοκάκια.
Με αίμα νίβεται.
Κοίτα πως ντύνεται!
Αντί για κούκλα… το κουφάρι του αδελφού, στερνού γονιού αγκαλιάζει…
Κι ύστερα πνίγεται.
Ξάφνου αλαλιάζει.
Του αλλάζει ρούχα, το χτενίζει, του μιλάει…
Ψεύτικα λόγια του κεντά στ’ αυτιά και το φιλάει.
Τρέχουν σταγόνες βροχερές… Μα δε δακρύζει.
Ξορκίζει επανάληψη.
Μας αντικρίζει.
Κι είναι αόμματη η νυχτιά. Κι είναι η απόσταση…
Εκεί ψηλά κυνηγητό!
Ψάχνω την όραση!

Κοίτα την όψη του ξυπόλητου παιδιού!
Κοίτα τα μάτια!
Βαθιά λακκάκια αντανακλά στα ίδια μάτια.
Τ’ αγκάθια στρώνει καταγής κι αιμορραγεί….
Ξένα σημάδια.
Κοίτα την όψη του ξυπόλητου παιδιού!
Κοίτα τη σκέψη του!
Κοίτα τη θέση του!
Παραμονεύει!
Κι είναι αδιέξοδη η νυχτιά.
Τρέμει τη λέξη.
Σαν το ξυπόλητο παιδί θα την πλανέψει…
Τις γόβες της θ’ απαρνηθεί… και θα χορέψει!
Ώσπου να πέσει καταγής.
Ώσπου να πέσει!

Η Άτη Σολέρτη είναι ποιήτρια. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Εβένινη δίνη" (Περί Τεχνών, 2007).