Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Φράνσις Μπράντλεϊ: Περί του πραγματικού μου κόσμου

tsantilas32

Mεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας

Ο Francis Herbert Bradley (1836 – 1924) ήταν ο σημαντικότερος, αλλά και ο πιο καταξιωμένος εκπρόσωπος της φιλοσοφίας του Βρετανικού Ιδεαλισμού – μεταξύ άλλων, ήταν και ο πρώτος Βρετανός φιλόσοφος που παρασημοφορήθηκε για το έργο του. Επηρεασμένος από τον Γερμανικό Ιδεαλισμό και από το έργο του Χέγκελ, προσέφερε σημαντικό και αξιοσημείωτο έργο στους τομείς της μεταφυσικής, της επιστημολογίας, της λογικής και της ηθικής, και μπλέχτηκε σε εξαιρετικά γόνιμες διαφωνίες με τους Αμερικανούς Πραγματιστές, τον Μπέρτραντ Ράσελ, αλλά και τους συμπατριώτες του υποστηρικτές του Εμπειρισμού και του Ωφελιμισμού. Το πιο σημαντικό έργο του ήταν το δίτομο σύγγραμμα με τίτλο Appearance and Reality που εκδόθηκε το 1893, στις σελίδες του οποίου ανέπτυξε τις απόψεις του σχετικά με την πραγματικότητα, την απατηλή της όψη ως προς εμάς, και τη σχέση της με το Απόλυτο, το αιώνιο που συνέχει, αλλά και αποτελείται από το σύνολο της εμπειρίας. Το δοκίμιο με τίτλο On my real world, του οποίου η μετάφραση παρουσιάζεται παρακάτω, προέρχεται από τη συλλογή δοκιμίων του Φράνσις Μπράντλεϊ με τίτλο Essays on Truth and Reality που εκδόθηκε το 1914.    

**

Υπάρχει μια παλιά και γνώριμη αμφιβολία σχετικά με το όνειρο και την εγρήγορση. Ο άνθρωπος οδηγείται κατά καιρούς να αναρωτηθεί εάν η πραγματική του ζωή δεν είναι παρά ένα όνειρο, και εάν τα όνειρα του, αντιστοίχως, αποτελούν την πραγματικότητα. Όλοι μας, ίσως, έχουμε κατά κάποιο τρόπο αναρωτηθεί το ίδιο πράγμα. Υπάρχουν καταστάσεις της ψυχής όπου ο κόσμος της ημέρας μοιάζει να χάνει τα απτά του χαρακτηριστικά, όπου η αντανάκλαση εξισώνεται με αυτό που αντανακλάται, κι εμείς μόλις και μετά βίας νιώθουμε ότι είμαστε κάτι παραπάνω από τα πράγματα που γεμίζουν τους στοχασμούς μας ∙ κι ενδίδουμε ενίοτε, σε ώρες ραθυμίας, στον πειρασμό να διερωτόμαστε και να συλλογιζόμαστε: υπάρχει, άραγε, ένας άλλος κόσμος στον οποίο μπορούμε να βρεθούμε ξυπνώντας ξαφνικά, και στον οποίο η παρούσα μας ζωή, καθώς την αναπολούμε, θα μας φαντάζει σαν ψευδαίσθηση; Τέτοιες απορίες και υποθέσεις, που δεν είναι καθόλου παράλογες, είναι κατά τη γνώμη μου απολύτως δικαιολογημένες ∙ και σε κάθε περίπτωση, με τη διερεύνηση τους ίσως ανοίξει για εμάς μια οδός να προσεγγίσουμε μερικά από τα ύψιστα προβλήματα της σκέψης.

Τί είναι ο κόσμος που έχω τη συνήθεια να αποκαλώ «πραγματικό μου κόσμο»; Ο κόσμος αυτός (οφείλουμε να απαντήσουμε) αντιστοιχεί στο σύμπαν των πραγμάτων εκείνων που διαθέτουν μια συνέχεια μεταξύ του χώρου και του σώματος μου, καθώς και μια συνέχεια μεταξύ του χρόνου και τις καταστάσεις και ενέργειες του σώματος αυτού. Οι νοητικές μου μεταβολές δεν αποτελούν εξαίρεση, διότι εάν λάβουν τη θέση που τους αντιστοιχεί στον χρόνο ως «πραγματικά» γεγονότα, τότε, κατά τα φαινόμενα, η χρονολόγηση τους θα συνδέεται με την ιστορία του σώματος μου. Εάν, τώρα, διαμορφώσω ένα τέτοιο ιδεατό κατασκεύασμα στον χώρο και τον χρόνο, μπορώ (λίγο – πολύ) να διευθετήσω στα πλαίσια ενός ομαλού σχήματος τόσο τον εαυτό μου, όσο και άλλα έμψυχα όντα, σε συνδυασμό με τον φυσικό κόσμο. Η διευθέτηση αυτή είναι πρακτική γιατί πάνω της μπορώ να επενεργήσω ∙ κι επίσης, διότι η επενέργεια σε αυτή είναι αναγκαστική, τουλάχιστον εάν κι εφόσον επιθυμώ να συνεχίσω αυτό που αποκαλώ ως «πραγματική» μου ζωή. Η διευθέτηση αυτή είναι θεωρητικά ορθή, στο βαθμό που διευκολύνει στο να παρουσιαστούν στο νου μου γεγονότα, πλήρως και με αρμονικό τρόπο. Υπάρχουν άνθρωποι που θα προσπαθήσουν να υπεραμυνθούν της πεποίθησης ότι δεν υφίσταται τίποτα πραγματικότερο ή ζωτικότερο εκτός του συγκεκριμένου κατασκευάσματος. Μολαταύτα, κάθε τέτοια πεποίθηση μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί ως πρόληψη, κι ενάντια στην πρόληψη αυτή η παλιά αμφιβολία μεταξύ ονείρου και εγρήγορσης δύναται να αντιπαρατεθεί με φαινομενικά πειστική ισχύ.

Ο «πραγματικός» μου κόσμος, όπως είδαμε προηγουμένως, εξαρτάται από το σώμα μου ∙ αυτό, όμως, οδηγεί σε ένα επιπλέον ερώτημα: τί είναι στ’ αλήθεια το σώμα μου; Εάν επιμείνουμε σε μια απάντηση, αυτή θα δηλώνει ότι το πραγματικό μου σώμα είναι το ξυπνητό μου σώμα, το σώμα που έχω στην κατοχή μου επί του παρόντος: απλά και μόνο το σώμα που μου αντιστοιχεί εδώ και τώρα καθώς απευθύνω στον εαυτό μου αυτό το ερώτημα. Το κέντρο, αλλά κι ο ακρογωνιαίος λίθος αυτού που αποκαλώ ως «πραγματικό» μου σχήμα είναι το σώμα που μου ανήκει σε τούτο το εδώ και σε τούτο το τώρα. Το παραπάνω συμπέρασμα είναι ίσως ανεπιθύμητο ∙ πέρα από ανεπιθύμητο, ωστόσο, φαίνεται να είναι και αναπόφευκτο. Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου σαφές γιατί να πρέπει να αποδώσω στο «πραγματικό» μου σχήμα μια αποκλειστική, ή ακόμη και ανώτερη, πραγματικότητα.

Κι αυτό διότι στο όνειρο, στην απλή φαντασία, και σε καταστάσεις ύπνωσης ή παραφροσύνης, βλέπω ότι ο εαυτός μου κατοικεί σε άλλα σώματα. Καθώς ονειρεύομαι, θυμάμαι ότι το σώμα μου μπορεί συχνά να φαίνεται λίγο-πολύ αβοήθητο κι αναποτελεσματικό. Άλλες φορές όμως, το ονειρικό μου σώμα κάνει θαυμάσια πράγματα, στα πλαίσια ενός αντίστοιχα θαυμάσιου περιβάλλοντος. Ακόμη και τώρα που είμαι ξύπνιος, θυμάμαι καλά ότι όντως έτσι είχαν τα πράγματα. Κι αν υποθέσουμε ότι δεν θα το θυμόμουνα, αυτό θα πρέπει να σημαίνει ότι η αδυναμία μου να το θυμηθώ προσφέρει επαρκή τεκμήρια να αρνηθώ τόσο το γεγονός, όσο και την πιθανότητα να είναι αλήθεια, και να επιμείνω στον ισχυρισμό περί αποκλειστικότητας του ξυπνητού μου σώματος; Όντας ξύπνιος, μπορώ να επενεργήσω μόνο με το σώμα που βρίσκεται εδώ επί του παρόντος. Με τα άλλα σώματα, όσο κι αν προσπαθήσω, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Για τον εδώ και τώρα εαυτό μου, είναι και άχρηστα, και ξένα, κι υπό αυτή την έννοια, είναι αδιαμφισβήτητα εξωπραγματικά. Ωστόσο, η έννοια αυτή δεν επαρκεί για να κατοχυρώσει με λογικό τρόπο την αποκλειστικότητα του χαρακτήρα της ∙ κι αν οφείλω να προσδιορίσω ότι αυτό το «εδώ» και το «τώρα» είναι ανώτερα απ’ όλα τα υπόλοιπα, θα πρέπει οπωσδήποτε να βρω κάποιες βάσεις για να δικαιολογήσω την υπόθεση μου.
    
Η κυριαρχία του ξυπνητού κόσμου, θα μπορούσατε να απαντήσετε – μια κυριαρχία που οφείλει να είναι απόλυτη – έγκειται στο γεγονός ότι είναι απείρως ορθολογικότερη σαν σύστημα. Η διάταξη των πραγμάτων που κατασκευάζω σύμφωνα με το ξυπνητό μου σώμα είναι πολύ πιο λογική και πλήρης απ’ οποιονδήποτε άλλο πιθανό τρόπο διευθέτησης. Στα πλαίσια αυτής της διάταξης, το παρελθόν και το μέλλον μου, καθώς και το παρελθόν και το μέλλον των άλλων εαυτών, μπορεί να πάρει τη μορφή ενός αρμονικού σχήματος. Το σχήμα ενδεχομένως να μην είναι τέλειο, αλλά τουλάχιστον, είναι ασύγκριτα καλύτερο απ’ οποιοδήποτε άλλο σχήμα που διαμορφώνεται έχοντας ως βάση το φανταστικό μου σώμα. Μπορείτε, με λίγα λόγια, να αντιπροτείνετε ότι ο πραγματικός μου κόσμος, θα περιλαμβάνει με λογικό τρόπο όλους τους άλλους κόσμους, χωρίς να περικλείεται από κανέναν τους ∙ κι βασιζόμενος σ’ αυτή την αρχή και μόνο, ο πραγματικός κόσμος είναι ο μοναδικός κόσμος που δικαιούται να διεκδικεί την πραγματικότητα.
    
Το παραπάνω επιχείρημα είναι μεν ευλογοφανές, αλλά είναι παράλληλα έρμαιο  ενός διμερούς αντεπιχειρήματος, που συνιστάται από τα εξής: (i) τα στοιχεία, ακόμη και με τη μορφή που τα γνωρίζουμε, δεν συνηγορούν για ένα τέτοιο συμπέρασμα, και δεύτερον (ii) το να στηριζόμαστε στα στοιχεία αυτά προκειμένου να δείξουμε μια επικράτεια πέραν από αυτά θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, παραλογισμός.

(i) Ακόμη και βάσει των πλαισίων της εμπειρίας μας, δεν μπορούμε πάντα να αποφανθούμε ότι η φυσιολογική και ξυπνητή μας κατάσταση είναι ευρύτερη και πληρέστερη σε σχέση με άλλες καταστάσεις ∙ κάλλιστα, ωστόσο, θα λέγαμε ότι ισχύει το αντίθετο στις περιπτώσεις κάποιων ονείρων, καθώς κι όταν πρόκειται για κάποιες υπνωτιστικές και αφύσικες συνθήκες του νου. Ο αφύσικος νους είναι συχνά ευρύτερος σε σχέση με τον νου που αποκαλούμε φυσιολογικό, ενώ κατά καιρούς, ο αφύσικος νους και περιλαμβάνει, και περικλείει εντός του, τον φυσιολογικό νου, κι αυτό είναι κάτι που, ασχέτως του πως εξηγείται, ισχύει σε συχνές περιπτώσεις. Σε γενικές γραμμές, ίσως είναι αλήθεια ότι το κυρίαρχο σύστημα ιδεών και αρχών είναι λιγότερο πειθαρχημένο και λιγότερο ευρύ στις αφύσικες καταστάσεις του νου ∙ μολαταύτα, αν το εξετάσουμε πέραν του γενικού, μια τέτοια δήλωση δεν διαθέτει ερείσματα. Αν ο φυσιολογικός, ξύπνιος νους δεν δείχνει μεγάλη ροπή προς τον διχασμό και εμμονή προς το μονόπλευρο, εξακολουθούμε να μην δικαιούμαστε να αποκλείουμε τις φανερές εξαιρέσεις από αυτόν τον κανόνα ∙ πέραν τούτου, όσον αφορά τον φυσιολογικό νου, αναγκαζόμαστε να προσθέσουμε πως αναφερόμαστε σε «ό, τι υφίσταται ως φυσιολογικός νους». Διότι ο ξυπνητός μας νους είναι περιορισμένος, μιας και είναι ουσιαστικά συνέπεια της εστίασης σ’ ένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον. Η μνήμη του νου είναι τόσο στενή, έτσι που συχνά, δεν ανακαλεί τίποτα από την αφύσικη κατάσταση, η οποία, από την άλλη μεριά, μπορεί κάλλιστα και να γνωρίζει, και να θυμάται τι είναι φυσιολογικό. Ο ξυπνητός μας νους καθηλώνεται και συρρικνώνεται αρχικά για να αυτοσυντηρηθεί όντας σ’ ένα ειδικό περιβάλλον ∙ και η αυτοσυντήρηση μας αναγκάζει να περιορίσουμε τους εαυτούς μας ακόμη περισσότερο. Υπάρχουν εποικοδομητικοί ανθρώπινοι σκοποί που στοχεύουν παραπέρα από την νίκη επί αυτού που παρατίθεται ως απειλή στην διάρκεια μας, κι ο μόνος τρόπος να καταστήσουμε αυτή την ιδανική διάταξη πραγματικότητα είναι μέσω της συγκέντρωσης, του ελέγχου και της επιλογής. Ως εκ τούτου, αν αντί να στοχαστώ αποκλειστικά και μόνο την χειροπιαστή ζωή, επιλέξω να προχωρήσω στην γενική σύγκριση αυτών που αποκαλώ «φυσιολογικές» και «αφύσικες καταστάσεις», αδυνατώ να αποφανθώ ότι οι πρώτες είναι πάντοτε ευρύτερες, βάσει τουλάχιστον όσον γνωρίζω, αλλά ούτε μπορώ και να ισχυριστώ ότι είναι πάντοτε πιο πειθαρχημένες.

(ii) Ακόμη κι αν το συμπέρασμα μου είναι ως εδώ ορθό, αδυνατώ να το προχωρήσω παραπέρα. Δεν μπορώ να ισχυριστώ, βάσει των στοιχείων που προκύπτουν σύμφωνα με συγκεκριμένες αιτιολογήσεις, ότι αρνούμαι άλλα στοιχεία που προκύπτουν από διαφορετικές βάσεις. Μια τέτοια άρνηση, απ’ όσο μπορώ να την αιτιολογήσω, θα θεμελιωνόταν πάνω σε μια απλή εικασία. Σύμφωνα με το ξυπνητό μας σώμα, ωθούμαστε να θεωρήσουμε μια συγκεκριμένη διευθέτηση ως ιδανική. Κανένας δεν την αμφισβητεί, και κανένας δεν προτείνει να απορρίψουμε αυτή τη διευθέτηση. Περαιτέρω, έχοντας τις ίδιες βάσεις, παρατηρούμε ότι οι ενέργειες μας μπορούν να τεθούν σε κίνηση και να επιτύχουν. Ούτε και τώρα ισχυρίζεται κανείς ότι θα πρέπει από μόνοι μας να εγκαταλείψουμε αυτό το σημείο αφετηρίας. Η αντίθεση που εγείρουμε αφορά την εικασία ότι κανένας, και πουθενά, δεν μπορεί να ξεκινήσει από μια διαφορετική αφετηρία, ή, τουλάχιστον, ότι αν θεωρηθεί ότι ξεκινάει από άλλη αφετηρία, η κατάληξη θα είναι χειρότερη, και θεωρητικά, και πρακτικά. Οι αφύσικες καταστάσεις, που θεωρούμε ότι φαίνονται κατώτερες σε σχέση με το περιβάλλον μας, ή που θεωρούμε ότι είναι κατώτερες όταν εξετάζονται μεμονωμένα, ενδέχεται να είναι στην πραγματικότητα διαφορετικές όταν τις παρατηρούμε σε σχέση μ’ ένα διαφορετικό περιβάλλον, κι ο χαρακτήρας τους μπορεί να μεταμορφωθεί αν πλαισιωθούν από ένα άλλο νοητικό περιβάλλον. Αυτό που αποκαλούμε ως πραγματικό μας περιβάλλον μπορεί όντως να είναι ένα υπερελάχιστο κομμάτι του σύμπαντος, κι ως τέτοιο, εξ όσων μπορούμε να εικάσουμε, μπορεί αύριο να μεταβληθεί ολοκληρωτικά. Η πεποίθηση ότι ο ξυπνητός μας κόσμος είναι η μοναδική πραγματική διάταξη των πραγμάτων γκρεμίζεται υπό το βάρος της κριτικής. Πρόκειται για ένα συμπέρασμα που, εν συντομία, βασίζεται σε άγνοια που επιλέγει να παρουσιάζεται ως γνώση.
    
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν άλλοι τύποι νου, που στις ξυπνητές τους ζωές ξεκινούν από μια αφετηρία διαφορετική από αυτή του δικού μου ξυπνητού εαυτού ∙ θα λέγαμε ότι είναι αδύνατον οι κόσμοι τους να είναι καλύτεροι και πιο πραγματικοί απ’ ότι ο δικός μου; Κι αν προβάλετε το αντεπιχείρημα ότι η υπόθεση είναι αστήρικτη στο σύνολο της, ένας τέτοιος ισχυρισμός, όπως είδαμε προηγουμένως, δεν έχει λογικά ερείσματα. Εάν, απ’ την άλλη μεριά, για να αφήσουμε τους άλλους, υποθέσουμε ότι μέσω του υπνωτισμού, της παραφροσύνης, ή του ονείρου, ο κόσμος μου γίνεται ευρύτερος και πιο αρμονικός απ’ ότι το σχήμα που διαμορφώνει ο φυσιολογικός μου εαυτός – αναρωτιέμαι, στην περίπτωση αυτή, όλα όσα ονειρεύομαι δεν μετατρέπονται μεμιάς σ’ έναν καλύτερο και πιο πραγματικό κόσμο; Κι αν γνωρίζετε ότι αυτό ούτε γίνεται, ούτε μπορεί να γίνει, τότε εξηγήστε πώς το γνωρίζετε. Ή, εγκαταλείψτε την θέση του παρατηρητή, ακόμη κι αν το αντικείμενο της παρατήρησης είστε εσείς ο ίδιος, και φανταστείτε τον εαυτό σας μέσα σ’ ένα όνειρο, κι ότι ενώ ονειρεύεστε, δεν θυμάστε παρά μόνο ελάχιστα από την ξυπνητή σας κατάσταση. Υποθέστε επίσης, όμως, ότι απ’ όσα μπορείτε να θυμηθείτε, κρίνετε εντέλει ότι η ξυπνητή σας κατάσταση ήταν πιο λιγότερο πειθαρχημένη, αλλά και πιο περιορισμένη ∙ θα είχατε τότε άδικο να θεωρήσετε την ξυπνητή σας κατάσταση ως λιγότερο λογική και λιγότερο αληθινή; Κι αν πηγαίνατε ένα βήμα παραπέρα και ενστερνιζόσασταν το όνειρο ως μοναδική ορθή πραγματικότητα, θα ήταν ή δεν θα ήταν εύλογο να συνεχίσετε υποστηρίζετε – ακόμη κι αν η λογική θα ήταν εσφαλμένη – την τόσο ευρέως διαδεδομένη αρχή; Κι είναι ανώφελο να διαμαρτυρηθείτε ισχυριζόμενοι ότι η παραπάνω υπόθεση είναι παράλογη, από τη στιγμή που αδυνατείτε να προβάλετε να στηρίξετε λογικά τη διαμαρτυρία σας.
    
Ας υποθέσουμε, για μια ακόμη φορά, ότι καθώς η ζωή συνεχίζεται, ο νους σταδιακά αλλοτριώνεται, κι ότι χωρίς να χάνετε την ικανότητα της σκέψης, τα πράγματα αποτυπώνονται διαφορετικά στη σκέψη σας. Σε αυτή την περίπτωση, η πρότερη ερμηνεία και τάξη του κόσμου θα διαστρέβλωνε τα τωρινά στοιχεία ολοένα και περισσότερο, ώσπου θα φτάνατε σ’ ένα σημείο όπου θα αναγκαζόσασταν να επιλέξετε μεταξύ μιας διαφορετικής διάταξης και του χάους. Δεδομένου ότι αποφασίζετε να επιλέξετε ένα άλλο σύστημα που στηρίζεται σε διαφορετικές βάσεις, γιατί να ισχυριστούμε ότι μια τέτοια επιλογή δεν θα έχει γίνει με ορθά και λογικά κριτήρια; Μπορεί ο άνθρωπος (διότι αυτό είναι το κύριο ζήτημα) να κάνει κάτι πιο εύλογο απ’ το να διαμορφώσει την καλύτερη δυνατή διάταξη από τα υλικά που του δίνονται; Μήπως η φύση των υλικών αυτών δεν καθορίζεται από την εκάστοτε παρούσα κατάσταση στην οποία βρίσκεται; Και μήπως δεν οφείλει να θεωρήσει την κατάσταση αυτή, όποια κι αν είναι, ως ύψιστο τεκμήριο, τουλάχιστον όσον αφορά τον σκοπό τον οποίο και αφορά; Κατά την άποψη μου, δεν υπάρχει παρά μόνο ένας τρόπος να δοθεί απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα.

Τούτου λεχθέντος, υπό ποια έννοια (θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε περαιτέρω) κι έως ποιο βαθμό δικαιολογούμαστε να θεωρούμε παράλογες τέτοιες καταστάσεις ονείρου και παραφροσύνης, και να εκλαμβάνουμε τις εκδηλώσεις τους ως εξωπραγματικές; Πιστεύουμε, ευθύς εξαρχής, ότι το περιεχόμενο τους είναι πιο περιορισμένο και λιγότερο σταθερό – και στα πλαίσια της γνώσης που κατέχουμε, η πεποίθηση αυτή (όπως είδαμε πιο πριν) είναι γενικά ορθή. Από την άλλη μεριά, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα, ακόμη κι ως αυτόν τον βαθμό, είναι μονομερές. Στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο ξυπνητός μας κόσμος διαθέτει μια μοναδική ή ανώτερη πραγματικότητα. Βλέπουμε ότι οι καταστάσεις που αποκαλούμε ως «αφύσικες» οδηγούν γενικά στην απομόνωση και την καταστροφή. Μεταξύ των ονειρικών σωμάτων, παραδείγματος χάριν, δεν θα βρούμε συνεργασία, και τα σώματα αυτά δεν φαίνονται να συνδέονται με κάποιο κοινό περιβάλλον. Σε αυτό το σημείο, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι, γενικά μιλώντας, δεν φαίνονται να διαθέτουν κάποια λειτουργική σύνδεση με το δικό μας περιβάλλον. Ωστόσο, αυτό δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι τα σώματα αυτά δεν διαθέτουν έναν δικό τους κόσμο κι ότι κάθε ένα είναι απομονωμένο από τα υπόλοιπα ∙ κάτι τέτοιο, όπως διαπιστώσαμε ήδη, υπερβαίνει τις γνώσεις μας ∙ και η κρίση μας είναι για μια ακόμη φορά απλά μονομερής. Εξακολουθούμε να βασιζόμαστε στην υπόθεση ότι ο «πραγματικός» μας κόσμος αποτελεί και την μοναδική πραγματικότητα.
    
Θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι, εντός κάποιων ορίων, μια τέτοια υπόθεση είναι απαραίτητη. Για να ζήσω πρέπει να πράξω, και οι πράξεις μου οφείλουν να συντελεστούν στον κόσμο που μου δίνεται εδώ και τώρα. Δεν μπορώ να μεταφερθώ με τη θέληση μου σε μια άλλη σφαίρα, ακόμη κι αν υπάρχουν σφαίρες που είναι καλύτερες και πιο πραγματικές. Για να συνεχίσω τη ζωή μου, και για να τη ζήσω με μια λογική τάξη, στα πλαίσια ενός λογικού σχήματος συμπεριφοράς και γνώσης, ένας μόνο δρόμος μου μένει. Πρέπει να ξεκινήσω από την αίσθηση και την αντίληψη που βρίσκω εδώ και τώρα ∙ και από τη βάση αυτή, θα πρέπει να οικοδομήσω τον αποκαλούμενο πραγματικό κόσμο των στοιχείων και των γεγονότων ∙ κι από σχεδόν κάθε άποψη, θα πρέπει να αποδεχτώ ότι έστω αυτή η διάταξη είναι πραγματική. Είναι αναμφίβολο ότι πέρα από όλα τα στοιχεία και τα γεγονότα υπάρχει κάποια ανώτερη πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα αυτή οφείλει να εκδηλωθεί σ’ εμένα εντός του δικού μου κόσμου. Κι όποτε οι στοχασμοί μου μού υποδεικνύουν ότι, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, ο φυσιολογικός κόσμος της εμπειρίας μου δεν είναι παρά ένας κόσμος ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ποια είναι η διαφορά; Η αληθινή Πραγματικότητα, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ένας «πραγματικός» κόσμος, ούτε κόσμοι που συγκροτούνται από στοιχεία και γεγονότα. Πέραν τούτου, κάθε «πραγματικός» κόσμος πέρα από εκείνον στον οποίο βρίσκομαι μου είναι άχρηστος ∙ μόνο στον δικό μου κόσμο, και σε κανέναν άλλο, μπορεί να φτιαχτεί η ιδεατή μου ζωή.
    
Θα είναι καλό να θυμηθούμε ότι η ζωή μου και ο κόσμος μου, ως απλά υπαρκτά στοιχεία, δεν έχουν καμιά αξία – κι ότι η σκέψη άλλων, άγνωστων κόσμων και ζωών, απεριορίστου αριθμού, μπορούν να κάνουν τον νου μας να συγκρατήσει αυτή την αλήθεια. Ως εκ τούτου, θα επιτρέψω στον εαυτό μου να επιμείνει για λίγο σ’ αυτό το ζήτημα. Φαίνεται σίγουρο ότι ενδέχεται να υπάρχουν άλλα συστήματα, εξίσου αληθινά όσο και το δικό μου, ή ακόμη και πιο αληθινά. Μπορεί ενίοτε να περάσω σε κάποια ή κάποιες από αυτές τις διατάξεις καθώς ονειρεύομαι, όπως μπορεί επίσης, εξ όσων δύναμαι να πιστέψω, να ξυπνήσω αύριο και να βρεθώ μέσα σε μια από αυτές τις διατάξεις. Οφείλουμε, περαιτέρω, να έχουμε κατά νου ότι με τις λέξεις «ενίοτε» και «αύριο», χρησιμοποιούμε τις ιδέες που αντλούν το νόημα τους μόνο από τα «πραγματικά» μας σχήματα στοιχείων. Ακόμη και η τωρινή μου ύπαρξη ενδέχεται να είναι διπλή. Καμιά φορά, στα όνειρα, ή και πάντοτε, κατά το διάστημα της νύχτας ή της ημέρας, μπορεί να ζω μια άλλη ζωή, σ’ ένα άλλο μέρος. Η διπλή ύπαρξη του Ρομυάλδου στην εξαιρετική ιστορία του Γκωτιέ με τίτλο Η Νεκρή Ερωμένη θα μπορούσε, υποθετικά, να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Ίσως ζούμε πολλές ζωές εξολοκλήρου διχασμένες, ή ζωές που μπορούν να επηρεάζουν η μία την άλλη, ή να παρεμβάλλονται η μία μέσα στην άλλη, αναγνωρίζοντας, παραδόξως, ότι οι επιδράσεις τους δεν αποτελούν προϊόν τύχης και τίποτε άλλο. Ίσως, πάλι, να υπάρχουν άλλες σφαίρες με άλλους κατοίκους πέραν από  τους υπολογισμούς μας, και μεταξύ εμάς και εκείνων να στέκουν χάσματα που άλλοτε γεφυρώνονται, κι άλλοτε δεν γεφυρώνονται ποτέ. Όπως είδαμε, ο «πραγματικός κόσμος» μας είναι ένα απαραίτητο, αλλά περιορισμένο κατασκεύασμα. Κυριολεκτικά δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα όσον αφορά τις επικράτειες που βρίσκονται πέραν από αυτόν. Αλλά ούτε αυτός, ούτε και κανένα άλλο πεπερασμένο σχήμα, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, να είναι αληθινά πραγματικό από μόνο του.
    
Αυτές οι σκέψεις αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα όσον αφορά το ερώτημα του τί είναι αυτό που αποκαλούμε Θάνατος. Τα «πραγματικά» μας σώματα φαίνονται να εξασθενούν και να φθείρονται ∙ κι ως απάντηση στην σήψη και τη διάλυση των σωμάτων αυτών, εν μέρει βιώνουμε, κι εν μέρει καταλήγουμε να συμπεράνουμε περαιτέρω, την φθορά και αποσύνθεση των εαυτών μας. Εικάζοντας, τώρα, ότι ουδεμία άλλη πραγματικότητα υπάρχει πέραν του πραγματικού μας κόσμου, οφείλουμε να αποδεχτούμε ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα έχει αξιοσημείωτη ισχύ, μολονότι αντιλαμβανόμαστε ότι δύσκολα μπορεί να αποδειχτεί. Απ’ την άλλη μεριά όμως, αν το συμπέρασμα είναι αστήρικτο και αναπόδεικτο, ελαττώνεται αντίστοιχα σε μεγάλο βαθμό και η ισχύς κάθε επιχειρήματος σχετικά με το πεπρωμένο του νου μου σε σχέση με την μοίρα του σώματος μου. Διότι πόσο μεγάλο τμήμα της διανοητικής μας ζωής μπορούμε να ορίσουμε ότι συνδέεται ή συνενώνεται, κατ’ αποκλειστικότητα ή κατά κύριο λόγο, με την ανάπτυξη και μεταβολή του «πραγματικού» μου σώματος; Θεωρώ πως οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι αδυνατούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Κι αν περιορίσουμε τα διακριτά στοιχεία της οργανικής ανάπτυξης και εκφυλισμού στα πλαίσια του «πραγματικού» μας κόσμου – γεγονότα που μπορεί μεν να έχουν παρατηρηθεί, αλλά που θεωρώ ότι απέχουν πολύ απ’ το να είναι κατανοητά – υπάρχει έστω ένα αξιόπιστο επιχείρημα σχετικά με τα γεράματα και τον θάνατο; Συμφωνώ ότι κάθε τι πεπερασμένο διέπεται, θεωρητικά, από το τυχαίο, την αλλαγή, και την διάλυση του εαυτού του ∙ απ’ αυτό όμως δεν συνάδει ότι τα πεπερασμένα όντα είναι αδύνατο να επιβιώσουν, διατηρώντας την υπόσταση τους, για ένα αόριστο χρονικό διάστημα. Εντέλει, το επιχείρημα ότι παύουμε να υπάρχουμε όταν αποσαθρώνονται τα σώματα μας δεν φαίνεται να κατέχει παρά μόνο ελαχίστου βαθμού λογική τεκμηρίωση. Ο θάνατος μπορεί να είναι μια ακατανίκητη εντύπωση, αλλά δεν είναι αναγκαία αλήθεια, κι ο ποιητής ίσως να μην έσφαλε όταν τον αποκάλεσε «κοροϊδία»(1). Από την άλλη μεριά, θα ήταν όντως εξίσου βιαστικό να επιβεβαιώσουμε, βάσει αυτού του συμπεράσματος, αυτό που αποκαλούμε προσωπική αθανασία.
    
Υποθέτω επί του παρόντος ότι δεν γνωρίζουμε το πώς και το γιατί, κι εντέλει έως ποιο βαθμό διαθέτουμε ένα κόσμο αντίληψης και ενέργειας κοινό ως προς εμάς κι ως προς άλλα πεπερασμένα όντα. Η παρουσία, εντός μας, του ίδιου ζωντανού Σύμπαντος δεν αποτελεί από μόνη της λεπτομερής εξήγηση, κι ούτε πείθομαι προσωπικά ότι μπορεί να δοθεί εξήγηση. Δεν πρέπει, ωστόσο, να αποπειραθώ επί της παρούσης να δικαιολογήσω την γενική θέση που έχω υπερασπιστεί σε άλλη περίσταση.

Μπορούμε τώρα να δηλώσουμε συνοπτικά το βασικό συμπέρασμα αυτών που διερευνήθηκαν έως τώρα. Εξ όσων γνωρίζουμε, ο πραγματικός κόσμος μας ενδέχεται να είναι ένα από τα ελάχιστα κομμάτια πραγματικότητας, κι είναι πιθανό να υπάρχει ένας απεριόριστος αριθμός άλλων πραγματικών κόσμων, ανώτερων από τον δικό μας. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, ο κόσμος μας είναι το μοναδικό μέρος στο οποίο μπορούμε να ζήσουμε και να εργαστούμε ∙ και ο μόνος τρόπος να ζήσουμε σ’ αυτόν είναι να φτιάξουμε το κατασκεύασμα των στοιχείων μας στον χώρο και τον χρόνο, και να αντιμετωπίσουμε το κατασκεύασμα αυτό ως την μοναδική σφαίρα όπου η ζωή μας αποκτά υπόσταση. Η φράση «ας καλλιεργήσουμε τον κήπο μας» είναι η αρχή, κι υπό μια έννοια και το τέλος, της σοφίας. Κανένα άλλο μέρος παρά μοναχά εδώ, κανένας άλλος χρόνος παρά μόνο τώρα ∙ κανένας άλλος κόσμος δεν πρέπει να μας απασχολεί πέραν από αυτόν τον κόσμο, τον δικό μας κόσμο.
    
Κατά μια άποψη, ο κόσμος μας και κάθε άλλος πιθανός κόσμος είναι εξίσου ασήμαντοι. Ως τίποτε άλλο πέρα από επικράτειες στοιχείων και γεγονότων, ούτε η δημιουργία, ούτε η διατήρηση της χρονικής ύπαρξης δεν έχουν καμία αξία. Ουδεμία σημασία έχει το που και το πότε θεωρείται ότι αντιστοιχεί μια τέτοια ύπαρξη. Οι διαφορές ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, στο όνειρο και την εγρήγορση, στην επίγεια ζωή και αλλού, είναι όλες τους αδιάφορες. Η ζωή μας έχει αξία μόνο από τη στιγμή που όντως συνειδητοποιεί αυτό που υπερβαίνει τον χρόνο και την ύπαρξη. Η καλοσύνη, η ομορφιά, και η αλήθεια, μόνο αυτές είναι εντέλει πραγματικές. Η πραγματικότητα τους, που παρουσιάζεται μεταξύ του τυχαίου και της μεταβολής, τα υπερβαίνει, και είναι αιώνια. Ωστόσο, σ’ όποιον κόσμο κι αν εμφανιστούν, ο κόσμος αυτός θα είναι πραγματικός. Κι όμως, οι αιώνιες αυτές αξίες χρωστούν την ύπαρξη τους σε πεπερασμένες βουλήσεις, άρα μόνο εμείς, ατομικά και ο καθένας στον δικό του κόσμο, μπορούμε να τις κατακτήσουμε. Πρέπει να οργώσουμε τους κήπους μας ξύπνιοι, κι όχι στα όνειρα μας, για να δρέψουμε τους καρπούς και τα άνθη που κάνουν τη ζωή να αξίζει να τη ζούμε, και που, μολονότι κάπου αλλού μπορεί να είναι καλύτερα, για εμάς τουλάχιστον είναι τα πάντα. Εάν αυτό δεν είναι Παράδεισος, τουλάχιστον είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα του Ευλογημένου Οράματος απ’ οποιαδήποτε ανόητη Ουτοπία ή περίλαμπρη Νέα Ιερουσαλήμ στις δοξασίες των οραματιστών. Το σφάλμα του οραματιστή έγκειται στην προσπάθεια του να βρει, είτε επί του παρόντος, είτε στο παρελθόν ή το μέλλον, τον Παράδεισο ως υπαρκτό μέρος, ενώ ο Παράδεισος δεν είναι μέρος, ενώ την ίδια στιγμή αγνοεί τις πεπερασμένες συνθήκες που επιτρέπουν στην Καλοσύνη και την Ομορφιά να γίνουν πραγματικότητα σε όλα τα μέρη.
    
Επειδή «για την αγάπη, την ομορφιά και την τέρψη», όπου κι αν εμφανίζονται, «δεν υπάρχει ούτε θάνατος, ούτε αλλαγή», και το συμπέρασμα αυτό είναι αληθές. Αυτές δεν πεθαίνουν, διότι ο Παράδεισος στον οποίον ανθίζουν είναι αθάνατος. Ο Παράδεισος δεν είναι κάποια ξεχωριστή επικράτεια, ούτε κάποιο ξεχωριστό μέρος στον χώρο ή στον χρόνο. Είναι εδώ και είναι παντού, εκεί που κάθε πεπερασμένο ον ανυψώνεται στην ανώτερη ζωή που είναι από μόνη της η πραγματικότητα του ξυπνητού κόσμου.

Παραπομπή
1. Στο σημείο αυτό παραπέμπω τους αναγνώστες στο ποίημα του Σέλλεϋ Το Αισθαντικό Φυτό (Sensitive Plant). Δεν ξέρω αν αποτελεί σημάδι γήρατος στην περίπτωση μου, αλλά συνειδητοποιώ ότι ολοένα και περισσότερο εκλαμβάνω κυριολεκτικά αυτά που στη νιότη μου θαύμαζα και αγαπούσα ως ποίηση.