Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Φοίβος Δεληβοριάς: Ο Τζέρι Λούις της αρχαιότητας ή ο Κακίσης μετά το μεταμοντέρνο

delivorias1.jpg
Μπορώ να υποθέσω πως κι εσείς -όπως εγώ- έχετε πεθάνει πολλές φορές από υπερβολική δόση μεταμοντερνισμού τα τελευταία 20 χρόνια. Πριν προλάβετε να διαβάσετε προσωπικά τον Σέξπιρ, τον είδατε άπειρες φορές διακεκομμένο μέσα απ’ το όνειρο κάποιου φιλόδοξου κατοίκου της Αθήνας. Και όχι μέσα απ’ το ίδιο του το όνειρο –αυτό που περιέχει την Αθήνα και τον ίδιο-, αλλά μέσα απ’ τα ανακατεμένα του διαβάσματα, τις τσιγκούνικες εντυπώσεις του απ’ την τηλεθέαση, το μίζερο αυτί του. Κάπως έτσι μπήκε στη ζωή σας και η τζαζ –μέσα από τα remix. Κάπως έτσι –μέσα από εικόνες διαφημίσεων- είδατε και Φελλίνι.Ε, λοιπόν, για όλα τα παραπάνω υπάρχει στην νεοελληνική γραμματεία ένα καλά κρυμμένο γιατρικό: τα κείμενα του Σωτήρη Κακίση.

Ο Κακίσης, σε ανύποπτο χρόνο, υπήρξε λυτρωτικά μεταμοντέρνος και την ίδια στιγμή ταπεινός κλασικιστής. Από το 1978 που πρωτοεκδίδεται ποίησή του, βλέπουμε –βιβλίο το βιβλίο- λαμπερά πεταμένα όλα τα μαγικά θραύσματα των ταινιών, των τραγουδιών, των ποιημάτων, της παραλογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Όχι όμως ως επίδειξη πνευματικότητας, ούτε ως τετριμμένο σχόλιο για την αποξένωση της εποχής της κατανάλωσης, ούτε ως ποπ σημειολογία.

Είναι η πρώτη φορά σε έργο Έλληνα λογοτέχνη, που όλα αυτά γίνονται πρόσωπα και τοπία, αληθινή ζωή που διψάει να συμπληρωθεί με κάτι άλλο. Στα ποιητικά βιβλία του –αλλά και σ’ αυτά με τα μοναδικά πεζά του κείμενα- θα συναντήσεις άπειρες φορές τον Μπάστερ Κίτον, την Κάλλας, τον Κουροσάβα και τον Τσάντλερ (κι από κοντά το Βέγγο, τον Βαμβακάρη, τον Καρυωτάκη και τον Παπαδιαμάντη). Όχι ως αναφορές, ως πληκτικό name-dropping, αλλά ως ήρωες, ως φίλους του ποιητή, που θα του παρασταθούν στην πιο δύσκολη ή στην πιο σαχλή στιγμή του βίου. Επίσης ως τολμηρές μεταφορές («σαν Λόρκα και σαν Γκάτσος», λέει σε ποίημά του), που πάλι προϋποθέτουν μια συνενοχή με σένα που διαβάζεις.

Γίνεται, επίσης και το αντίστροφο: οι πραγματικοί συνοδοιπόροι του Κακίση, στη ζωή και γύρω απ’ τα ποιήματα (ο Χατζιδάκις, ο Χουλιαράς, ο Κουμανούδης, ο Πανούσης, ο Μπακιρτζής, ο Γιάννης Ιωάννου, ο Βακαλόπουλος, ο Πανουσόπουλος) γίνονται στα γραπτά του ήρωες μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα, ταινιών του Φορντ και του Ρενουάρ, σελίδων απ’ τα «Κλασικά Εικονογραφημένα».

delivorias2.jpg
Αντιστοίχως τα κορίτσια Ελευθερία,  Ελεάννα,  Έλσα, Τασούλα γίνονται οι φαντασμαγορικοί εαυτοί των καθημερινών Τζέιν Μπίρκιν, Στεφάνια Σαντρέλι, Τίνας Σπάθη.Ποιο είναι, όμως, το μυστικό που όλα αυτά δεν μένουν στα ρηχά, δεν είναι μίζερος και άτοπος μεταμοντερνισμός, όπως πολλοί ανυποψίαστοι ακόλουθοί τους;

Το μυστικό είναι, μεταξύ άλλων, η Αθήνα. Η Αθήνα του ’60, του ’70 και του ’80 κυρίως, που αντιμετωπίζεται όμως σαν αρχαία Αθήνα. Σαν μέρος που κυκλοφορούν τα σώματα (ζώντων και τεθνεώτων, διασήμων και ασήμων), φιλοσοφούν, διαβάζουν, γυμνάζονται, μιλάνε με τις ώρες για τον έρωτα και για τον θάνατο κι ύστερα πάνε σπίτι περπατώντας, ξενυχτισμένοι και ανάλαφροι, μεθυσμένοι από τις μυρωδιές της λίγης φύσης.

Η θητεία του Κακίση στην αρχαία Ελλάδα (στον Αλκαίο, στη Σαπφώ, στον Ηρώνδα) δεν γέννησε μόνο τραγουδιστές, σοβαρές και γι’ αυτό καθόλου φιλολογικές μεταφράσεις. Γέννησε και το ποιητικό του βλέμμα. Ο Τζέρι Λούις ή η Κάλλας του είναι αρχαίοι Έλληνες, ξεβγαλμένοι στην Αθήνα του δικού του παρόντος. Αυτό είναι το κλειδί που θα σε βάλει μέσα ή θα σε κλείσει απ’ έξω από τον κόσμο του.

Ξανακοιτάζω λίγο τα βιβλία του. Οι πιο ωραίοι, αβίαστοι τίτλοι που μπορεί κανείς να φανταστεί: «Μέρη που Χάσανε τη Μαγεία τους», «Τύχη Βουνό!», «Δεν Βλέπω την Ώρα», «Ο Ιδιοκτήτης της Ελλάδας». Και σε μια τυχαία, γρήγορη ανάγνωση, ξανακοιτάω την ανθρωπολογία του: οι σημαντικότεροι ποιητές στην «Πολιτεία» του είναι οι κωμικοί. Οι άνθρωποι που ξεκινάνε από το λάθος. Και το μεταμορφώνουν σε τέχνη λεπτή, με μεγάλη αγωνία της ψυχής.

Από λάθη, ξεκινάει, λοιπόν, πάντα κι ο Κακίσης. Από λάθη της γλώσσας, της χρονολογίας, των σχέσεων. Και γι’ αυτό σώζεται για πάντα απ’ τον μεταμοντερνισμό, που αυτός ωστόσο εισήγαγε (χωρίς να το θέλει) στην ελληνική ποίηση. Γιατί ο μεταμοντερνισμός παίρνει το «τέλειο» και λυτρώνεται απ’ το βάρος του βρίσκοντας το λάθος. Ο Κακίσης, «σαν Μπάστερ Κίτον και σαν Τζέρι Λούις», παίρνει το λάθος και του δίνει όλο το βάρος που το κάνει τέλειο.

3-o____.jpg
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος στον Σωτήρη Κακίση
Kαι όχι μόνο αυτό: σπαταλάει τα λάθη του. Για να δώσει λαβή στους πονηρούς φιλολόγους της εποχής του να τον αποσιωπήσουν. Και να μπορέσουν έτσι οι επόμενοι με την ησυχία τους να τον ανακαλύψουν. 

Φοίβος Δεληβοριάς
delivorias4.jpg