Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (διαβάζεται;)

της Μαίρης Αλεξοπούλου

Αγαπητέ Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι,

Είστε γνωστός σε όλους, πιθανότατα ακόμα και σ΄εκείνους που δεν έχουν διαβάσει ούτε ένα βιβλίο του, που γενικά δεν διαβάζουν λογοτεχνία.
Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέσκι, δεν θα χρειαζόταν να μιλήσω για την περίπτωσή σας, ούτε για τη δουλειά σας. Κλασσικός τόσο της ρωσσικής, όσο και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μελετημένος βαθιά και πλατιά, αγαπημένες, λατρεμένος, προφήτης, δάσκαλος, μαγικός. Δεν θα χρειαζόταν να μιλήσω για εσας, αν δεν είχα τόσο μα τόσο μεγάλο πρόβλημα με την ανάγνωση του έργου σας. Απλούστατα (;), δεν μπορώ να σας διαβάσω. Όχι μόνο δεν μπορώ να σας απολαύσω (να χαθώ στον κόσμο σας, δηλαδή), αλλά δεν μπορώ να σας διαβάσω.
Φυσικά και έχω προσπαθήσει. Φυσικά και μου λένε φίλοι ότι δεν γίνεται παρά να με συγκινεί το έργο σας, οι χαρακτήρες σας, η θεματολογία σας.
«Μήπως δεν έχεις επιλέξει καλή μετάφραση;», μου λέει η Μαρία, οπότε έψαξα να διαβάσω κι άλλη μετάφραση, μήπως κι εσύ σκοντάφτει η σχέση μου με τον Δάσκαλο. Διάβασα και στ' αγγλικά. Μάταιος κόπος.
«Ο Ντοστογιέφκι διαβάζεται παρέα με μολύβι. Σαν να κάνεις σοβαρή εργασία για το σχολείο. Αλλιώς τρελαίνεσαι και μόνο από τα ονόματα των διαφόρων ηρώων του. Who is who και γιατί όλοι αυτοί οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, κλπ. » , μου λέει ο Γιάννης. Αλλά αν είναι να διαβάσεις ένα μυθιστόρημα σαν σχολική εργασία, τότε για ποιον λόγο να το διαβάσεις; Αρκεί το ότι είναι «κλασσικός», «μεγάλος», «σπουδαίος»;
Καταλαβαίνω -υποψιάζομαι- το καλλιτεχνικό μέγεθος του έργου σας, αλλά δεν μπορώ να το προσεγγίσω. Δεν πρόκειται για δύσκολα κείμενα, αλλά για κείμενα τόσο γεμάτα που μπουχτίζω. Μπορεί να χαίρομαι να φάω ένα νόστιμο κομμάτι σπανακόπιττα, άντε δύο κομμάτια, αλλά όχι ένα ολόκληρο ταψί.
Φταίει η ανάγκη της εποχής μου για ευκολία και ταχύτητα; Όχι, δεν φταίει αυτό, γιατί έχω διαβάσει και λατρέψει τον Τζόις, και μάλιστα το "Finnegan's wake". Πόσο πιο δύσκολος από τον Τζόις μπορεί να είσαστε εσείς;
Μήπως δεν με αφορούν οι ιστορίες σας; Όχι, γιατί πώς να μην με αφορούν η πίστη, η ενοχή, η αγάπη, ο πόνος, ο φόβος, η αναζήτηση, το ψέμα, η αλήθεια, η ζωή;
Κάτι όμως συμβαίνει. Τί λοιπόν;
Η απάντηση είναι ότι δεν ξέρω.
Βοηθήστε με, παρακαλώ.

Θα αναφερθώ σε ένα συγκεκριμένο έργο σας: «Οι δαιμονισμένοι» (εκδόσεις Γκοβόστης, μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου). Πέρασα σχεδόν έναν μήνα προσπαθώντας να διασχίσω το τοπίο των Δαιμονισμένων σας. Δεν ήταν μάταιη η προσπάθειά μου, αλλά δεν ήταν ικανοποιητική. Εννοώ ότι κατάφερα να διαβάσω το βιβλίο, αλλά όχι να το απολαύσω.
Παραδέχεστε σε ένα γράμμα σας πως το γράψατε βιαστικά, υπό τις επείγουσες συνθήκες των γεγονότων που κατέκλυζαν τη Ρωσσία. Σκοπός σας ήταν να αφυπνίσετε τον ρωσσικό λαό αναφορικά με τους κινδύνους που είχαν αρχίσει να εισχωρούν στη χώρα σας. Σκοπός σας δεν ήταν να δημιουργήσετε ένα έργο τέχνης.
Άρα εγώ, εγώ ο σημερινός, μη ρώσσος αναγνώστης, πώς πρέπει να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα; Αν είναι μυθιστόρημα -άρα έργο τέχνης- θα πρέπει μάλλον να το διαβάσω με άλλες προσδοκίες από το αν είναι μανιφέστο-κήρυγμα. Είναι ιστορία; Είναι δοκίμιο; Είναι προσωπικές απόψεις (δόγμα) σας; Και, άραγε, έχουν αληθινά σημασία όλα αυτά; Είναι δυνατόν να είναι υπεύθυνη η ανάγκη για ταμπελοποίηση, που έχει φυτευτεί στο μυαλό μου, να είναι φταίει αυτή η τύπισσα που εγώ αδυνατώ να ορθώσω το βλέμμα μου για να συνομιλήσω μαζί σας;
Από τους «Δαιμονισμένους» αγάπησα ορισμένα διαλογικά κομμάτια, εκεί όπου χτίζετε τα ερωτήματά σας, χωρίς στην πραγματικότητα να φτάνετε σε απόλυτες αλήθειες, σε βεβαιότητες. Εκεί σας βλέπω αληθινά, σας καταλαβαίνω, νιώθω την ψυχή σας, την αγωνία σας.
Ωστόσο, πριν και μετά από αυτά τα ερώτηματα φύονται τόσες και τόσες και τόσες περιγραφές, ιστορίες μάλλον άσχετες, οι οποίες, όχι, δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν μία αίσθηση «όλου», αλλά κυρίως αποσπούν από εκείνα που έννοιαζαν τον δημιουργό. Το λέω αυτό, γιατί γνωρίζω πώς σκοπός σας ήταν πάντα να δημιουργείτε ένα ολοκληρωμένος σύμπαν (όχι στα πιο μικρής έκτασης κείμενά σας, βεβαίως).
Στη σημερινή εκδοτική και αναγνωστική πραγματικότητα θα μιλούσαμε πιθανότατα περί φλυαριών. Αν το κείμενο σας δεν ήταν 1000, αλλά 150 σελίδες -πυκνό, πυκνό, πυκνότατο- τότε ναι θα κατάφερνε στ΄αλήθεια να είναι μια γροθιά στο στομάχι του αναγνώστη, τότε ναι θα συνεχίζατε να πετυχαίνετε τον σκοπό σας.
Θα μπορούσατε να είχατε σπάσει το τότε κατεστημένο του τί είναι μυθιστόρημα και πώς αυτό γράφεται; Θα μπορούσατε να εκδώσετε εκτός εφημερίδας; Σας έννοιαζε; Μήπως νοιαζόμαστε πια πιο πολύ για τη φόρμα, παρά για το περιεχόμενο;

Όπως και να 'χει, ο τρόπος που λειτουργεί ο ανθρώπινος νους έχει πια αλλάξει. Ανήκω στη γενιά εκείνων που μεγάλωσαν με την τηλεόραση και το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Άραγε σημαίνει αυτό ότι δεν έχω την υπομονή, ησυχία, ικανότητα συγκέντρωσης που απαιτούν κείμενα όπως τα δικά σας; (Ο τεράστιος σε μέγεθος -βλέπε «τούβλο»- «’Ατλας του Ουρανού» του Ντέιβιντ Μίτσελ με ρούφηξε μέσα του. Άρα δεν είναι θέμα μεγέθους.)
Η ανάγνωση, νομίζω, είναι συνάντηση του συγγραφέα με τον αναγνώστη. Συναντιούνται στο έργο που ο πρώτος δημιούργησε και που ο δεύτερος απόλαυσε. Αλλιώς συνάντηση δεν επιτυγχάνεται, όσο κι αν τα δύο μέλη το επιθυμούν. Και όχι δεν διαβάζουμε συγγραφείς επειδή είναι κλασσικοί. Τους διαβάζουμε επειδή επικοινωνούμε, μας δίνουν κάτι, κι εμείς με χαρά το παίρνουμε. Στα βιβλία που αγαπάμε ξαναδιαβάζουμε τη ζωή μας (ναι, τόσο εγωκεντρικά όντα είμαστε). Αλλιώς, ποιο θα ήταν το νόημα της οποιασδήποτε ανάγνωσης;

Φιοντόρ, υποκλείνομαι, ωστόσο. Είστε από εκείνους που δεν αντέχω να επισκέπτομαι συχνά. Με κουράζετε. Μετά από κάθε επίσκεψη μένω σαστισμένη. Ψάχνω μέσα στα λόγια σας να βρω εκείνα που με αφορούν.
Κάποτε ίσως βαδίσουμε μαζί. Θα σας αναζητήσω και πάλι. Το υπόσχομαι.

Μαίρη