Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

Φερνάντο Πεσσόα: Το συνεχές των ετερώνυμων

Πεσόα

Μεταφράζει η Μαρία Θεοφιλάκου

Γεννημένος στη Λισαβόνα το 1888, αποξενωμένος από αυτήν στην ηλικία των πέντε κι επανασυνδεδεμένος μαζί της εφ’ όρου ζωής στα δεκαεπτά του, ο Φερνάντο Πεσσόα [Fernando Pessoa, 1888-1935] θέλησε να είναι παραπάνω από ένας σημαντικός Πορτογάλος ποιητής του 20ου αιώνα. Και τα κατάφερε, να είναι τουλάχιστον τέσσερις.

Το 1914, χρονιά που ξεκίνησε να δημοσιεύει τα ποιήματά του, τρεις ετερώνυμοι χαρακτήρες άρχισαν να σχηματίζονται στο μυαλό του, να παίρνουν υπόσταση και να γράφουν ο καθένας με τη δική του πένα, ο καθένας με τα ξεχωριστά γνωρίσματα του, το επάγγελμα του, τις συνήθειες και τις εμμονές του.

Πρώτος, ο Αλμπέρτο Καέιρο [Alberto Caeiro, 1889-1915], ο κάπως άξεστος και ανεπάγγελτος ποιητής των ρεαλιστικών αισθήσεων, που αποστράφηκε την επιβολή της όποιας σκέψης, συναισθήματος ή επίπλαστου νοήματος στα πράγματα.

Ακόλουθοι του Καέιρο, από τη μία, ο Ρικάρντο Ρέις [Ricardo Reis, γεν. 1887], γιατρός στο επάγγελμα, κλασικιστής και παγανιστής, που επίσης είδε τα πράγματα γι’ αυτό που είναι, μέσα όμως από τον κλασσικό κανόνα και την παραδοχή του σύμπαντος ως ανώτερης φυσικής δύναμης στη ζωή του ανθρώπου.

Από την άλλη, ο Άλβαρο ντε Κάμπος [Álvaro de Campos, γεν. 1890], ένας ναυπηγός μηχανολόγος μηχανικός, κι αυτός ποιητής των αισθήσεων, όχι τόσο όμως των αμερόληπτων αισθήσεων, όσο των πολλαπλών εντυπώσεων ή αισθημάτων που οι περιστάσεις και τα πράγματα μπορούν ν’ αφήσουν στον καθένα.

Οι τρεις αυτές προσωπικότητες νοίκιασαν τις ζωές τους στον μοναχικό Πεσσόα, που ως ο εαυτός του υπέφερε (στα όρια της παραφροσύνης, όπως έλεγε ο ίδιος) σαν να μπορούσε τα πάντα και να ήταν ανήμπορος για τα πάντα, λόγω της έλλειψης θέλησης.

Έτσι, ο Πεσσόα βοηθήθηκε να ζήσει νοερά έξω απ’ τις ράγες της ύπαρξης του, την οποία εξακολούθησε πάντως να περιφέρει από το ένα στο επόμενο νοικιασμένο διαμέρισμα της Λισαβόνας. Κι εκείνοι οι τρεις, με τη σειρά τους, ορθώθηκαν διακριτοί ανάμεσα στα πάνω από εβδομήντα δύο ετερώνυμα του ποιητή.  

Πιο κάτω αποδίδεται στα ελληνικά ένα ποίημα από τον καθένα, που όλα μαζί χτίζουν για λογαριασμό του Πεσσόα ένα συνεχές του κόσμου των στιγμών και των πραγμάτων, από την αντικειμενική κατάστασή του έως την τυραννία της ανθρώπινης σκέψης μέσα σ’ αυτόν.

*

Αλήθεια, ψευτιά, βεβαιότητα, αβεβαιότητα… - Alberto Caeiro  [Verdade, mentira, certeza, incerteza…]

Αλήθεια, ψευτιά, βεβαιότητα, αβεβαιότητα…
Αυτός ο τυφλός εκεί στον δρόμο επίσης ξέρει αυτές τις λέξεις.
Έχω καθίσει σ’ ένα ψηλό σκαλί κι έχω τα χέρια μου σφιγμένα
Γύρω απ’ το γόνατο το σταυρωμένο πάνω απ’ τ’ άλλο.
Λοιπόν: αλήθεια, ψευτιά, βεβαιότητα, αβεβαιότητα ποιές είναι αυτές;
Ο τυφλός σταματάει στον δρόμο,
Τράβηξα τα χέρια από το γόνατο.
Αλήθεια, ψευτιά, βεβαιότητα, αβεβαιότητα είναι το ίδιο;
Κάτι άλλαξε σε κάποιο μέρος της πραγματικότητας — τα γόνατά μου και τα χέρια μου.
Ποια η επιστήμη που έχει αντίληψη γι’ αυτό;
Ο τυφλός συνεχίζει το πέρασμά του κι εγώ δεν κάνω άλλες χειρονομίες.
Ήδη δεν είναι η ίδια ώρα, ούτε οι ίδιοι άνθρωποι, ούτε τίποτα ίδιο.
Να είσαι πραγματικός είναι αυτό.

*

Μην προσπαθείς, Λυδία, στον χώρο να κατασκευάσεις - Ricardo Reis [Não queiras, Lídia, edificar no espaço]

Μην προσπαθείς, Λυδία, στον χώρο να κατασκευάσεις
Αυτό που μέλλον λογαριάζεις, ή που σου υπόσχεται το
Αύριο. Σήμερα να εκπληρωθείς, μην περιμένεις.
             Η ίδια εσύ είσαι η ζωή σου.
Μην προορίζεις τον εαυτό σου, γιατί μελλοντική δεν είσαι.
Ποιος ξέρει αν, μεταξύ της κούπας που αδειάζεις,
Και του ξαναγεμίσματός της, η τύχη
             την άβυσσο δεν σου επιφυλάσσει;

*

Oxford shores - Álvaro de Campos
 
Θέλω το καλό, και θέλω το κακό, και τελικά δεν θέλω τίποτα.
Στραβά ξαπλώνω στο δεξί πλευρό, και στραβά ξαπλώνω στο αριστερό
Και στραβά ξαπλώνω στη συνείδηση ότι υπάρχω.
Είμαι συμπαντικά άρρωστος, μεταφυσικά άρρωστος,
Μα το χειρότερο είναι ότι με πονάει το κεφάλι.
Αυτό είναι πιο σοβαρό από τη σημασία του σύμπαντος.

Μία φορά, λίγο πιο κάτω απ’ την Οξφόρδη, σ’ ένα δρομάκι αγροτικό,
Είδα να υψώνεται, από έναν ελιγμό του δρόμου, σε κοντινή απόσταση
Το γέρικο καμπαναριό μιας εκκλησίας πάνω απ’ τα σπίτια κάποιου χωριού ή πόλης.
Η εικόνα εκείνου του μηδαμινού συμβάντος μού εντυπώθηκε
Σαν μια λοξή ζαρωματιά που την πτυχή χαλά στο παντελόνι.
Σήμερα μου έρχεται παρεμπιπτόντως…
Από τον δρόμο, απέδιδα πνευματικότητα σε κείνο το καμπαναριό
Που ήταν η πίστη όλων των εποχών, και η ικανή φιλανθρωπία.
Από την πόλη, όταν έφτασα, το καμπαναριό ήτανε το καμπαναριό,
Και, επιπλέον, να το που έστεκε εκεί.

Μπορεί κανείς να ‘ναι ευτυχής στην Αυστραλία, υπό τον όρο σ' αυτήν πως δεν θα πάει.

*

Η πλύστρα στη σκάφη - Fernando Pessoa [A lavadeira no tanque]

Η πλύστρα στη σκάφη
Χτυπάει τα ρούχα με την πέτρα.
Τραγουδάει γιατί τραγουδάει, και λυπάται
Γιατί τραγουδάει γιατί ζει•
Άρα είναι και χαρούμενη μαζί.

Τώρα αν ποτέ μου θα μπορούσα
Να κάνω με τους στίχους
Αυτό που εκείνη κάνει με τα ρούχα,
Θα ‘λειπαν από εμένα ίσως
Οι σκόρπιοι προορισμοί μου.

Υπάρχει μια πλατιά ενότητα
Σ’ αυτό το, δίχως σκέψη μήτε λόγο,
Ή ακόμα-ακόμα τραγουδώντας τα μισά,
Χτύπημα των ρούχων στην πραγματικότητα...
Ποιος θα μου πλύνει την καρδιά;