Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Τόμας Τράνστρεμερ: Ποιήματα 1954 – 1958

Μεταφράζει ο Γιώργος Καρτάκης

 

Πρελούδιο

Το ξύπνημα είναι ένα σάλτο μ’ αλεξίπτωτο από το όνειρο.
Απ’ τον ασφυκτικό στροβιλισμό ο ταξιδιώτης  λυτρωμένος,
βυθίζεται στους πράσινους τους θύλακες του πρωινού.
Τα πράγματα αναφλέγονται.
Από τη θέση του κορυδαλλού που τρέμει,
νιώθει
των δυνατών ριζωμάτων των δέντρων
τις υπόγεια αιωρούμενες λάμπες.
Στη γη όμως πάνω η βλάστηση φουντώνει τροπική,
με χέρια υψωμένα αφουγκράζεται
το ρυθμό ενός αόρατου αντλιοστάσιου. Κι αυτός
βουλιάζει μες στο καλοκαίρι, ρίχνεται
μες στον εκτυφλωτικό κρατήρα του, πέφτει
μέσα σε βάραθρα πράσινων και υγρών ηλικιών,
δονούμενα στου ήλιου την τουρμπίνα από κάτω. Τότε,
αυτή η κάθετη πορεία μέσα στη στιγμή ανακόπτεται,
κι απλώνουν οι φτερούγες του ψαραετού,
πάνω από ορμητικά νερά, να ξαποστάσει.

Ο περιφρονημένος ήχος
της σάλπιγγας της εποχής του χαλκού
κρέμεται πάνω απ’ το άδυτο.

Τις πρώτες ώρες της μέρας
μπορούν οι αισθήσεις ν’ αγκαλιάσουνε τον κόσμο,
όπως το χέρι που πιάνει μια λιόκαυτη πέτρα.
Ο ταξιδιώτης στέκει κάτω απ’ το δέντρο:
θ’ απλωθεί
μετά την κατάρρευση στου θανάτου τη δίνη
ένα φως δυνατό
πάνω από το κεφάλι του;

Gogol

Το σακάκι τριμμένο όπως  λύκων αγέλη.
Σα μαρμάρινη σκλήθρα το πρόσωπο.
Τριγυρισμένος γράμματα, κάθεται σ’ ένα άλσος
π’ αντιβοά από σφάλματα και εξευτελισμούς,
κι όπως χαρτί στον άνεμο, πετά η καρδιά τριγύρω
μέσα στις αφιλόξενες διαβάσεις.

Τραβά τώρα το λιόγερμα αργά
πάνω απ’ αυτήν τη χώρα - σαν αλεπού
και λαμπαδιάζει τα χλωρά που πέφτει μονομιάς.
Βρίθει το σύμπαν κέρατα κι οπλές και από κάτω,
γλιστρά η άμαξα ίδια σκιά,
ανάμεσα στα φωτισμένα του πατέρα μου
τα πλούτη.

Η Πετρούπολη,
χτισμένη στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με τον όλεθρο
(είδες την Όμορφη μες στο γερμένο πύργο)
κι ολόγυρα από παγωμένες συνοικίες
ακόμη παραδέρνει ο δύστυχος μ’ ένα παλτό, σα μέδουσα.

Να τον εδώ, σκεπασμένος νηστείες, αυτός που
περιστοίχιζαν παλιά κοπάδια γέλιου,
που έχουν τραβήξει όμως  πια για μέρη πιο ψηλά,
πιο πάνω κι απ’ το όριο της βλάστησης.

Τραπέζια των ανθρώπων ασταθή.
Κοίτα κει έξω,
πως το σκοτάδι καίει σταθερά ένα νεφέλωμα ψυχών.

Γι’ αυτό κι ανέβα στο φλογοβόλο αμάξι σου και φύγε απ’ τη χώρα!

Θαλασσινή ιστορία

Ημέρες του χειμώνα δίχως χιόνι υπάρχουν. Τότε μοιάζει η θάλασσα
με μέρη ορεινά, κουρνιασμένη στα φτερά της τα γκρίζα,
γαλάζια για μια ελάχιστη στιγμή κι ώρες πολλές με κύματα,
όπως  λύγκες ωχροί, ζητώντας μάταια κράτημα στης ακτής τα χαλίκια.

Μια τέτοια μέρα θα’ ναι που τα ναυάγια σηκώνονται απ’ τα βάθη
Κι αναζητούν  τ’ αφεντικά τους , αραγμένα στης πόλης το θόρυβο,
ενώ πνιγμένα πληρώματα πνέουν προς τη στεριά,
πιο αραιά κι απ’ τον καπνό μιας πίπας.

(Οι γνήσιοι λύγκες απαντιούνται στο Βορρά, μ’ ακονισμένα νύχια
κι ονειροπόλα μάτια. Στο Βορρά,
όπου η ημέρα κατοικεί σ’ ένα ορυχείο μέρα νύχτα.

Όπου ο μόνος επιζών μπορεί να καθίσει
στην παραστιά απ’ το βόρειο σέλας
και να αφουγκραστεί τη μουσική των παγωμένων θυμάτων.)

Συσχετισμοί

Κοίτα το γκρίζο δέντρο. Ο ουρανός
περνώντας απ’ τις ίνες του χύθηκε μες στο χώμα -
ένα συρρικνωμένο σύννεφο μόνο απομένει, όταν χορτάσει η γη.
Κλεμμένο σύμπαν περιστρέφεται μες στις πλεξούδες των ριζών
και κλώθεται: γίνεται φύλλα -
ανέρχονται οι σύντομες στιγμές ελευθερίας
από μέσα μας, στο αίμα των Μοιρών στροβιλίζονται
και συνεχίζουν.

Caprichos

Βραδιάζει στη Χουέλβα:  φοίνικες μέσα στην καπνιά
κι αργυρόλευκες νυχτερίδες που περνούν βιαστικά
του τραίνου τα σφυρίγματα.

Οι δρόμοι γέμισαν ανθρώπους.
Και η γυναίκα που το πλήθος διασχίζει βιαστικά,
σταθμίζει προσεκτικά στη ζυγαριά των ματιών της
το φως της μέρας το τελευταίο.

Τα παράθυρα των γραφείων ανοικτά -
το ποδοβολητό του αλόγου
ακόμη ακούγεται μέσα.
Το γέρικο άλογο με τις οπλές των σφραγίδων.

Μόνο μετά τα μεσάνυχτα αδειάζουν οι δρόμοι
και όλα τα γραφεία φέγγουν επιτέλους μπλε.

Στα ύψη εκεί πάνω:
αθόρυβα καλπάζοντας απλώνεται μαύρος,
λυτός κι αφανής
κι έχει τινάξει από πάνω του τον καβαλάρη,
ένας καινούργιος αστερισμός  που τον βαφτίζω «Άλογο».

Σμύρνη, ώρα τρεις

Άκρη άκρη μπροστά στον σχεδόν άδειο δρόμο
δύο ζητιάνοι, ο ένας δίχως πόδια -
τον κουβάλαγε ο άλλος τριγύρω στην πλάτη του.

Σαν αποσβολωμένο ζώο που κοιτάει τυφλό
προβολείς αυτοκινήτου στο δρόμο μεσάνυχτα
μια στιγμή ακίνητοι στάθηκαν
κι ύστερα τράβηξαν για παραπέρα

και με σβελτάδα αγοριών σε σχολική αυλή
το δρόμο διέσχισαν, καθώς μέσα στην κάψα του μεσημεριού
μυριάδες ρολόγια χτυπούσαν ολόγυρα.

Πλεύρισε το γαλάζιο, τρεμοφέγγοντας, αργά  τ’ αγκυροβόλι.
Το μαύρο σύρθηκε ζαρώνοντας
το βλέμμα του καρφώνοντας μέσα απ’ τις πέτρες.
Φούντωσε το λευκό θεριεύοντας θύελλα μες στα μάτια.

Μόλις ποδοπατήθηκε η ώρα τρεις από οπλές
και το σκοτάδι πάλλονταν απ’ του φωτός τον τοίχο μέσα,
βρέθηκε η πόλη έρποντας στην πύλη της θάλασσας,
πυρακτωμένος στόχος  στου όρνιου το κιάλι.

Μυστικά καθ’ οδόν

Στο πρόσωπο βρήκε το φως της μέρας κάποιον στον ύπνο του
κι αυτός ένα πιο έντονο όνειρο είδε,
δεν ξύπνησε όμως.

Χτύπησε το σκοτάδι  καταπρόσωπο
κάποιον που βάδιζε ανάμεσα σ’ άλλους
κάτω απ’ τις δυνατές κι ανυπόμονες ακτίνες του ήλιου.

Λες κι ήταν μπόρα, ξαφνικά σκοτείνιασε.
Σ’ ένα χώρο βρισκόμουν που περιείχε όλες τις στιγμές -
σ’ ένα μουσείο πεταλούδων.

Κι όμως ήταν ο ήλιος δυνατός, το ίδιο όπως πριν
κι οι ανυπόμονοι χρωστήρες του τον κόσμο ζωγράφιζαν.

Κύριε

Κάποιες φορές τα μάτια της άνοιγε η ζωή μου στο σκοτάδι.
Μια αίσθηση, λες και τραβούσε πλήθος κόσμου μες στους δρόμους,
τυφλό και ανήσυχο, οδεύοντας προς κάποιο θαύμα,
ενώ εγώ στο ίδιο σημείο αόρατος μένω.

Σαν το παιδί που αποκοιμιέται φοβισμένο,
όπως αφουγκράζεται τα βαριά της καρδιάς του τα βήματα.
Αργεί πολύ ώσπου να βάλει τις ακτίνες το πρωί στην κλειδαριά,
του σκοταδιού οι πόρτες για ν’ ανοίξουν.

 

                                                                                                                     Το θαύμα είναι πολύ κοντά
                                                                                                                           του Lars Gustafsson*


Η πτέρυγα νέων στις φυλακές Ροξτούνα, ή στο Αναμορφωτήριο Ροξτούνα, όπως λεγόταν στην αρχή της δεκαετίας του εξήντα, δεν ήταν ένας ιδιαίτερα απεχθής τόπος για έφηβους δράστες, όπως για παράδειγμα κλέφτες αυτοκινήτων ή εθισμένους σε ναρκωτικές ουσίες. Ένας από τους έγκλειστους είχε κάποτε δραπετεύσει και μ’ ένα κλεμμένο όχημα έφτασε κάποιο βράδυ σ’ ένα μικρό ήσυχο ξενοδοχείο στο Λίνκεπινγκ. Συμπλήρωσε το όνομα του ως ψυχολόγος Τόμας Τράνστρεμερ στο έντυπο δήλωσης στη ρεσεψιόν και αποκαλύφθηκε από τον βραδινό πορτιέρη, έναν έξυπνο, φίλο της λογοτεχνίας, νέο άντρα ως ψεύτης: ήδη από το 1962, το έτος της ποιητικής συλλογής Ο μισοτελειωμένος ουρανός, υπήρχαν αναγνώστες που γνώριζαν τον Τράνστρεμερ, που ήξεραν πως είναι ή πως δεν είναι η εμφάνιση του. 

Ανάμεσα στα βαλτώδη λιβάδια βρίσκονταν διασκορπισμένα τα κτίρια της φυλακής μέχρι κάτω στη Ρόξεν, μια λίμνη με θαυμαστή ποικιλία πουλιών που στις όχθες της φύτρωναν μανιτάρια. Επρόκειτο για ένα σπάνιο είδος μανιταριών, μια εκλεκτή τροφή, των οποίων η λήψη δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση  να συνοδεύεται από παράλληλη κατανάλωση αλκοόλ, γιατί τότε η δράση τους γίνεται θανατηφόρα. Τόσο εφευρετική μπορεί να είναι η φύση!      

Αυτή, λοιπόν, την εποχή της δεκαετίας του εξήντα, ο Τόμας Τράνστρεμερ εργαζόταν ως ψυχολόγος στις  προαναφερθείσες φυλακές, εκεί που εμείς - εγώ και η τότε σύζυγός μου -ήμασταν επισκέπτες των Τράνστρεμερ, του Τόμας και της όμορφης Μόνικα, της γυναίκας του, πολλά Σαββατοκύριακα. Τα κτίρια με τα υπηρεσιακά διαμερίσματα και τα μονόροφα οικήματα των φυλακών ήταν πολύχρωμα, απλωμένα στο χώρο.

Καθοδόν προς τις περιοχές των πουλιών, με σκοπό να μαζέψουμε μανιτάρια με τα καλάθια μας, ο Τόμας σταμάταγε κάθε τόσο κι αντάλλαζε με τους νέους άντρες, που ήταν εκεί τρόφιμοι, λίγες κουβέντες γύρω από τον καιρό και τον αέρα. Κατά τα άλλα, μιλούσαμε πάντα μόνο για δυο θέματα: τη μουσική και την ποίηση. Συγκρίναμε τα χειρόγραφα μας, και προειδοποιούσαμε ο ένας τον άλλο, να μη μοιάσουμε με τους «Μεγάλους» Γκουνάρ Έκελεφ και Έρικ Λίντεγκρην - όχι επειδή τους υποτιμούσαμε, αντιθέτως: ο ίσκιος τους ήταν τόσο βαρύς, ώστε φοβόμασταν μην εγκλωβιστούμε μέσα του, μήπως και δεν γίνουμε αντιληπτοί. Επιδιώκαμε σχεδόν ενστικτωδώς, θα μπορούσε κάποιος να πει, μιαν άλλη κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα, όχι περισσότερη απλότητα, αλλά μια πιο απλή έκφραση, αρχαία πρότυπα μετατιθέμενα στα βόρεια δάση, ελεγειακά δίστιχα και τους τελευταίους μεγάλους ποιητές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Στο μεσημεριανό τραπέζι έπρεπε να πάρουμε πάντα μόνο μια απόφαση: αλκοόλ με το φαγητό ή τα μανιτάρια; Ποτέ δεν επιλέξαμε τα μανιτάρια.

Εδώ αλλάζει το σκηνικό: η πόλη Βεστερές. Μια μικρή ομάδα αποτελούμενη από τον Τράνστρεμερ, τον Όλα Μπγιέρλιν, την Γιαπωνέζα σοπράνο Κάιο Κοζόνι - Χούλτγκρην και τον υπογράφοντα συναντιέται τα χειμωνιάτικα βράδια, για να παίξει μουσική δωματίου. Έξω στα άφυλλα δέντρα του κοιμητηρίου Βαλλίνσκα ουρλιάζει η θύελλα. Παίζουμε Μπαχ και έχουμε μόνο μια παρτιτούρα. Ο Τόμας παραπονιέται, πως φυσώ διαρκώς το φλάουτο πάνω στα δάχτυλά του καθώς σκύβω μπροστά να δω τις νότες.

Στην ουτοπική φάση του ο λυρισμός του Τράνστρεμερ είναι η κατάσταση προς την οποία κατευθύνεται όλη η ποίηση και η οποία ουδέποτε δεν μπορεί να πραγματωθεί (όπως σε μια συγκλίνουσα λειτουργία). Εργαζόμενος ο ίδιος στα νιάτα του σαν συνθέτης, δεν εξελίχθηκε μόνο σε ένα πιανίστα, επαγγελματικού σχεδόν επιπέδου, αλλά ανέπτυξε και την ικανότητα του να αντιλαμβάνεται τη μουσική, να μπορεί να την χαρακτηρίσει, αυξάνοντας παράλληλα χρόνο με το χρόνο το εύρος του ρεπερτορίου του. Όταν κάποιες φορές τον επισκεπτόμαστε, μας παίζει συνθέτες που δεν γνωρίζαμε πρωτύτερα.

Τί είναι η μουσική γι’ αυτόν; Ένα προαίσθημα για την ύπαρξη μιας άλλης χώρας; Μια υπόθεση, πως ίσως γνωρίζει η μουσική κάτι για μας που εμείς δεν γνωρίζουμε για την ίδια;

Έχουμε να κάνουμε με ένα βαθιά πολιτικοποιημένο ποιητή

Βρισκόμαστε, νομίζω, στο έτος 1981. Στον Τόμας απονέμεται το Βραβείο Πετράρχης. Στο πολυτελές διαμέρισμα του Χούμπερτ Μπούρντα στο Μόναχο, όπου έλαβε χώρα η καθοριστική συνεδρίαση με τους Πέτερ Χάντκε, Τσβίγκιεβ Χέρμπερτ, Μίχαελ Κρύγκερ και εμένα, μου έγινε η τιμή να του τηλεφωνήσω μετά το πέρας της συνάντησης. Άκουγα τον Τόμας να φωνάζει τόσο δυνατά στο διαμέρισμά του «Πήρα το Βραβείο Πετράρχης!» , που θα μπορούσε να τον ακούσει κανείς μέχρι το Μόναχο.

Εκείνη την εποχή ο Τράνστρεμερ δεν ήταν και τόσο ευκατάστατος. Μια επείγουσα επισκευή αυτοκινήτου θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα τον συνολικό του προϋπολογισμό.

Έχουμε να κάνουμε με ένα βαθιά πολιτικοποιημένο ποιητή, όχι όμως με κάποιον που θορυβεί και φωνάζει, όχι με κάποιον που αφηγείται από ένα μεγάφωνο ή με κάποιον που ποζάρει σε μια μαρξιστική έδρα διδασκαλίας. Ο Τράνστρεμερ δείχνει. Δεν ενεργεί.

Ο Τράνστρεμερ ταξίδεψε μακριά, όσο ίσως και ο Χανς Μάγκνους Έντσενσμπεργκερ, περισσότερο από κάθε άλλο ποιητή της γενιάς μου. Στις πρώτες ποιητικές συλλογές του διαισθανόμαστε τη Λισσαβώνα, τη Σμύρνη, χωριά με λιπόσαρκα σκυλιά που μυρίζουν στάβλο στα Βαλκάνια, την τρομακτική μείξη φτώχιας και πλούτου στην Αίγυπτο. Και φυσικά την Αφρική. Την πραγματική Αφρική. Είναι γεγονός, πως ο Τράνστρεμερ ταξίδεψε στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα σε χώρες, όπως η Σιέρρα Λεόνε και η Κεντρική Αφρική, που σήμερα θα χρειαζόταν κανείς, αν μη τι άλλο οπλισμένους συνοδούς, αν βέβαια, βοηθούσε κι αυτό σε κάτι. Οι αναρίθμητες καρτ ποστάλ είναι μάρτυρες ενός αρκετά ευχαριστημένου ταξιδιώτη που ανακαλύπτει καθημερινά κάτι νέο.

Η ήρεμη και ισχυρή αυτή δραστηριότητα διαπερνά σαν ένα δυνατό υπόγειο ρεύμα το σύνολο της ποίησης του. Δεν είναι  ρήτορας, δεν επιδιώκει να πείσει κανένα δια του λόγου. Ξέρει όμως. Και δεν επιτρέπει να τον οδηγήσουν στο σκοτάδι.

Η δράση του για τις τρομακτικά κακοποιημένες και καταπιεσμένες χώρες της Βαλτικής, για τους αποκλεισμένους πίσω από σύρτες φυλακών συνθέτες τους, δε μπορεί να υποτιμηθεί. Πιστεύω, πως η βοήθειά του ήταν πρακτικής σημασίας. Η απέχθεια του για τα ολοκληρωτικά συστήματα και κράτη, για τις μεθόδους ανάκρισης και λογοκρισίας της αλληλογραφίας που εφάρμοζαν, είναι ειλικρινής. Είναι η μουσική υπόκρουση, ασταμάτητα  παρούσας σε όλο το μήκος της ποιητικής συλλογής Ostseen (Ανατολικές Θάλασσες).

Είναι ένας μυστικιστής, ένας ποιητής που έχει δει το σημείο μηδέν

Ένας πιθανός αναγνώστης του θα μπορούσε να ρωτήσει: «Τί διαπραγματεύεται η ποίηση του Τράνστρεμερ;». Θα του έλεγα: «Τη στιγμή που αραιώνει η ομίχλη. Όταν η καθημερινότητα για μια ελάχιστη στιγμή ανοίγει και παύει να είναι καθημερινότητα. Το θαύμα είναι πολύ κοντά. Αχνοφέγγει απ’ τα βάθη της  το «Μεγάλο», αυτό που πάντα μόνο φευγαλέα προσπερνά. Και, όπως πολύ συχνά, αρνούμαστε να το δούμε. Οι άνθρωποι θέλουν να κοιμούνται. Ίσως θέλουν και να ονειρεύονται.»

Είναι ένας μυστικιστής, ένας ποιητής, που έχει δει το σημείο μηδέν, το κενό στο κέντρο, που χωρίς αυτό δεν μπορεί  να υπάρξει τίποτα. Είναι ένας χριστιανός μυστικιστής, αν θα πιστεύαμε σε ένα γράμμα που μου έστειλε κάποτε, ένας όμως, που κάνει τόσο λίγο θόρυβο  για την ομολογία της πίστης του που θα μπορούσε να είναι κι ένας Ζεν βουδιστής. Αυτό είναι περισσότερο εμφανές στα πρώιμα ποιήματά του, χωρίς να χάνεται ποτέ εντελώς.

Σ’ αυτή την προοπτική συμβάλλει η κυρίαρχη χρήση μεταφορών: «Το ξύπνημα είναι ένα σάλτο μ’ αλεξίπτωτο από το όνειρο». Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε και με κάτι ακόμα, αν θέλετε, με κάτι από την παράδοση του Carl von Linne. Αν μάθαμε κάτι στις ώρες της Βιολογίας και της Χημείας στο σχολείο τη δεκαετία του πενήντα, τότε αυτό ήταν η οξυδερκής παρατήρηση της φύσης: πράγμα πολύ καλό. Γίναμε οπαδοί - μαθητές του Linne με μεγεθυντικό φακό στις αποσκευές μας.

Αυτό ονομάζεται Εντομολογία. Ο εντομολόγος και συγγραφέας Φρέντρικ Σγιέμπεργκ ταξινόμησε και περιέγραψε τη συλλογή εντόμων στο νησί Ρουμανέ , που είχε συλλέξει ο Τόμας στα νεανικά του χρόνια, και διαπίστωσε, πως ο νεαρός τότε άντρας είχε αρκετά σπάνια είδη και μερικές αληθινές καινοτομίες σ’ αυτή του τη συλλογή.

Ύστερα όμως, εντελώς ξαφνικά όπως φαίνεται, αποφάσισε να γίνει ποιητής: σωστό επίσης κι αυτό. Υπάρχουν πράγματα που με κάνουν ευτυχισμένο. Ένα απ’ αυτά είναι, πως η γενιά μου, που απέτυχε στα περισσότερα, ολοκλήρωσε κάτι, κι αυτό με εξαιρετική επιτυχία: δημιούργησε μια σουηδική ποίηση που φτάνει ως την τελευταία γενιά των Γκουνάρ Έκελεφ, Έρικ Λίντεγκρην, Χάρρυ Μάρτινσον και Βέρνερ Άσπενστρεν. Η λίστα των πραγματικά σπουδαίων ποιητών είναι μεγάλη, αρχίζοντας από τους Πάουλ Άντερσον και Μπρούνο Έιγιερ. Μα στην κορυφή, στην πρώτη απ’ όλες τις θέσεις αυτής της λίστας, βρίσκεται ο Τόμας Τράνστρεμερ.

                                                                                                                                                                                                                         13. 10. 2011

*Lars Gustafsson: Σουηδός ποιητής και πεζογράφος, από τους σημαντικότερους της γενιάς του. Γεννήθηκε το 1936.