Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

Το τέλος όλων των χρωμάτων - Σταμάτης Καλογερόπουλος

ΠΕΡΑΣΜΑ

Τα πρωινά μετά τις αϋπνίες, θα νίβομαι στους υγρούς ορίζοντες, εκεί που οι κορυφές της Αττικής στυλώνουν τον ουρανό κι εκεί που τ' αφρισμένα νησιά φιλεύουν γη την θάλασσα.
Θ' αναχωρώ.
Με τα χείλη στυφά και τα μάτια τσουγμένα. Το παντοτινά λαμπρό μου βλέμμα θα χάνεται πίσω απ' τα δέντρα και τους δρόμους, στις ζωές των περαστικών, τους αναθεματισμούς και τις επικλήσεις τους.
Μια φωνή θα με καίει.
Και του έρωτα η μορφή, αλγεινή.
Θα περάσουν τα χρόνια.
Μια ζωή σκιερή σε φευγαλέες αβύσσους.
Ο άντρας θα καπνίζει, σκεφτικός, σιωπηλός.
Στις πρύμνες των δαρμένων ονείρων, στα κατάρτια των πόλεων, στα λιμάνια των ερώτων.
Νοσταλγία μου για κείνα που φύγαν Τι να έρθει σε άγνωστες μέρες; Έχω πάλι να φεύγω...
Πλανεμένα μου μάτια! Δεν σας γέννησε σώμα. Με αυτές τις στάχτες, του νεκρού θεού, ξαπλώστε τώρα. Ζωγραφίστε το σώμα της πίκρας κι αυτό το αλαφροΐσκιωτο «Γιατί;», που οι γενιές ρωτάνε τον Πάνα.Οι αγνές αμαρτίες που μ' έδεσαν.
Η καρδιά μου η αγνή που λάθεψε. Δεν έχει γυρισμό!

*
ΧΑΡΤΗΣ
Τα όνειρα μου είναι βουβά κι υπόκωφα σαν την καταστροφή. Τα σπίτια τα ζώα σαπίζουν χρόνια τώρα και ξερνάνε τους ανθρώπους τους έρημους δρόμους. Μια λεπτή ειρωνεία θα πληγιάσει τις φλέβες σου. Θα γίνω καράβι, ήσουν η θάλασσα. «Μην δίνεις κουράγιο στις σκέψεις σου, θα σε θάψουν ζωντανό»...
Ανέβαινα τα μονοπάτια κατά τα στόμια της νύχτας. Μ' έκλεβαν οι σκιές που χόρευαν στο φεγγαρόφωτο μέχρι να ξημερώσει. Απολαμβάνω πάντα τη φρίκη σκεφτικός, καπνίζοντας.
Είμαι δω ακόμη. Κάποια τραγούδια άγραφα που γκρινιάζουν, τα σεντόνια μου που κλαίνε, τα παπούτσια μου μεθυσμένα αλητεύουν στους δρόμους.
Την φωτογραφία την πήρε ο άνεμος ένα καλοκαίρι - αν ποτέ της κιτρίνιζε θα 'χε το μυστήριο του αγκαθιού και του βράχου. Ούρλιαζε η άμμος το βράδυ έναν θρήνο δικό της κι εγώ υψωνόμουν πάνω απ' το κύμα, γοργά...
Οι φίλοι μου είναι ασήμαντα νεκροί και ζούνε δίχως αύριο. Έχω ανέλπιστα εξεγερθεί και σκαλίζω τον ουρανό για να κλέψω το υλικό του μέλλοντος. Θα τους κλέψω φωτιά για τα κατακάθια του χιονιού το χειμώνα και τις αυτοκτονίες του Σαββατοκύριακου...
«Μα γιατί στήνουν στον τοίχο τους κάμπους»;
«Θα εκτελέσουν το χρώμα»
*
 
ΣΗΜΕΙΟ ΕΠΟΧΗΣΑπό μπρούτζο ένας πράσινος δαίμονας - και θ' ανοίξω την πόρτα. Δεν είναι από μένα που ξεκινούν όλες οι αποχρώσεις˙ είναι στον κόσμο που απεργεί το φως και το σκοτάδι σκαλίζω με τα χέρια μου τ' αστροπελέκια, με τον θυμό και με τον ρόγχο.
Δεν υπάρχουν ποιήματα πίσω απ' τις γρίλιες, τους στίχους ξεφορτώνουν φορτηγά στον Ασπρόπυργο. Στην Ομόνοια οι πόρνες αγοράζουν διαβατήρια κι εγώ μαθαίνω τα νέα απ' την εφημερίδα.
Ένα γυάλινο κτίριο σάλεψε κάτω απ' τον ουρανό και διαθλώνται τ' αστέρια. Η καρδιά μου έχει κλείσει με κρότο. Κι εκδικούμαι με πέτρες, με πέτρες και χάδια.
Μην δίνεις σημασία στο αίμα. Τα καλοκαίρια κοχλάζει, φουντώνει ο ασβέστης, τα κυπαρίσσια αρπάζουν - σαν σημαίες χορεύουν οι φλόγες στων ανέμων το τραγούδι.
Δεν θ' αργήσω να έρθω ξανά.

*
 
ΧΩΡΙΣ ΛΕΞΗΚι όταν δεν υπάρχει νόημα σε χιλιάδες σελίδων; Σε μια λέξη χωράνε τα πάντα. Μια σκέψη φευγάτη, ένα πουλί παιχνιδιάρικο˙ σαν την άβυσσο. Κάποιο πολύ, δύσκολο βράδυ.

*
ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ
Το τέλος όλων των χρωμάτων - κι απ' τη σιωπή είναι που ξεκινώ. Όλα τα βήματα έχουν εντυπωθεί στο δρόμο αυτό, με μια ερασιτεχνική αφέλεια κι υπομονή. Ακολουθώντας κανείς τα υστερικά στολίδια φτάνει στις πηγές των οδών, πέρα απ' τη γνώση του κακού των χειμώνων. Εδώ.
Έχω αγύρτικη κράση. Κι όλες οι αναθυμιάσεις των τελματωμένων σκέψεων με τ' ανοιξιάτικο μου πέρασμα, θα κατακάτσουν. Ας με πάρει, λοιπόν, η νύχτα. Ας με καταπιεί η σιωπή. Τούτες οι ώρες σφύζουν από πυροβολισμούς και μνήμες, από έξαλλους χαιρετισμούς, αντιστοιχίες, από παρόμοιες εκτάσεις και μια υδάτινη μελαγχολία που αυλακώνει κάθε πικρία. Θα με θυμηθεί το πέταγμα το ψηλό;
Το τέλος όλων των χρωμάτων˙ μετά, η προοπτική. Όλα τα ορατά που διακλαδίζονται σαν σ' όνειρο - η ανατομία του κόσμου - ο βολβός του θεού που χορεύει, που μας γελάει, που δεν υπάρχει.
Εγώ κρατώ τις παρτιτούρες των ουρανών, για τη μαεστρία της φύσης και του δισταγμού, για τα ομοιώματα που θρηνούν σαν άνθρωποι, για μια αλλιώτικη συγγένεια και τα παιδιά τα μεθυσμένα λουσμένα σε χιλιάδες ευφρόσυνους ήλιους.
Πυρετός...παρά το νερό το απόκοσμο που σκαρφαλώνει στα μηλίγγια μου. Περνάω απ' τις τελευταίες μεγαλουπόλεις προς το ησυχαστήριο των αστεριών.
Άχνα.
Είμαι ένας θεός. Με ακατανόητο το γέλιο στην πιο πικρή στιγμή και το μυαλό μου διψασμένο για ενοχή.Ο Σταμάτης Καλογερόπουλος είναι δημοσιογράφος.