Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Το παράδειγμα Αναγνωστάκη

Γράφει ο Ντέμης Κωνσταντινίδης

konstantinidis26.jpg

Οι λέξεις δίνουν, εν τέλει, τη θέση τους στην παντοδύναμη σιωπή. Τούτο δεν σημαίνει πως δεν αξίζει η προσπάθεια να ειπωθούν ή, ακόμη, ο κόπος να περισωθούν. Μ' όλο της τον πλούτο, όσο κι αν εκτιμάει κανείς την αξία της, η σιωπή πρέπει κάποτε να σπάει. Κι ας φαντάζει μια πρόσκαιρη νίκη.

Ας θυμηθούμε τα λόγια του Πάνου Θασίτη για την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη στο επετειακό τεύχος της Νέας Εστίας (Θεσσαλονίκη 1912-1962), με αφορμή τα 50 -τότε- χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης:

Ο Μ. Αναγνωστάκης, με αδρά και υποβλητικά σύμβολα, έδωσε τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής μοναξιάς, που αρνούμενη τη συνδιαλλαγή, εμμένει φανατικά στη φετιχιστική λατρεία των μυστικών σημείων της, ενώ ταυτόχρονα μας δίνεται η πρόγευση ενός ζοφερού μέλλοντος.

Στο άρθρο με τίτλο Ποιητικά ρεύματα και ποιητές στη νεώτερη Θεσσαλονίκη, ο Θασίτης χαρακτηρίζει αυτήν την ποίηση ως απεγνωσμένο ντοκουμέντο του καιρού μας.

Τα επίθετα ζοφερό και απεγνωσμένο, νομίζω, αποδίδουν εύστοχα τη διάψευση των προσδοκιών της γενιάς του Αναγνωστάκη και τον αντίκτυπο αυτής σε κατοπινούς καιρούς (από τα πράγματα πια ξέρουμε πως δικαιώθηκε απόλυτα). Ο ολιγόλογος, μα τόσο ουσιαστικός κι ευαίσθητος στον λόγο του ποιητής, βίωσε τους κινδύνους, τις αντιξοότητες, τις αντιφάσεις, μα κυρίως την υποκρισία της εποχής του.

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '60. Ο Αναγνωστάκης έχει πλέον κατακτήσει την ποιητική του ωριμότητα. Προηγείται ο εμφύλιος κι η σκοτεινή δεκαετία του '50, κατά την οποία εγκαθιδρύεται μια νέα αστική δημοκρατία -στην πραγματικότητα ένα ξενοκίνητο, διεφθαρμένο και μισαλλόδοξο καθεστώς παλαιοπολιτικών, που επιδίδεται στη διασπάθιση της αμερικανικής βοήθειας, στον εκβιασμό των καταταλαιπωρημένων λαϊκών στρωμάτων, στην φοβική αντικομμουνιστική ρητορεία.

Τώρα που πέρασαν οι καταδικασμένες* μέρες, ο Αναγνωστάκης μιλά (Συνέχεια 3) για τη ζωή που ξαναρχίζει (sic), αφού σκουπίστηκαν κάτω από το χαλί της αφελούς και επιλήσμονος καθημερινότητας, οι πικρές διαμαρτυρίες όσων βρέθηκαν στις γραμμές του ανεκπλήρωτου αγώνα, όσων καταγράφηκαν στους ηττημένους.

Ο ποιητής γλίτωσε απ' το λοιμό, τέλειωσε τις σπουδές του, άσκησε ευσυνείδητα το επάγγελμά του, εγκαταστάθηκε στην Πρωτεύουσα, δεν έπαψε να δραστηριοποιείται στον χώρο των ιδεών ως ενεργός πολίτης και συνεπής δημιουργός, χωρίς να εγκαταλείπει ποτέ την ηθική του, χωρίς να προδίδει τις μνήμες του.

Κουβαλώντες τες μέσα σε κοφτερούς και θαρραλέους στίχους (χαράσσοντας αθάνατα τα ονόματα παλιών συντρόφων), που με τόση άνεση και ευθύτητα συνέθετε, ελεύθερους ή ομοιοκατάληκτους, εξακολουθεί να δίνει, σ' όλους εμάς τους νέους στιχοπλόκους, ένα παράδειγμα στάσης ζωής, που δεν παλιώνει και δεν φθείρεται.

*Καταδικάστηκε δις εις θάνατον (1949) για τη δράση του στην ΕΠΟΝ. Αρνήθηκε να δηλώσει μετάνοια, ενώ είχε ήδη διαγραφεί από το ΚΚΕ (1946). Παρέμεινε φυλακισμένος για τρία χρόνια (1948-1951) στο Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) Θεσσαλονίκης. Μετά την αποφυλάκισή του, μετείχε σταθερά στην ανανεωτική προσπάθεια του μεταπολεμικού λογοτεχνικού-καλλιτεχνικού πεδίου.