Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

Το ουρλιαχτό της άνοιξης - Γιάννης Αντιόχου

Η ΕΞΗ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Stasis in darkness.
Then the substanceless blue
Pour of tor and distances. […]

Ariel, Sylvia Plath

Τις πιο πολλές φορές                δεν είμαι εγώ
Ή τουλάχιστον νομίζω πως δεν…
Αλήθεια δεν

Τότε είναι που η εξάρτηση εισχωρεί
Αυτή η πανούργα μηχανή που κατακρεουργεί το σώμα
Να κυλήσει αφρισμένο
Ποτάμι δάκρυα στα εξελκωμένα από το άλγος μάτια

Και γίνεται να επιπλέει
Σώμα αναίσθητο σε κολυμπήθρες παγωμένες
Προδίδοντας του νόστου μια ίσαλη γραμμή
Γαληνεύοντας πρόσκαιρα
Ωσότου γίνει στάση η σιωπή
Και αιώνια η ακινησία
Ηχώντας στις καταβόθρες
H φωνή της ποιήτριας συντελική:
Stasis in the darkness…
Stasis in the darkness…
Stasis in the darkness…

Όντας από τη φύση σου ορατικός
Επικαλείσαι το σκοτάδι
Και ψιμυθιώνοντας μια αρχαία προσευχή
Ψάλλεις βουβά:
Dear Darkness
Ξανά και ξανά
Θυσιάζοντας τη ζωή σου
Που μετριέται κρεμασμένη στους κόμπους ενός ροζάριου
Αποδομώντας την ποίηση με προσευχή
Κόμπο κόμπο
Σταλιά σταλιά
Ώστε το ακίνητό σου σώμα γίνεται χείμαρρος και πάλι
Ορμητικός απ’  τις χαράδρες του μυαλού
Παρασύροντας φρενίτιδες και πανδαιμόνια
Ενώ τα σπλάχνα σου στραγγίζουν
Στο αργυρό πινάκιο του φεγγαριού
Ματώνοντάς το

Κι έχει απομείνει για το τέλος μια εισπνοή να ησυχάζει
Και τούτη είναι:
Η μέθεξη της σκόνης
Του οινοπνεύματος
Των ηρεμιστικών
Πραΰνοντας αυτό
Που πάντα ήθελες να ξεφωνήσεις μέσα στο καταμεσήμερο
Αυτό που σου μήνυσαν πως θα ’ναι η νιότη σου
Μια εσταυρωμένη ανάδυση έρωτα
Ένα ξεφωνητό φευγαλέο κι όμως σπαραχτικό
Έναντι του θεού που σε καταδικάζει σε ισόβια ζωή
Να μεγαλώνεις να ωριμάζεις και να φθείρεσαι
Κανιβαλίζοντας τον εαυτό σου
Παρίας του θανάτου

Μα τώρα
Που είσαι καλά
Κοίτα να ξενυχτάς πάνω στις βίγλες της νύχτας
Ξεδιαλέγοντας  τα όνειρα
Κατανοώντας  πως όλα αυτά
Προμηνούν μιαν άνοιξη

Με τ’ αστραφτερά της νύχια
Θα σκίσει το χειμώνα του μυαλού
Αυτή η υγρή δειλή πνιγηρή εποχή
Αυτή η κακουχία για τα ταλαιπωρημένα σου οστά
Που επανέρχεται πάντα
Τέλος Φλεβάρη
Αποξέοντας το περίκλειστο κουκούλι της έξης σου,
Άνοιξη.

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗ Γ.Κ., ΠΟΙΗΤΗ

—«Πες μου απόψε κάτι —τι γλυκειά βραδιά!—
κάτι, να, σα θρύλο, σαν παραμυθάκι».
—Δε βαριέσαι, κοίτα πως το φεγγαράκι
παιγνιδίζει απόψε μέσα στα κλαδιά»—
Μιλτιάδης Μαλακάσης,
Παραμύθι

Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
Έστρωσ’ ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Διονύσιος Σολωμός,
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Β’

Εχτύπα το ζεστό φτερό να λάβει τη μορφή του.
Διονύσιος Σολωμός,
Από το «IL PRIGIONIERO»

Τη νύχτα ανάβουνε λαμπροί πυρσοί φεγγοβολούνε
Είναι το φως η άνοιξη, το σκότος ο χειμώνας
Μέσα σε μαύρα καύκαλα ανθίζουνε λουλούδια
Κι αρώματα αναβλύζουνε απ’ το μεγάλο ζόφο

Εκίνησε ο ποιητής για την αρχαία μούσα
Και την εσυναπάντησε μες σ’ ομιχλώδες νέφος
Λαγνεία τον κατέλαβε το πνεύμα του ακαθάρτου
Και προς τον χρυσοποίκιλτο, τον λαξεμένο θρόνο

Δυο φίδια αργοσύρθηκαν, οφιόδηκτο σημάδι
Τρώγοντας το ένα του αλλουνού το θείο του κεφάλι
Η μούσα κόρη αδύναμη και αναμαλλιασμένη
Με φόβο λιποθύμησε στο θρόνο ακουμπισμένη

Την έγδυσε την έριξε κι έμπηξε το κορμί του
Αναίσθητη ως ήτανε μέτρησε τη ζωή του
Ρίμα και μέτρο και ρυθμό κρεμούσε από το στόμα
Κι ευθύς της ορκιζότανε πίστη εις τον αιώνα

Ξετύλιξε τη γλώσσά του στη παγωμένη σάρκα
Σαν την σαΐτα τσίριξε και χώθηκε στα σπλάχνα
Κι η  μούσα τον εμπόλιασε με τη νεκρή ωδή της
Νήμα κλωστή μεταξωτή κεντούσε το κορμί της

Εφύσηξε ο άνεμος και το πανί εκρούσθη
Ορτσάρει στον πλατύ γιαλό το ιστίο και φουσκώνει
Στων νήσων τις ακρογιαλιές γοργόνες θανατώνει
Ο έρωτάς του θεοτικός δαίμονες ξεκλειδώνει

Εδύνατο κι ανέβαινε απ’ το νερό στις ξέρες
Έτρεχε πάνω σε στεριές σ’ απύθμενες καλντέρες
Στίχους συνθέτοντας στροφές κι απ’ τις στροφές τραγούδια
Άστρα γκρεμίζοντας σειρές ουράνια λουλούδια

Μες στο πυκνό του όνειρο σκοτείνιασε όλη η πλάση
Έκραξε συσκοτίζοντας ο κόρακας τα δάση
Λάμνοντας μες στο σύννεφο τσακίζει το κουφάρι
Πέφτει στη λίμνη τ’ ουρανού ακίνητη που χάσκει

Και καταπίνει όνειρα κι αγέννητες εικόνες
Στην γυάλινη επιφάνεια κόλαση αντανακλάει
Τρίζει η εξώθυρα βαρειά σαν πάνω της χτυπάει
Μαύρη η ψυχή του ποιητή μαρμάρινη σκιρτάει

Μόνο η καρδιά του σκίζεται στα δύο ξεχωρίζει
Σιωπά κοιτάζει μ’ έκπληξη ένα ποτάμι μ’ αίμα
Μαρμαρυγή αναλαμπή του τέλους τα γραμμένα
Ξαπλώνει αυτός στην κλίνη του με νεκρική γαλήνη

Σαν το ανέσπερο παιδί σα φάντασμα η ψυχή του
Ξεντύνεται το σώμα του νεκρώνει το κορμί του
Και σαν Χριστός που κρέμεται απάνω στα καρφιά
Με πόδια κρίνα κόκκινα και χέρια σαν πουλιά

Μοσχοβολάει η κάμαρα από τον αποθαμένο
Δύο κεράκια λιώνουνε κοντά στον σταυρωμένο
Πλανήτης ολοστρόγυλλος ασημοκαπνισμένος
Της μούσας η επιφοίτηση στέφανος πυρωμένος

Τώρα απαγγέλει ό,τι αυτός σ’ ερμάρια είχε κρύψει:
«Μούσα το ποίημα ενέπνευσε να γίνει προσευχή μου
Δόξα να δίνει σε θνητό κι αθάνατο να μένει
Ρυθμό να φτιάχνει η θάλασσα, το κύμα ν’ ανεβαίνει

Και στον αφρό σαν τ’ άλογο να λάμνει το καράβι
Αφού εγώ της εποχής είμαι ένα νόθο τέκνο
Με: «μήνιν άιδε θεά»  ψάλλοντας σε κατέχω
Τρισάθλιος σαν το φάντασμα γυρνώ μες στο σκοτάδι

Και ψηλαφώντας το κορμί για πάντα θα ορίσω
Βαριά την τιμωρία του μες στο κελί θα κλείσω
Τη μία τύψη της ζωής μια έρημη σταγόνα
Δροσοσταλίδα πρωινή πάνω σε ανεμώνα

Που αμέσως εξατμίζεται στ’ αλήθεια δεν υπάρχει
Πες μου, αγάπη μου εσύ, πως μ’ έχεις αγαπήσει
Να γίνει η συγκίνηση ποτάμι να δακρύσω
Νεκρός κι αν είμαι ήμουνα μέχρι να σ’ αναστήσω

Κι αν μου πες ψέματα θαρρείς πως δεν κατανοούσα
Στολίδια είναι της ζωής σαν τα μεγάλα λόγια
Πες μου αγάπη μου εσύ πως μ’ αγαπάς ακόμα
Να σηκωθώ απ’ την κλίνη μου ν’ ανάψω το καντήλι

Να κλέψω πάλι απ’ τη ζωή το δρόσο τη φρεσκάδα
Μέσα στην άνοιξη τρελός να ερωτευτώ τα κάλλη
Το στόμα ολάνοιχτο βαστώ αγέρα καταπίνω
Μες στα μεσάνυχτα αγροικώ τα χείλη σου αγγίζω

Σαν τριαντάφυλλο άλικο μ’ αμέτρητα αγκάθια
Δάκρυα χάντρες του έρωτα στου έαρος τα μάτια
Τα ύστερα τα λόγια μου:
«Ναι, σ’ αγαπώ αγάπη μου στο στόμα σε φιλάω
Το θάνατο τον νίκησα,  μα τη ζωή χρωστάω.

ΤΟ ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ

Χερουβικός εξυφάνθηκε ο μύθος μας
Φιγούρα εκκωφαντικής σιωπής
Η φτηνή αντιγραφή ενός πίνακα του Munch
Κρεμασμένη στον τοίχο αντί εικονίσματος

Κι ήταν εν μέρει το σιωπηλό Ουρλιαχτό  του Νορβηγού
Σκιά που ενέδρευε στο δυσώδες στόμα του Άδη
Περιμένοντας καρτερικά να μας κυλήσει στο κρεβάτι
Αιμορραγώντας από τα μακριά δάχτυλα
Δάκρυα κόκκινα
Στη συμφορά του προσώπου

Δυστυχείς και κατηφείς
Κυριεύοντας ο ένας τον άλλο
Έφτασε μία και μόνη περίπτυξη
Να πάρει ο χρόνος έναυσμα κι αντίστροφα να μετρηθεί
Στη λήθη του έρωτα φλογίζοντας
ακίζοντάς μας

Και συ, στην κλίνη σου ενεός
Με κεριά στο προσκέφαλό σου αναμμένα
Και θυμίαμα, μίγμα λιβανωτό
−σμύρνας, ροδόνερου, βανίλιας

Αυτό το βαρύ μοσχοβόλημα
Που ζάλισε τα περασμένα μας μεσάνυχτα
Ενόσω περιφανείς θυσιάσαμε ως ανταμοιβή
Ο καθένας το δικό του σκοτεινό πεπρωμένο

Και αίσια διάβηκαν μόνον οι ώρες
Μες σε σιωπή και απολαύσεις
Δοκιμάζοντας λογιών λογιών τις πράξεις
Και τις ανώμαλες αγκαλιές μας

Μα έχουν περάσει μήνες
Δύο και τρία χρόνια ακόμη
Που το κορμί του καθενός έχει ρημάξει
Και στίχους έπλεξαν οι μνήμες.

Ο Γιάννης Αντιόχου είναι ποιητής και μεταφραστής. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές : "Aνήλικης Νυκτός Παρίστιον Δέρμα" (Γαβριηλίδης, 2003), "Romeo and Juliet (τρία ποιήματα)" (Δέλεαρ, 2004 -εκτός εμπορίου), "Στη Γλώσσα του" (Γαβριηλίδης, 2005), "Curriculum Vitae" (Μελάνι, 2006).