Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Το Κιο (διήγημα) - Μαρία Μαρκαντωνάτου

Δέ λέω γιά τή μάνα πού πήγαινε κι ἐρχόταν ὅλη μέρα, τρελή ἀπό πόνο πήγαινε κι ἐρχόταν κι ἔψαχνε- τά εἶχε τόσο ὥραῖα ὅλα κανονίσει:ζεστή φωλιά καί μαλακή γιά τά μικρά της, σέ μέρος ἀσφαλές, ἀνάμεσα τζαμιοῦ κι ἐξώφυλλου, κανείς νά μήν τά φτάνει οὔτε νά τά βλέπει, μόνο αὐτή, ἴσα γιά νά μπορεῖ νά δίνει στά τρία ἀμάλλιαγά της κουνούπια, σπόρια κι ὅ,τι ἄλλο, καί νά τά προστατεύει. Τήν ἄκουγαν ἐκεῖνα πού πλησίαζε, «κιόοο…» ἀνοίγανε τά στόματα κι ἁρπάζαν τήν τροφή τους.

Τό σπιτάκι στή θάλασσα ὅλο τό χρόνο ἦταν ἔρημο, πηγαίναμε Ἰούλιο- Αὔγουστο. Τό καθαρίσαμε κι ἐφέτος ὅπως πάντα, ἀνοίξαμε τά παράθυρα διάπλατα, τό δυτικό ἔλαχε σέ μένα νά τό ἀνοίξω, σχεδόν μηχανικά, μέ ὁρμή, νά γκρεμίσω δηλαδή στό ἅψε- σβῆσε μιάν ἑστία, φτιαγμένη μέ κόπο ἀτέλειωτο, γιά νά στεγάσει τά μικρά πού, τώρα, στό ἔδαφος πεσμένα, ἐκπέμπουν SOS σπαραχτικό, πρόσκληση στό μεγάλο γάτο δηλαδή, πού μόλις τά πῆρε εἴδηση- μυστήριο- νύχιασε στό πί καί φί τά δύο, τελεσίδικα, κι ὅρμησε νά μοῦ ἁρπάξει καί τό τρίτο, ἀλλά εὐτυχῶς, τό πρόλαβα. Καί τώρα; Τί κάνουν τώρα τόν κακάσχημο νεοσσό, αὐτό τό κρεατάκι, πού εἶχε ὅμως μάτια καί μέ κοίταζε, φωνή καί στόμα κι ἤτανε ζεστό, ἔτσι, πού ἀνατρίχιαζε τή χούφτα μου, σάν νά κρατοῦσε τήν ἀνάσα ὅλου τοῦ κόσμου; Γιατί τά δυό πού σκότωσε ὁ γάτος τά λυπήθηκα, δέ λέω, ἀλλά στό κάτω- κάτω, σκέφτηκα «ἔτσι τό θέλει ἡ φύση», τοῦτο ὅμως βρέθηκε στά χέρια μου, ἔνιωθα τό χτύπο τῆς καρδιᾶς του, μέ κάρφωναν τά στρογγυλά του μάτια, «Κιόοο…» ἄνοιγε τό τεράστιο, γιά τό σῶμα στόμα του, «κιόοο…»

Βρῆκα ἕνα κουβαδάκι πλαστικό, ἔβαλα μέσα μπόλικο μπαμπάκι, τό σπαργάνωσα. Κρέμασα τήν καινούργια του φωλιά στό δωμάτιο, ψηλά σ’ ἕνα καρφί, κι ἀνάσανα. Βγῆκα να χαλαρώσω. Πάνω στίς λεῦκες πού μᾶς ἥσκιωναν εἴχανε στήσει τά πουλιά δικό τους σύμπαν. Κυριαρχοῦσαν τά σπουργίτια. Περισσότερα ἀπό φύλλα. «Νά ‘χει τήν τύχη σας» εὐχήθηκα. Ἡ μάνα του πήγαινε κι ἐρχόταν τοῦ θανάτου, «νά τη» μοῦ τη δείξανε, δυό μέρες ἔσκουζε γυρεύοντας, δέν τήν ξανάδαμε. Ξαναμπῆκα στό δωμάτιο, ξεκρέμασα τό κουβαδάκι, κοίταξα: εῖχε κουκουβίσει στό μπαμπάκι, μιά κουτσουλίτσα στάμπαρε τά σπάργανα, ἀσπρόμαυρη ἀπό το φαΐ πού τοῦ ‘χε δώσει ἡ γνοιαστικιά του, δύο ὧρες πρίν τό χαλασμό. Κι ἐγώ τί θά τοῦ δώσω; Τι τρῶνε τά σπουργίτια; ψίχουλα, νερό, τί κάνω τόση ὥρα; Ἡ δοκιμή μέ ἀνακούφισε. Μόλις πλησίαζε τό χέρι μου, ἄνοιγε τό στόμα του – χοάνη καί κατάπινε,ἕνα-δύο-τρία ψίχουλα, μιά σταγόνα νερό καί ἄντε πάλι.Ὅταν χόρταινε, σφράγιζε τό ράμφος του- δέν τ’ ἄνοιγε μέ τίποτα. Ὅταν πεινοῦσε, ὅποιαν ὥρα:» κιόοο…»Γρήγορα ἀποκαταστήσαμε ἕναν κώδικα ἐπικοινωνίας, τά πήγαμε περίφημα.Σέ εἴκοσι μέρες εἶχε μεταμορφωθεῖ, τέλειο τό χνούδι στήν κοιλιά του, ἄστραφταν τά μικρά φτερά του γκρίζα, ἡ οὐρίτσα του στητή σάν φλάμπουρο. Το ‘δειχνα σ’ ὅλους «δέστε το», σέ λίγο ἡ γειτονιά ρωτοῦσε γιά τήν τύχη του, κάποιοι μέ κοίταζαν καχύποπτα «πάει αὐτή».

Μιά νύχτα, μέ ξύπνησε ἕνα «κιόοοο…», σήκωσα λίγο τό κεφάλι μου καί νά το… στό μαξιλάρι μου… μέ κοίταζε. Εἶχε ὁρμήσει τό φεγγάρι στόν καθρέφτη ἀπό τό ἀνοικτό παράθυρο, κι ὁ τόπος ὅλος ἔλαμπε, ἐγώ μ’ ἕνα πουλί στό χέρι- ἄγρια μεσάνυχτα «πάει» θά ποῦν, «τρελάθηκε»-« Μωρό μου, τά κατάφερες» τόβαλα πάλι στό σπιτάκι του καί ξάπλωσα. Ὁ ὕπνος μου γέμισε πουλιά- ὅλα τά χρώματα, πετοῦσαν, μπαίνανε στό σπίτι, τό φεγγάρι ἕνα τεράστιο πουλί- φωσφόριζε, ἅρπαξε ξαφνικά φωτιά καί κάηκε, πέφταν οἱ στάχτες πάνω μου- τίς τίναζα, ξύπνησα τρομαγμένη.

Τό πρωΐ «κιόοοο…», πῆρα τό πετούμενο στό χέρι καί τό τάϊζα. Ὅπως τό χάϊδευα, ἔπιασα στό λαιμό του ἕνα σβῶλο, σάν ρεβύθι, κοίταξα καλύτερα- κιτρίνιζε, «στόν οἰσοφάγο» μοῦ εἶπε ὁ φίλος εἰδικός πού τοῦ τόν ἔδειξα «ἴσως ἀπό τό ψωμί».Ἕνα ρίγος: «Καί τώρα;» «Θά τοῦ τόν ἀφαιρέσω- μήν τό πνίξει».

Τό φρόντισε. Τό Κιό μου εἶχε τώρα στό λαιμό του ἕνα μικρό ἐπίδεσμο. «Τί λές;» τόν κοίταξα, «Αὔριο θά δοῦμε, μή τό ταΐσεις σήμερα».

Ὅλο ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα καί ὥς τίς δώδεκα τή νύχτα πού ξαπλώσαμε, δέν ἔβαλε γλώσσα μέσα του «κιόοοο…», «κιόοοο…». «Ἄκου το» μοῦ λέγανε «αὔριο θά ‘ναι μιά χαρά». Ξύπνησα τό πρωΐ ἀργά, ἐννιά προχωρημένες, ξεκρέμασα ἀμέσως τό κλουβί, ἐπάνω στό μπαμπάκι ἕνα κουρέλι γκρίζο. Δέν τό ‘χα ξαναδεῖ σ’ αὐτή τή στάση, πάντα ὄρθιο στά δυό του ποδαράκια, ἔτσι κι ὅταν κοιμόταν, κι ὅταν τραγουδοῦσε, κι ὅταν ἔτρωγε. Μπάταρε τό καλό μου κι ἔσβησε, δίχως φωνή, δίχως ἕνα παράπονο.

«Κιόοοο…»ἄκουγα ὅλη μέρα, μά καί τίς ἄλλες μέρες «κιόοοο…» καί πάντα ἕνα «κιόοο…»,μπερδεύεται μέ τῶν πουλιῶν τῶν ἄλλων, μέ τό σφυγμό μου, τό βογγητό τοῦ κόσμου «κιόοο…».

Η Μαρία Μαρκαντωνάτου είναι ποιήτρια. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές : "Τετραφωνία" (Πιτσιλός, 1989), "Ένα κάτι σμαραγδί" (Ομπρέλα, 1991), "Από πτερόν φτερό" (Νέα Ελληνικά, 1994), "Φωνές χρωμάτων" (Ανατολικός, 1999), "Σκάλα μυστική" (Ανατολικός, 2004), "Στη χλόη βαθιά" (Ανατολικός, 2009).