Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

"Το αγόρι με τα μαγικά δάχτυλα" της Ειρήνης Σουργιαδάκη

Το αγόρι με τα μαγικά δάχτυλα, Διήγημα, Ειρήνη Σουργιαδάκη, Ελληνοεκδοτική, 2010

Η Ειρήνη Σουργιαδάκη γεννήθηκε στην Ιεράπετρα το 1981 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έκανε μεταπτυχιακές σπου-δές στον τομέα Πολιτιστική Πολιτική, Διοίκηση και Επικοινωνία. Στον χώρο του πο-λιτισμού έχει επιδείξει πολυδιάστατη δραστηριότητα.
Ασχολήθηκε με τη συγγραφή διηγημάτων και ποίησης, τα οποία έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί, σε λογοτεχνικά περιοδικά ηλεκτρονικά και έντυπα (Ποιείν, e-poema, Πλανόδιον, Τα τετράδια του Ελπήνορα) ανθολογίες (αλμανακ Ποιείν)… αλλά και με άλλα σύνθετα events πολιτισμού, όπως ήταν η έκθεση "Recording Actions" το 2011στο χώρο του Τhe Art Foundation στην Αθήνα, στην οποία συμμετείχε με το ποιητικό της έργο Αντίο.

Έχει επίσης συνεργαστεί με ομάδες χορού τόσο ως χορεύτρια όσο και με ένθετα θεα-τρικά κείμενά της σε παραστάσεις. Τον τελευταίο χρόνο συνεργάζεται με τη θεατρική ομάδα bijoux de Kant -των Γιάννη Σκουρλέτη και Κώστα Δαλακούρα- η οποία έχει ήδη ανεβάσει δύο performance σε δικά της κείμενα: “Spiritus”(Τaf, Ίδρυμα Κακο-γιάννη) και “Ex Libris” (Ίδρυμα Λοβέρδου). Μαζί με την Αθανασία Κρατημένου, διατηρούν το ιστολόγιο "Poetry in Motion". Το Δεκέμβριο του 2011 πήρε μέρος στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών που διοργά-νωσε το ΕΚΕΒΙ στο Ίδρυμα Κακογιάννη.

Στο χώρο των εκδόσεων εμφανίστηκε το 2010 με το βιβλίο «Το αγόρι με τα μαγικά δάχτυλα». Πρόκειται για μια ιστορία βασισμένη σ’ έναν παραδοσιακό νορβηγικό μύ-θο, ιδέα της ομάδας κουκλοθεάτρου Αντάμα-πανταχού η οποία το χρησιμοποίησε για την ομώνυμη παράσταση.

Απ’ όσα έργα της, έχω μέχρι στιγμής, διαβάσει, η ποιητική της φωνή είναι κυρίαρχη. Είτε με τον παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο στο παραμύθι του βιβλίου, είτε με το πεζολογικό ύφος των ποιητικών μικρο-κειμένων που ανεβάζει στο blog της, και φυσικά στα αυτούσια ποιήματά της, ο κόσμος της, είναι ένα σύμπαν παράλληλο, ο-νειρικό, πολύχρωμο ή ασπρόμαυρο κατά περίσταση, γεμάτο σύμβολα και εικόνες, που γεννούν συναισθήματα και ωθούν σε στοχασμό.

Άλλοτε περιγραφικός, άλλοτε υπαινικτικός, κάποιες φορές παραληρηματικός, ο λό-γος της είναι αυθόρμητος, καθαρός, λιτός, απαλλαγμένος από περίτεχνες και πομπώ-δεις εκφράσεις. Θα λέγαμε καθημερινός. Τα συναισθήματα αποκαλύπτονται σε όλο τους το βάθος και την ένταση ώστε να μαγνητίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον υποβάλλουν στην ατμόσφαιρα της αφήγησης, όσο σύντομη κι αν είναι.

Η δημιουργία ατμόσφαιρας, σκηνικού δηλαδή, είναι και το μεγάλο προτέρημα αυτών των ποιητικών κειμένων. Κάτι μεταξύ φιλμ νουάρ και ψυχολογικού θρίλερ, όπου το υποκείμενο κινείται σ’ έναν κόσμο ονειρικό, παράξενο, ερωτικό, αμφίσημο και σκληρό. Έναν κόσμο γεμάτο απουσίες και μοναξιά, όπου η αναζήτηση του Άλλου αποτελεί σχεδόν υπαρξιακή εμμονή. Ο άλλος, εραστής, σύντροφος, φίλος, συνοδοι-πόρος. Αυτός που λείπει. Ίσως και ο χαμένος εαυτός.

«Έφαγα όλες μου τις τύψεις και έμεινα μισή. Έξω απ' το πρωί βρέχει αίμα. Αστράφτουν οι ιδέες και χάνονται, πότε θα έρθεις; Στερεύει ο κόσμος.»

«Κανείς δεν είναι τόσο μόνος, όσο εκείνος που περιμένει»

Συχνά τη θεματολογία της αγγίζουν, ο πόνος κι ο θάνατος. Η κόλαση, το αίμα, οι νεκροί… λέξεις που δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει στην κυριολεξία τους προκειμένου να εντείνει τις αισθήσεις, ή μεταφορικά για να αποδώσει με εικόνες παράδοξες την ασφυξία της πραγματικότητας, Η αρχέγονη υπαρξιακή αγωνία, μετασχηματίζεται σε καθημερινή φρίκη, όπου ο άνθρωπος πεθαίνει λίγο - λίγο ματαιωμένος από τη ζωή και τα πράγματα. Από την ευτέλεια και τα αγοραία ήθη των ημερών… τους στόχους που δεν κατέκτησε… από την αγάπη που δεν βρίσκει...

«Η ιστορία μου θα ξεκινήσει μια μέρα που μια φωνή από παλιά, πολύ βαθιά θαμμένη θα αρχίζει να σαλεύει μέσα στο κεφάλι μου. Ο πόνος. Και τότε θα βρεθούμε.»
ή
«Είμαι μια πέτρα σκληρή, μια μικρή θρυμματισμένη πέτρα και μέσα μου κουβαλάω το αίμα απ’ τις χιλιάδες πληγές αυτού του κόσμου. Όλες δικές μου. Από σένα με χαμόγελο.»

Στα κείμενα της Ειρήνης, ο έρωτας είναι ο κυρίαρχος απών, ο μόνιμα ζητούμενος, ως εξορκιστής του καθημερινού θανάτου και του μεγάλου φόβου. Δεν τον υπαινίσσεται τον ονομάζει, τον αναζητά ως ζωτική ανάγκη ύπαρξης:

«Έχω ένα φόβο υπομονετικό, ενοχλητικό που όλο μου ψιθυρίζει, μου λέει, εσύ, που κάνεις πως δεν ακούς, που κάνεις πως δε βλέπεις, που κάνεις πως δε συνειδητοποιείς. Δες! Την ανάγκη του ανθρώπου για φόβο. Την ανάγκη του ανθρώπου για άνθρωπο. Την ανάγκη του ανθρώπου για ανάγκη. Την ανάγκη του ανθρώπου για θάνατο. Για ζωή. Την ανάγκη αυτού εδώ, αυτού-εδώ- του-πολύ-συγκεκριμένου-ανθρώπου, την ανάγκη του για έρωτα.»


…τον αναζητά ως ελευθερωτή από τα δεσμά της συμβατικότητας, το διπλό άλμα που θα οδηγήσει στην ελευθερία…

«Όταν κοιμάμαι βλέπω καλύτερα. Κάποτε είχα ονειρευτεί να ζήσω μαζί σου, ήμασταν λέει αόρατοι, είχαμε στους καρπούς και τους αστραγάλους μας κάτι ξεφτισμένα κομμάτια σπάγκου -σημάδι πως τα είχαμε καταφέρει μια χαρά, είχαμε δραπετεύσει.»

…τον εμπιστεύεται τυφλά, και ταυτόχρονα τον τοποθετεί στην ιδανική της ουτοπία:
«…Τώρα ζούσαμε ευτυχισμένοι κάτω από έναν ήλιο όχι μεγαλύτερο από ένα αυγό ή στην καρδιά μιας παπαρούνας… εξάλλου εσύ πάντα ξέρεις κα-λύτερα… Νομίζω πως πριν γεννηθώ ακόμα είχα ονειρευτεί να σε συναντή-σω… Έτσι καταφέρνουμε να ζούμε για πάντα εμείς οι δύο, τόσο ευτυχισμέ-νοι που δεν ανοίξαμε ποτέ τα μάτια μας να κοιταχτούμε. Τόσο ασφαλείς.»


τον κοιτά με αισιοδοξία, αλλά μακριά από τα κλισέ των happy endings.
«…ένα κοχύλι θα στάζει αίμα ασταμάτητα θα τα βάψει όλα ροζ ή άσπρα, μετά εκείνη θα ξαναγυρίσει θα του πει σ' αγαπώ το αίμα θα στερέψει όλες οι πληγές θα κλείσουν. σύντομα όλα θα φτιάξουν.»

«…και στο τέλος, ο ένας να φεύγει κι ο άλλος να πρέπει να αναστηθεί. αλλά να πεθαίνει, αφού, όσο κι αν προσπαθήσω για ένα happy end, έτσι θα γίνε-ται πάντα».

Σ’ αυτό το παιχνίδι αυτογνωσίας, η θλίψη, ο θυμός, ο φόβος, η αγάπη και το μίσος, αποτελούν προσπάθειες του ανθρώπου να κατανοήσει τον εαυτό του μέσα από τον άλλο, τον κόσμο μέσα από το όνειρο, ακόμα και τον εφιάλτη.

Η ποίησή της όμως, δεν αναλώνεται μόνο στην προβολή προσωπικών συναισθημάτων ή υπαρξιακών αναζητήσεων. Μέσα στα κείμενά της, άμεσα ή έμμεσα, σχολιάζει τον σύγχρονο τρόπο ζωής με τα κατεστημένα και τα κακώς κείμενα. Μιλά εκ μέρους της γενιάς της… μια γενιά, που δεν ευτύχησε να εμπιστευθεί ένα συλλογικό όραμα, αλλά με πείσμα εξακολουθεί να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο. Μιλά για τους ανθρώπους, άλλοτε με τρυφερότητα και χιούμορ, κι άλλοτε σαρκάζοντας με κυνισμό.

Ο τρόπος, πότε περιγραφικός…

«Το πρωί σταματάνε στα φανάρια, χαμογελούν, ψιθυρίζουν, πηγαίνουν στο περίπτερο, αγοράζουν ασπιρίνες, τις καταπίνουν με μανία, πιάνουν δουλειά, χαιρετάνε, φιλιούνται σταυρωτά, καμιά φορά υποκρίνονται. Τα μάτια τους βγάζουν φωτιές, τα στόματά τους χολή, ύστερα από λίγο οι φωτιές σταμα-τούν. Τα μάτια τους άδεια, κάτασπρα, κατάμαυρα, τα μάτια τους δεν υπάρ-χουν, δυο τρύπες, μέσα τους το χάος, οι άνθρωποι, η πόλη. Τίποτα.»


πότε μεταφορικός …
«Μεθυσμένα τηλεχειριστήρια
αναποδογυρίζουν
τους ανθρώπους.
Σκοντάφτει
ο ένας πάνω
στον τάφο του άλλου
και σκοτώνεται.
Βλέπεις,
υπάρχουν
και πιο απλοί τρόποι
για να περάσεις στην αιωνιότητα
Far away from Hollywood»…

κι πότε αφοριστικός με τη δύναμη του αποφθέγματος…

«Μείνετε μέσα στα μνήματα, μόνο εκεί είστε ασφαλείς»

«Να θυμηθώ πριν πεθάνω να καταναλώσω ό,τι απέμεινε»

Δεν ξέρω αν έχει να κάνει η στενή σχέση της με το χορό, διαπιστώνουμε όμως, ότι στον παράλληλο κόσμο της γραφής της, τα πάντα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Ο χώρος, ο χρόνος, κυρίως ο εαυτός. Ο κάθε εαυτός. Όλα μετασχηματίζονται, αναιρού-νται κι αναπροσδιορίζονται. Η δυναμική αυτή δεν αφήνει περιθώρια για εφησυχασμό.

«Σκέφτομαι πως δε σκέφτομαι κι επανέρχομαι στη θέση μου. Κι ύστερα προσποιούμαι πως δεν προσποιούμαι πια. Τότε είναι που βγαίνω απ’ την πόρτα και χάνομαι, δε με βρίσκω πουθενά. Οι γνωστοί δρόμοι αλλάζουν ό-νομα, όψη και πορεία, το πρωί μεσημέρι βράδυ μεσημέρι βράδυ και μετά πρωί, όλα στο μίξερ…»

Το νερό, είναι ένα από τα ισχυρά σύμβολα που χρησιμοποιεί για να δηλώσει αυτή τη ακατάπαυστη ροή (πραγμάτων αλλά και συναισθημάτων).

«Έμεινα κάτω απ’ τον ήλιο μέχρι να λιώσω, έγινα νερό και ταξίδεψα στ’ άδυτα της ασφάλτου»

ή
«Ας μην είχα ποτέ ένα ποτέ, ξανά να με καταδιώκει, είπε. Τελικά υπήρχε κάτι που του διέφευγε κι όλο έφευγε και ταξίδευε στο νερό, κι ήμουν ελεύ-θερη, ένα κάτι χωρίς προορισμό…»

Από την ποίηση βέβαια, σχεδόν ποτέ, δεν λείπει το παράδοξο ή το θαύμα. Είναι η μυστική συνομιλία του ποιητή με το ασυνείδητο… η διαισθητική γνώση, που, όπως αποφαίνεται η ποιήτρια, μόνο οι τρελοί αυτού του κόσμου διακονεύουν.

«Τα πρωινά
κυκλοφορούσε στο νησί
ένας τρελός
με μια μεγάλη
πολύχρωμη ομπρέλα.
Ώσπου μια νύχτα
έβρεξε.
Τόσοι ανομολόγητοι τρόποι
για να προσευχηθεί κανείς.»

Η Ειρήνη Σουργιαδάκη μοιάζει να εμπιστεύεται τις λέξεις, καθώς… «όλα τα μάτια είναι από λόγια φτιαγμένα, κοιτάνε κατευθείαν στα σωθικά ή στ’ αστέρια.»

Στο εν λόγω βιβλίο έχουμε μια διαφορετική πλευρά της ποιήτριας. Μιλάμε για το όνειρο, στην πιο αγνή εκδοχή του. Το γοητευτικό παραμύθι της Ειρήνης, «Το αγόρι με τα μαγικά δάχτυλα», που όπως γράφει και στο εξώφυλλο, είναι μια ιστορία για τη μαγεία της μουσικής και τη δύναμη της θέλησης.

Ένας μύθος που απευθύνεται σε παιδιά, γραμμένος σε παραδοσιακό δεκαπεντασύλ-λαβο με ομοιοκαταληξία, που τον χειρίζεται με μαεστρία.

«Κάποτε κάποιος μου ‘χε πει μία παλιά ιστορία
που σας την λέω τώρα δα με το ένα δύο τρία
την ιστορία για τον Στρατή που το βιολί αγαπούσε
και που χωρίς τη μουσική ούτε στιγμή δε ζούσε
Τον είχε όμως η ζωή τόσο πολύ αδικήσει
που σ’ ένα μύλο ολημερίς δούλευε για να ζήσει
μαζί με ένα μυλωνά, που ‘χε αλλεργία στη δουλειά
και το μικρό το γιο του, πιστό αντίγραφό του
Και επειδή φαντάζομαι πως κάτι σας θυμίζει,
την ιστορία θα σας πω να δούμε ποιος κερδίζει»

Ένα κείμενο ζωντανό, έξυπνο, τρυφερό, χαριτωμένο, με ισχυρές δόσεις χιούμορ, που φαντάζομαι, στο κουκλοθέατρο, να καθηλώνει τους λιλιπούτειους θεατές.

Στην έκδοση που κρατώ στα χέρια μου, την πολύ ωραία εικονογράφηση με σκίτσα και τέμπερες σε ασπρόμαυρη εκδοχή, έχει κάνει ο Γιώργος Τσόπανος.

Η ιστορία, όπως κάθε παραμύθι που σέβεται τον εαυτό του, τελειώνει αισιόδοξα και με προοπτική:

Κατάκοποι και κάθιδροι απ’ τον πολύ χορό
να σταματήσουν δεν μπορούν το νέο μουσικό
να πάρει επιτέλους το δρόμο που του αξίζει
Ποιος έχει το δικαίωμα τον άλλον να εμποδίζει
ν’ ακολουθήσει τα’ όνειρο και την επιλογή του;

Ας κλείσουμε λοιπόν την παρουσίαση, εδώ, με το φως στην όμορφη όψη της ζωής, την ανυποψίαστη… εκεί, όπου όλοι ζούμε καλύτερα.

Στέλλα Γεωργιάδου