Top menu

Τομάς Κοέν (Χιλή): Από το ένα άκρο στο άλλο

cohen

Μεταφράζει η Άτη Σολέρτη

Ο Τομάς Κοέν (Tomás Cohen,  Πεγιούουε - Χιλή 1984) είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει σπουδάσει Μουσικολογία και Καλές Τέχνες στο Ποντιφικό Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής και Ιστορία της Τέχνης στο New York University. Το 2003 πήρε υποτροφία από το Ίδρυμα Πάμπλο Νερούδα. Αφού έζησε για δυο χρόνια στο Νεπάλ, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου μέχρι και σήμερα πραγματοποιεί σπουδές σχετικές με τον πολιτισμό του Θιβέτ και τη σανσκριτική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει συμμετάσχει σε αρκετά φεστιβάλ ποίησης στην Αμερική αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Είναι ένας από τους εκδότες του περιοδικού Asymptote (www.asymptotejournal.com). Ως μέλος της ομάδας Found in Translation, οργανώνει στο Αμβούργο κάθε χρόνο το “Hafen Lesung”, ένα διεθνές φεστιβάλ σύγχρονης λογοτεχνίας σε διάφορες γλώσσες. Διατηρεί τη σελίδα: www.tomascohen.com

Το ποίημα που παρουσιάζεται εδώ, ενώνει την αρχή και το τέλος, αποτελώντας τον επίλογο του βιβλίου του Redoble del ronroneo (Τυμπανοκρουσία του γουργουρίσματος), που εκδόθηκε το 2016 από τον εκδοτικό οίκο Buenos Aires Poetry στην Αργεντινή.

Η γραφή του Τομάς Κοέν μοιάζει να ξέρει να αφουγκράζεται τα άκρα. Κάθε λεπτή γραμμή που απομακρύνει και συνδέει τα αντίθετα που ισορροπούν πάνω στην απέραντη γέφυρα του σύμπαντος. Με βλέμμα που ξέρει πού να στραφεί για να αποκωδικοποιήσει κάθε ανθρώπινη αφετηρία και τέλος, ψηλαφεί την ανθρώπινη φύση κι αποτυπώνει τα σημάδια μιας κοινής καταγωγής σαν να τελετουργεί συνομιλώντας με τον Θεό της αναγέννησης. Με ευαισθησία, λογική και διαίσθηση ωθεί και το δικό μας βλέμμα στο βἀθος κάθε κυκλικής μνήμης, μες στο γαλάζιο του ορίζοντα που μας χωρίζει και μας ενώνει, με στόχο να μας απελευθερώσει. Να φανερώσει ένα νέο κόσμο που υψώνεται τριγύρω, αφού όμως πρώτα απορρίψουμε κάθε συνάντηση με τον προηγούμενο εαυτό μας.

*

ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΑ ΑΚΡΟ ΣΤΟ ΑΛΛΟ (ΦΙΝΑΛΕ)

Ας μη φοβόμαστε: έτσι είναι ο θάνατος
Σέσαρ Βαγιέχο

Στο βάθος υπάρχει πάντα άμμος
και νέα φεγγάρια μαύρα μες στα νύχια.
Στο τέλος οι τσέπες μου αναποδογυρίζουν.
Αφού τα όρη μετακινούνται από κουβέρτες.

Είναι πολύ αργά
ή πολύ νωρίς; Μιλώ σ’ εκείνη
μέχρι ν’ ακούσεις.
                 Ποιος είναι εκεί; Πέρασε,
κάθισε, η θάλασσα δεν είναι γαλάζια
αν ο ουρανός δεν την κοιτάζει.

Κοίτα τι φέρνω μες στις τσέπες μου:
όστρακα με βίδες, κατεστραμμένες
ενστάσεις κι αναλαμπές ηρεμίας                                      
και στο βάθος υπάρχει πάντα άμμος.

Μπες, έξω, στο κουτί του καθαρτηρίου         
που γλείφει το χνούδι απ’ τις τσέπες μου,
καθώς μεταφέρεται εκεί όπου
άχρηστοι μετασχηματιστές και εξωτερικές μνήμες
γίνονται σκουλήκια ανάμεσα στα καλώδια
από την παραδοχή στην αποκήρυξη,
όπου οι στεγνές μνήμες
ξεδιπλώνονται και διπλασιάζονται και διακλαδώνονται.

Εδώ βυθίστηκε ο προγενέστερος κόσμος.
Μένει η κοιλότητα
που δυο εραστές σχημάτισαν σε μια παραλία
που χωρίς να θέλει
θα χορτάσει από ουρανό
και θα γίνει μια άδεια λακκούβα, μια μπουκιά
από μουτζούρα και αφρό—
     Όμως καλύτερα
     όχι. Δεν θα πάρω.

Εσύ! Που φωτίζεις σκαλί σκαλί την έκπληξη της σκοτεινιάς μου,
εσύ που στη στάχτη είσαι η πνοή που με κρατά,
έλα στο άκρο που βυθίζεται,
απελευθερώνοντάς με στο όνομά σου,
με το όνομά μου στα χέρια σου
για  δάχτυλα. Με κοιτάζεις,
με μάτια καμωμένα από σημειώσεις—
          Αλλά φτάνει. Φτάνει, πια
          φεύγω.

Ψηλάφισε τις παύσεις μου, τους καρπούς σου· το μολύβι
που έχει εξαφανιστεί πίσω απ’ τ’ αυτί.
Ο σβόλος που ενσωμάτωνε με πόνο στην περίμετρό του        
θραύσμα το θραύσμα έναν μετεωρίτη…
ο χτύπος μου. Βρίσκεσαι εδώ, απακανθιζόμενος
ή αρωγός στη γέννα, μέσα στo σύννεφο σκόνης κάθε μου κατεδάφισης,
δίπλα σε ερείπια που μοιάζουν παιδιά
μέσα σε εφήβους χωρίς την παρουσία ενήλικα ακόμα—
          Έλεος, πια! Κόφτε το!
          Στη σβάρνα της σκιάς μου
          δεν χαρίζομαι άλλο.
                                          
Βγες μαζί μου απ’ την κοιλάδα της αναποφασιστικότητας
κι απ’ τη μιζέρια της ζέστης και του κρύου·
τις πτυχές της φασματικής περιόδου
στην οποία μασάω τα καύκαλά μου
και ρουφάω απ’ τις πληγές μου·
λουτρά με γράμματα από σαπούνι πάνω στην αντανάκλαση.
Μπανιέρα ατέλειωτη της στενής ζωής μου,
μέσα από σένα έπλευσαν δυο μακρινά κούτσουρα
μόνο για να συγκρουστούν και να απομακρυνθούν ξανά—
          Χωρίς σάλια, ας τελειώσουμε,
          αν τελειώναμε
          κάθε φορά.

Γρήγορα, πολύ αργά, γύρνα με
σαν χάρτινη σελίδα ως το άγνωστο
κι έλα μαζί μου κάτω απ’ το κάλυμμα που κλείνει,
πιασμένοι χέρι χέρι σαν σελίδες
εκεί όπου η λέξη φωτιά δεν καίει.
Ήσυχοι, ας παίξουμε τον σπόρο
μέχρι ένα ουρλιαχτό να μας χωρίσει
όπως τη θάλασσα της Eξόδου—
Αλλά, υπάρχει κάτι ακόμα!
Δώσε… άλλο λίγο,
ένα επεισόδιο παραπάνω.    

Δεν είναι πολύ αργά; Όχι,            
πια είναι πολύ νωρίς.
Μένει η κοιλότητα
που δυο εραστές σχημάτισαν στην παραλία
και η πλημμυρίδα πλησιάζει,
βυθίζει τον προγενέστερο κόσμο:
      ριπή, γουλιά από
      μαστίγιο, λαιμός
      πίσω, ζενίθ στο
      ναδίρ.
              Μαστιγώνει τον
  μηρό του πλανήτη, ο πλανήτης
              αναποδογυρίζει ξανά. Η βαρύτητα
              επιστρέφει
και η ακτίνα της ματιάς διαλύεται πιο πέρα.

Η θάλασσα χωρισμένη στη θέα του ραβδιού                
ουρλιάζει κλείνοντας το κόκκινο επεισόδιό της.
Η χρυσή ράχη καταπνίγει την Έξοδο·
οι πνιγμένοι δεν μιλούν για θησαυρούς.                    
Στο βάθος
μένει αυτή η κοιλότητα που πλημμυρίζει.
Πρόσφατα σχηματισμένα όρη, κουβέρτες από άμμο
καλύπτουν αυτή τη λακκούβα, που παραμένει γαλάζια
εκεί όπου ο ουρανός ναι τελειώνει, σε φανερώνει—
       Ποιος είναι εκεί; Ο κόσμος,             
 τριγύρω.