Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Τι μπορεί να σημαίνει η λογοτεχνία σήμερα;

του Δάνη Κουμασίδη

Για να μιλήσει κανείς για το τι είναι και τι μπορεί να σημαίνει η λογοτεχνία σήμερα, μπορεί να ακολουθήσει δύο δρόμους: να μιλήσει με όρους θεωρίας της λογοτεχνίας, δηλαδή με έναν στενά «επιστημονικό» τρόπο, ή να μιλήσει αμιγώς λογοτεχνικά. Επομένως ή θα μιλήσει για την οργανωμένη βία που ασκείται στη συμβατική γλώσσα (φορμαλιστική καταβολή) ή θα ασκήσει ακριβώς αυτή τη βία. Θα επιχειρήσω να κινηθώ στο μεταίχμιο, στο μέσον αυτών των δύο δρόμων. Και αυτό διότι η λογοτεχνία αποτελεί πάνω από όλα μια ετερογλωσσία (λέξη που αναφέρεται και σε στίχο του Γιώργου Αλισάνογλου). Να ξεκαθαρίσω επίσης ότι λέγοντας λογοτεχνία θα αναφερθώ στο σύνολο που συγκροτούν πεζογραφία και ποίηση – σε αντίθεση με τους άλλους συνομιλούντες που επικεντρώνονται στην ποίηση- καθότι θεωρώ πως διαθέτουν πολλές κοινές λειτουργίες και οι διαφορές τους μοιάζουν δευτερεύουσες.

Η λογοτεχνία λοιπόν αποτελεί μια παρέκκλιση από την κανονικότητα, ή αλλιώς μια φαντασιακή, συνεκδοχική απεικόνισή της. Παραπέμπω στο γνωστό αφορισμό του Ντανίλο Κις περί της τέχνης ως το αντίθετο της ζωής, καθότι «ένας νορμάλ άνθρωπος δε γράφει βιβλία». Βρίσκεστε ενώπιον τριών μη νορμάλ ανθρώπων, ενώ και αρκετοί από εσάς το ακροατήριο ανήκετε σε αυτή την κατηγορία. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει η λογοτεχνία σήμερα;

Ο Gérard Mordillat, σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό Contre Temps, ορίζει τη λογοτεχνία ως τον «τελευταίο χώρο/τόπο ελευθερίας» (αποδίδω το espace και ως χώρο και ως τόπο). Ελευθερία λοιπόν! Φυσικά αυτός ο ορισμός έρχεται από μακριά, μεταξύ άλλων από έναν έντονο Sartre του ‘Τι είναι λογοτεχνία΄ και από τους σουρεαλιστές αλλά πιστεύω ότι αρκεί για να προσφέρει ένα περίγραμμα: η λογοτεχνία ως ελευθερία είναι μια άλλη συνθήκη, ένα ενδεχομένως άλλως έχειν – παρότι ο Αριστοτέλης το αναφέρει για την πολιτική νομίζω πως ταιριάζει εξαιρετικά και για το λογοτεχνικό συμβάν. Συμβαίνει λοιπόν μια μεταφορά του νοήματος, μια μεταφορά των αισθήσεων σε λέξεις. Τι εξαίσιο αφροδισιακό οι λέξεις! Ένα μαγικό παιχνίδι. Μεταξύ γραφής, αφήγησης και ανάγνωσης συγκροτείται ένα νέο, ιδιότυπο και γοητευτικό ‘αρχείο’.

Το ‘γήπεδο’ αυτού του παιχνιδιού έχει ήδη σκιαγραφηθεί, σαν σκίτσο. Είναι τα όρια και η περίπλεξη μνήμης και επινόησης. Ποιοί είναι όμως οι βασικοί παίκτες αυτού του παιχνιδιού; Αφήνοντας προς ώρας τον αναγνώστη για να μην εισέλθουμε σε ζητήματα μεταφυσικής της ερμηνείας, θέτω ευθέως το ερώτημα; Ποιος γράφει; Σήμερα γραφούν σχεδόν όλοι. Σήμερα όμως, στην αυθεντική λογοτεχνία, περισσότερο από ποτέ το αποδιαρθωμένο υποκείμενο βρίσκεται –μέσα στη διάλυσή του- στο προσκήνιο, καθώς αφήνεται να το διηγηθούν οι ιστορίες, αποτελεί την αφορμή για τις ιστορίες, όπως ο απρόσωπος ξενοδόχος που συγκροτεί τους όρους ύπαρξής του από τη διήγηση ή την αναδιήγηση των ιστοριών των ενοίκων. Είναι αυτό που ονομάζουμε στη φιλοσοφία ‘διαδικασία υποκειμενοποίησης’.
   
Σήμερα λοιπόν, η γραφή και συνεπαγωγικά και η λογοτεχνία είναι πιο υπαρξιακή από ποτέ: κι αυτό επειδή η συναρμογή, η αλληλοεισχώρηση κοινωνικού-ατομικού και δημόσιου-ιδωτικού είναι εντονότερη από ποτέ. Αμφισημίες. Ανασύσταση του νοήματος λόγω της διασποράς του. Αναπόφευκτα πλεονάσματα σημασίας και σημασιολογίας. Εντονότερη διαμάχη προθετικότητας του συγγραφέα και αντίστασης του καθεαυτό κειμένου. Και μία σταθερά: το να διαβάζουμε παραμένει πάνω απ’ όλα μια διαδικασία παραγωγής, σχεδόν ισότιμη με το να γράφουμε. Καταστάσεις που είχε περιγράψει ήδη ο Ντεριντά από το 1967. Σήμερα, το άνευ σκοπού ‘αισθητικό’, πέραν της καθεαυτό ηδονής, κατορθώνει πολύ περισσότερα.
Διαπιστώσεις (ή καλύτερα παρηχήσεις) της εποχής

Πώς όμως διαμορφώνεται η σημερινή υλική συνθήκη; Από τη μια, στην Ελλάδα έχουμε περισσότερα λογοτεχνικά περιοδικά από ποτέ. Αν προσθέσουμε και τα ηλεκτρονικά ο αριθμός γίνεται εντυπωσιακός, ενδεχομένως και τερατώδης. Από την άλλη έχουμε την άνθηση μιας άθλιας παραλογοτεχνίας. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Αντιστοίχως, διαθέτουμε πάρα πολλά blog τα οποία θεωρητικά διευρύνουν τη δημοκρατικότητα της λογοτεχνικής διάδρασης αλλά ταυτοχρόνως διευρύνουν την άβυσσο απόψεων δημιουργώντας ένα νέο ερώτημα που συχνά μας διαφεύγει: όχι πια μόνο το ‘ποιος γράφει;’ αλλά και ‘ποιος κρίνει;’.


Η λογοτεχνία διαθέτει το προνόμιο να συμφύει δύο πράγματα που συμφύονται κα αλληλοπροϋποτίθενται: τη γνώση και την κριτική. Το ένα δεν υφίσταται άνευ του άλλου και αντιστρόφως. Μια πρόχειρη έρευνα για το πόσοι από τους φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ –ειδικά πριν την εισαγωγή συγκεκριμένου μαθήματος σε ορισμένα τμήματα-  γνωρίζουν έστω και έναν από τους λογοτέχνες της λεγόμενης σχολής της Θεσσαλονίκης θα σας έπειθε ή θα σας σοκάριζε. Σήμερα, χρειαζόμαστε όλο και περισσότερο και τη γνώση και την κριτική.
 
Οι κοινωνικές προκείμενες της λογοτεχνίας έχουν πλέον αποκτήσει και μια άλλη, πιο ουσιαστική διάσταση από αυτή της στρατευμένης τέχνης: τα Γόμμορα του Σαβιάνο γίνονται η αφορμή για την ευρύτερη κοινοποίηση της δράσης της Μαφίας, και το (δυστυχώς) λιγότερο γνωστό Σου έχω εμπιστοσύνη των Αμπάτε-Καρλότο για μια διερώτηση περί της τροφής. Για να κατανοήσουμε τα συμβάντα των ημερών μας στην Αίγυπτο, ανατρέχουμε στην ημι-μυθιστορία (καμία σχέση με τη λαίλαπα του ‘ιστορικού μυθιστορήματος’) του Ναγκίμπ Μαχφουζ. Η ‘κρίση’ των καιρών ερμηνεύεται ανεπιφύλακτα από όλους ως ‘πρωτίστως ηθική, πολιτισμική’. Πρόκειται για μια απάντηση που προσωπικά με εξοργίζει. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Συνήθως αυτοί που απαντούν έτσι είτε δεν έχουν απαντήσεις, είτε έχουν μεγάλο μερίδιο στην ανάπτυξη αυτής της ‘ηθκιοπολιτισμικής’ κρίσης.      

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε μια άλλη γλώσσα, μια γλώσσα όχι ως επίκληση στη χρηστικότητα και τη σημασία των ανθρωπιστικών/κοινωνικών επιστημών, αλλά μια άλλη γλώσσα ως ριζοσπαστική πράξη. Μια νέα λογοτεχνία που συνομιλεί με το χτες και κοιτάζει στο αύριο.

Θεσσαλονίκη, (κρύος) Απρίλης του 2011