Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Τιμ Γουΐβερ: Κυνηγώντας τον νεκρό

 
Κυνηγώντας τον νεκρό, μυθιστόρημα, Τιμ Γουΐβερ, μτφρ. Ιωάννης Πλεξίδας, Εκδόσεις Λογείον 2013

 

Κεφάλαιο 2
  Όταν άνοιξα την πόρτα του γραφείου μου έκανε κρύο και υπήρχαν τέσσερις φάκελοι στο πάτωμα. Πέταξα την αλληλογραφία πάνω στο γραφείο και άνοιξα τις περσίδες. Το πρωινό φως εξερράγη μέσα στο δωμάτιο αποκαλύπτοντας τις φωτογραφίες της Ντέριν που βρίσκονταν παντού. Σε μία, την αγαπημένη μου, βρισκόμασταν σε μια έρημη παραλιακή πόλη της Φλόριντα, με την άμμο να γλιστρά προς τη θάλασσα, μπλε μπουκάλια σκορπισμένα σαν διαφανές περίβλημα κατά μήκος της παραλίας. Έδειχνε πολύ όμορφη στο φως που σιγοέσβηνε. Φακίδες υπήρχαν κατά μήκος της μύτη της και κάτω από την καμπύλη που έκαναν τα ζυγωματικά της. Τα ξανθά της μαλλιά είχαν ξασπρίσει από τον ήλιο, και το δέρμα της είχε γίνει σοκολατί μέχρι πάνω στα χέρια της.
Κάθισα στο γραφείο μου και τράβηξα προς το μέρος μου τη φωτογραφία.
Στεκόμουν δίπλα της, τα μάτια μου ήταν μαύρα, τα μαλλιά μου πιο μαύρα, γένια κάλυπταν το πηγούνι μου και τις περιοχές γύρω από το στόμα μου. Υψωνόμουν δίπλα της καλύπτοντάς τη. Στη φωτογραφία την τραβούσα προς εμένα, το κεφάλι της αναπαυόταν πάνω στους μυς των χεριών και του στήθους μου, το σώμα της εφάρμοζε στο δικό μου.
Σωματικά, είμαι στην ίδια κατάσταση και τώρα. Αθλούμαι όποτε μπορώ. Μ’ ενδιαφέρει η εμφάνισή μου. Θέλω ακόμη να είμαι ελκυστικός. Αλλά ενδεχομένως, προσωρινά, μέρος της λάμψης χάθηκε. Και όπως οι γονείς των ανθρώπων που ψάχνω, μέρος της λάμψης των ματιών μου.
Γύρισα την καρέκλα μου και τους κοίταξα.
Όλους αυτούς που αναζητώ.
Τα πρόσωπά τους κάλυπταν έναν ολόκληρο πίνακα στον τοίχο πίσω μου. Κάθε σημείο του. Κάθε γωνία του. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες της Ντέριν πίσω από το γραφείο μου.
Μόνο οι φωτογραφίες των αγνοουμένων.
Μόλις βρήκα το πρώτο κορίτσι, η μητέρα της κοινοποίησε μια αναγγελία. Πρώτα στην πτέρυγα του νοσοκομείου, εκεί που δούλευε με την Ντέριν, και μετά σε βιτρίνες καταστημάτων, αναγράφοντας το όνομά μου, το τηλέφωνο και τι είχα κάνει. Νομίζω ότι με λυπόταν στη σκέψη ότι —κάποια στιγμή— θα ήμουν μόνος μου. Λυπόταν και την Ντέριν. Κάποιες φορές, ακόμη και τώρα, άνθρωποι μου τηλεφωνούν, ζητούν βοήθεια λέγοντάς μου ότι είδαν μια διαφήμιση στο νοσοκομείο. Και νομίζω ότι μου άρεσε η ιδέα να βρίσκεται ακόμη εκεί. Κάπου μέσα στον λαβύρινθο των διαδρόμων, ή να έχει κιτρινίσει από τον ήλιο σ’ ένα παράθυρο κάποιου μαγαζιού. Υπήρχε κάποιου είδους συμμετρία σ’ όλο αυτό. Σαν να ζούσε η Ντέριν, με κάποιον τρόπο, μέσα απ’ αυτό που έκανα.
  Περνάω το μεγαλύτερο μέρος της μέρας καθισμένος στο γραφείο με τα φώτα κλειστά. Το τηλέφωνο χτυπάει κάνα δυο φορές, αλλά δεν το σηκώνω, ακούγοντας την ηχώ του μέσα στο γραφείο. Έναν χρόνο πριν, σαν σήμερα, έβγαλαν την Ντέριν από το σπίτι με φορείο. Πέθανε εφτά ώρες μετά. Εξαιτίας αυτού, ήξερα ότι δεν ήμουν σε θέση να δουλέψω. Έτσι, όταν το ρολόι έδειξε τέσσερις, άρχισα να ετοιμάζομαι.
Τότε ήταν που εμφανίστηκε η Μαίρη Τάουνι.
Μπορούσα να την ακούσω καθώς ανέβαινε τις σκάλες σιγά σιγά, κάνοντας ένα βήμα τη φορά. Τελικά, το χερούλι στην πόρτα γύρισε, η πόρτα άνοιξε τρίζοντας κι εκείνη κάθισε.
Γνώριζα τη Μαίρη αρκετά χρόνια. Δούλευε στην A&E με την Ντέριν. Η ζωή της ήταν το ίδιο τραγική: ο άντρας της έπασχε από Αλτσχάιμερ, και ο γιος της είχε εγκαταλείψει το σπίτι τους έξι χρόνια πριν, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν. Τελικά, βρέθηκε νεκρός.
Καθόταν στην αίθουσα αναμονής όταν την πλησίασα.
«Γεια σου, Μαίρη».
Την τρόμαξα. Κοίταξε επάνω. Το δέρμα της είχε σκοτεινιάσει από τις ρυτίδες. Κάθε ένα από τα πενήντα χρόνια της ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό της. Ήταν όμορφη κάποτε, αλλά η ζωή της είχε φερθεί άσχημα και τώρα κουβαλούσε τον πόνο στην καρδιά της σαν πανωφόρι. Η μικρή της μορφή είχε αρχίσει να καμπουριάζει ελαφρά. Το χρώμα είχε αρχίσει να σβήνει από τα μάγουλά και τα χείλη της. Πυκνές κορδέλες γκρίζου είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στα μαλλιά της.
«Γεια σου, Ντέιβιντ», είπε ήρεμα. «Πώς είσαι;»
«Καλά». Της έσφιξα το χέρι. «Πέρασε καιρός».
«Ναι». Κοίταξε χαμηλά στα γόνατά της. «Ένας χρόνος».
Εννοούσε την κηδεία της Ντέριν.
«Πώς είναι ο Μάλκομ;»
Ο Μάλκομ ήταν ο άντρας της. Με κοίταξε και ανασήκωσε τους ώμους της.
«Είσαι πολύ μακριά από το σπίτι σου», της είπα.
«Το ξέρω. Έπρεπε να σε δω».
«Γιατί;»
«Ήθελα να συζητήσω κάτι μαζί σου».
Προσπάθησα να φανταστώ τι με ήθελε.
«Δεν μπορούσα να σε βρω στο τηλέφωνο».
«Όχι».
«Τηλεφώνησα μερικές φορές».
«Είναι κάπως…» Κοίταξα πίσω στο γραφείο μου. Τις φωτογραφίες της Ντέριν. «Είναι κάπως δύσκολο για μένα αυτή τη στιγμή. Σήμερα, ειδικά».
Κατένευσε. «Το ξέρω ότι είναι. Λυπάμαι για την ακατάλληλη ώρα, Ντέιβιντ. Απλώς είναι… ξέρω ότι νοιάζεσαι για ό,τι κάνεις. Αυτή η δουλειά. Χρειάζομαι κάποιον σαν εσένα. Κάποιον που νοιάζεται». Με κοίταξε.     «Γι’ αυτό οι άνθρωποι σε συμπαθούν. Κατανοείς την απώλεια».
«Δεν νομίζω ότι κατανοείς ποτέ την απώλεια». Την κοίταξα, μπορούσα να δω τη θλίψη στο πρόσωπό της, και αναρωτιόμουν που θα οδηγούσε όλο αυτό. «Κοίταξε, Μαίρη, αυτή τη στιγμή δεν αναζητώ κανέναν — μόνο τις άκρες του γραφείου μου».
Κατένευσε ξανά. «Θυμάσαι τι συνέβη στον Άλεξ;»
Ο Άλεξ ήταν ο γιος της.
«Φυσικά».
«Θυμάσαι όλες τις λεπτομέρειες;»
«Τις περισσότερες».
«Θα σε πείραζε να στις υπενθυμίσω;» με ρώτησε.
Έκανα μια παύση, την κοίταξα.
«Σε παρακαλώ».
Έγνεψα καταφατικά. «Γιατί δεν περνάμε μέσα;»
Την οδήγησα από την αίθουσα αναμονής πίσω στο γραφείο μου. Κοίταξε γύρω, τις φωτογραφίες στους τοίχους, τα μάτια της κινούνταν από τη μία στην άλλη φωτογραφία.
«Κάθισε», της είπα τραβώντας μια καρέκλα προς το μέρος της.
Έγνεψε ευχαριστώντας με.
«Λοιπόν, πες μου για τον Άλεξ».
«Πέθανε σ’ ένα τροχαίο πριν από έναν χρόνο και κάτι», συνέχισε με ηρεμία, κι εγώ κάθισα απέναντί της. «Ε,ε… ήταν μεθυσμένος. Οδηγούσε ένα Τογιότα, σαν κι αυτό  που είχε ο πατέρας του, ακριβώς στο πλάι ενός φορτηγού. Ήταν μικρό αυτοκίνητο. Κατέληξε δεκαπέντε μέτρα μακριά απ’ τον δρόμο, στη μέση ενός χωραφιού@ είχε καεί ολοκληρωτικά. Τον αναγνώρισαν από τα οδοντιατρικά αρχεία».
Δεν γνώριζα για τα οδοντιατρικά αρχεία.
Ηρέμησε. «Ξέρεις ποιο ήταν το χειρότερο; Πριν πεθάνει, είχε απλώς φύγει. Δεν τον είχαμε δει για πέντε χρόνια. Μετά απ’ όλα όσα είχαμε κάνει σαν οικογένεια, αυτός απλά έφυγε».
«Λυπάμαι», είπα.
«Το μόνο που μου άφησε ήταν η ανάμνηση του σώματός του πάνω σ’ ένα τραπέζι νεκροτομείου. Δεν πρόκειται ποτέ να βγάλω αυτή την εικόνα από το κεφάλι μου. Άνοιγα τα μάτια μου στη μέση της νύχτας και τον έβλεπα να βρίσκεται δίπλα στο κρεβάτι μου σ’ αυτή την κατάσταση».
Τα μάτια της άστραψαν.
«Λυπάμαι, Μαίρη», είπα και πάλι.
«Τον είχες συναντήσει τον Άλεξ, έτσι δεν είναι;»
Έβγαλε μία φωτογραφία. Δεν τον είχα συναντήσει ποτέ, μόνο είχα ακούσει γι’ αυτόν από την Ντέριν. Μου έδωσε τη φωτογραφία. Αυτή ήταν στη φωτογραφία, τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από έναν άντρα γύρω στα είκοσι. Όμορφος. Μαύρα μαλλιά. Πράσινα μάτια. Ίσως 1.80, αλλά με σωματότυπο ανθρώπου που κάποτε ήταν κολυμβητής. Υπήρχε ένα τεράστιο, ζεστό χαμόγελο στο πρόσωπό του.
«Αυτός είναι ο Άλεξ. Ήταν ο Άλεξ. Αυτή είναι η τελευταία φωτογραφία του, στο Μπράιτον».
Έγνεψε προς τη φωτογραφία και χαμογέλασε. «Τραβήχτηκε μερικές μέρες πριν φύγει».
«Είναι όμορφη φωτογραφία».
«Έφυγε πέντε χρόνια πριν πεθάνει».
«Ναι, το είπες».
«Όλον αυτόν τον καιρό, δεν μάθαμε νέα του ούτε μία φορά».
«Ειλικρινά λυπάμαι, Μαίρη», είπα για τρίτη φορά, καθώς αισθανόμουν ότι έπρεπε να πω κάτι.
«Το ξέρω», είπε ήρεμα.
Την κοίταξα με περιέργεια.
«Δεν θέλω να ακουστώ σαν μητέρα που δεν μπορεί να ξεπεράσει το γεγονός ότι πέθανε ο γιος της. Πίστεψέ με, το ξέρω ότι είναι νεκρός. Τον είδα να κείτεται νεκρός με τα ίδια τα μάτια μου». Έκανε μια παύση. Νόμισα ότι θα έκλαιγε, αλλά στη συνέχεια τράβηξε τα μαλλιά της από το πρόσωπό της, και τα μάτια της ήταν πιο σκοτεινά, πιο εστιασμένα. «Τρεις μήνες πριν, έφυγα από τη δουλειά μου αργά, και όταν έφτασα στον σταθμό έχασα το τρένο. Έφευγε από τον σταθμό, όταν εγώ έφτανα. Αν χάσω το τρένο μου, το επόμενο τρένο έρχεται μετά από πενήντα λεπτά. Το είχα ξαναχάσει. Όταν γίνεται αυτό, πάντα περπατώ μέχρι μια ωραία καφετερία που ξέρω κοντά στον σταθμό, και κάθομαι σ’ έναν από τους θαλάμους βλέποντας τον κόσμο να περνάει». Τα μάτια της στένεψαν. «Τέλος πάντων, σκεφτόμουν τη δουλειά, κάποιους ασθενείς που είχα δει εκείνη τη μέρα, όταν…» Με κοίταξε διερευνητικά για μια στιγμή. Προσπαθούσε να αποφασίσει για το αν μπορούσε να με εμπιστευτεί. «Είδα τον Άλεξ».
Χρειάστηκαν λίγα λεπτά για να καταλάβω τι με χτύπησε: λέει ότι είδε τον νεκρό γιο της.
«Δεν, ε, δεν καταλαβαίνω».
«Είδα τον Άλεξ».
«Είδες τον Άλεξ;»
«Ναι».
«Τι εννοείς όταν λες ότι τον είδες;»
«Εννοώ, τον είδα».
Κουνούσα το κεφάλι μου. «Πώ… πώς;»
«Περπατούσε στην απέναντι μεριά του δρόμου».
«Ήταν κάποιος που έμοιαζε με τον Άλεξ».
«Όχι», απάντησε ήρεμα ελέγχοντας τον εαυτό της. «Ήταν ο Άλεξ».
«Μα, είναι νεκρός».
«Το ξέρω ότι είναι νεκρός».
«Τότε πώς είναι δυνατόν να ήταν αυτός;»
«Ήταν αυτός, Ντέιβιντ».
«Πώς είναι δυνατόν;»
«Ξέρω τι σκέφτεσαι» είπε, «αλλά δεν είμαι τρελή. Δεν βλέπω τη μητέρα μου ή την αδερφή μου. Σου ορκίζομαι Ντέιβιντ, είδα τον Άλεξ εκείνη τη μέρα». Κάθισε πιο μπροστά στην καρέκλα της. «Θα σε πληρώσω προκαταβολικά», είπε γρήγορα. «Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να σκεφτώ για να σε πείσω πως ό,τι λέω είναι αλήθεια. Θα σε πληρώσω προκαταβολικά. Με τα δικά μου χρήματα».
«Το ανέφερες αυτό;»
«Στην αστυνομία;»
«Ναι».
Κάθισε πίσω πάλι.
«Φυσικά όχι».
«Θα έπρεπε».
«Ποιο το νόημα;»
«Γιατί το κάνεις αυτό, Μαίρη;»
«Ο γιος μου είναι νεκρός, Ντέιβιντ. Νομίζεις ότι θα με πίστευαν;»
«Γιατί νομίζεις ότι εγώ θα σε πιστέψω;»
Έριξε μια ματιά γύρω στο δωμάτιο.
«Καταλαβαίνω λίγο από τον πόνο σου, Ντέιβιντ, πίστεψέ με. Ο ξάδερφός μου πέθανε από καρκίνο. Με πολλούς τρόπους, αυτή η αρρώστια πήρε όλη την οικογένεια μαζί της. Νοιάζεσαι για κάποιον τόσο καιρό, τον βλέπεις σ’ αυτή την κατάσταση, συνηθίζεις να τον έχεις έτσι, και μετά, όταν ξαφνικά δεν είναι εκεί, δεν χάνεις μόνο αυτόν, χάνεις και ό,τι η αρρώστια έφερε στη ζωή σου. Χάνεις τη ρουτίνα».
Χαμογέλασε.
«Δεν σε γνωρίζω τόσο καλά όσο γνώριζα την Ντέριν, αλλά ξέρω αυτό: ρίσκαρα μαζί σου για το αν θα με πιστέψεις, γιατί, αν, για μια στιγμή, αλλάζαμε την κατάσταση και εσύ έβλεπες το πρόσωπο που αγαπούσες, ξέρω ότι θα ρίσκαρες κι εσύ για το αν θα σε πίστευα εγώ».
«Μαίρη…»
Με κοίταξε σαν να περίμενε, κατά κάποιον τρόπο, τη συγκεκριμένη αντίδραση.
«Πρέπει να πας στην αστυνομία».
«Σε παρακαλώ, Ντέιβιντ…»
«Σκέψου τι…»
«Μη με προσβάλλεις μ’ αυτόν τον τρόπο», είπε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της για πρώτη φορά. «Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά μη με προσβάλλεις λέγοντάς μου να σκεφτώ τι λέω. Νομίζεις ότι έκανα κάτι άλλο τους τελευταίους τρεις μήνες;»
«Αυτό είναι κάτι παραπάνω από μερικά τηλεφωνήματα».
«Δεν μπορώ να πάω στην αστυνομία». Κάθισε και πάλι πιο μπροστά στην καρέκλα της και τα δάχτυλα τους ενός χεριού της έσφιξαν τις άκρες του παλτού της, σαν να προσπαθούσε να εμποδίσει κάτι να τελειώσει.
«Κατά βάθος, το ξέρεις ότι δεν μπορώ».
«Μα πώς μπορεί να είναι ζωντανός;»
«Δεν ξέρω».
«Δεν μπορεί να είναι ζωντανός, Μαίρη».
«Δεν μπορείς καν να αρχίσεις να φαντάζεσαι πώς είναι αυτή η κατάσταση», είπε χαμηλόφωνα.
Ένευσα. Παύση. Επεσήμανε τη διαφορά ανάμεσα στο να έχει πεθάνει κάποιος που αγαπάς, όπως εγώ, και στο να έχει πεθάνει κάποιος που αγαπάς και μετά, με κάποιον τρόπο, να επιστρέψει. Και οι δύο καταλάβαμε τι συνέβαινε — και εξαιτίας αυτού φαινόταν ότι η αυτοπεποίθησή της είχε ανέβει.
«Αυτός ήταν».
«Τον είδες από μακριά. Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη;»
«Τον ακολούθησα».
«Τον ακολούθησες; Του μίλησες;»
«Όχι».
«Τον πλησίασες;»
«Μπορούσα να δω το σημάδι που είχε στο μάγουλο του από τότε που χτύπησε στο σχολείο παίζοντας ποδόσφαιρο».
«Έδειχνε… χτυπημένος;»
«Όχι. Έδειχνε υγιής».
«Τι έκανε;»
«Κουβαλούσε έναν σάκο στον ώμο του. Είχε ξυρίσει τα μαλλιά του. Αν προσέξεις τη φωτογραφία που σου έδωσα, πάντα είχε μακριά μαλλιά. Όταν τον είδα, τα είχε ξυρίσει. Φαινόταν διαφορετικός, πιο αδύνατος, αλλά ήταν αυτός».
«Πόσο τον ακολούθησες;»
«Για μισό μίλι. Τελικά μπήκε σε μια βιβλιοθήκη στον δρόμο Τότεναμ Κορτ, για περίπου δεκαπέντε λεπτά».
«Τι έκανε εκεί;»
«Δεν μπήκα μέσα».
«Γιατί δεν μπήκες;»
Σταμάτησε. «Δεν ξέρω. Μόλις τον έχασα απ’ τα μάτια μου, άρχισα να αμφιβάλλω για όσα είχα δει».
«Βγήκε πάλι έξω;»
«Ναι».
«Σε είδε;»
«Όχι. Τον ακολούθησα στον υπόγειο κι εκεί τον έχασα. Ξέρεις πώς είναι. Τον έχασα στο πλήθος. Ήθελα μόνο να του μιλήσω, αλλά τον έχασα».
«Τον ξαναείδες από τότε;»
«Όχι».
Κάθισα πίσω στην καρέκλα μου. «Είπες τρεις μήνες πριν;»
Ένευσε. «Πέντε Σεπτεμβρίου».
«Και ο Μάλκομ;»
«Τι ο Μάλκομ;»
«Του είπες τίποτα;»
Κούνησε το κεφάλι της. «Ποιο το νόημα; Έχει Αλτσχάιμερ. Δεν μπορεί καν να θυμηθεί το όνομά μου».
Έκανα μια παύση και κοίταξα τη φωτογραφία της Ντέριν στο γραφείο μου.
«Έλα στη θέση μου, Μαίρη. Σκέψου πώς ακούγεται αυτό που λες».
«Ξέρω πώς ακούγεται», απάντησε. «Ακούγεται αδύνατον. Το κουβαλούσα μαζί μου τρεις μήνες, Ντέιβιντ. Γιατί νομίζεις δεν έκανα τίποτα μέχρι τώρα; Θα νομίσουν ότι τρελάθηκα. Δες εσένα: είσαι το μόνο άτομο που νόμιζα ότι θα με πίστευε, και εσύ νομίζεις ότι λέω ψέματα».
«Δεν πιστεύω ότι λες ψ…»
«Σε παρακαλώ, Ντέιβιντ».
«Δεν πιστεύω ότι λες ψέματα, Μαίρη», της είπα. «Αλλά πιστεύω ότι είσαι μπερδεμένη».
Θυμός εμφανίστηκε στα μάτια της, σαν να ήξερε τι σκεφτόμουν. Μετά χάθηκε πάλι, και αντικαταστάθηκε από την αποδοχή ότι έτσι έπρεπε να είναι. Κοίταξε τα γόνατά της και την τσάντα που βρισκόταν στο πάτωμα δίπλα της. «Ο μόνος τρόπος που μπορώ να σκεφτώ για να σε πείσω, είναι να σε πληρώσω».
«Μαίρη, είναι πέρα από τις δυνάμεις μου».
«Γνωρίζεις ανθρώπους».
«Γνωρίζω κάποιους ανθρώπους. Έχω κάποιες επαφές από την προηγούμενη δουλειά μου. Αλλά αυτό είναι κάτι άλλο. Στην περίπτωσή σου απαιτείται πλήρης έρευνα».
Το χέρι της κινήθηκε προς το πρόσωπό της.
«Έλα, Μαίρη. Μπορείς να καταλάβεις τι λέω;»
Δεν κινήθηκε.
«Θα ξόδευα απλώς τα χρήματά σου. Γιατί δεν δοκιμάζεις με έναν κανονικό ερευνητή;»
Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της.
«Γι’ αυτό πληρώνονται».
Κοίταξε πάνω με δάκρυα στα μάτια της.
«Έχω μερικά ονόματα εδώ». Άνοιξα το πάνω συρτάρι του γραφείου μου και έβγαλα ένα ημερολόγιο που είχα όταν δούλευα στην εφημερίδα. Την άκουγα που έκλαιγε, μπορούσα να τη δω να σκουπίζει τα δάκρυά  από το πρόσωπό της, αλλά δεν την κοίταξα. «Ξέρω έναν τύπο».
Σήκωσε το χέρι της.
«Δεν ενδιαφέρομαι».
«Μα, αυτός ο τύπος θα σε β…»
«Δεν το εξηγώ όλο αυτό σε άλλον».
«Γιατί όχι;»
«Μπορείς να φανταστείς πόσες φορές έπαιξα αυτόν τον διάλογο στο μυαλό μου; Δεν νομίζω ότι μπορώ να βρω τη δύναμη να το κάνω πάλι. Και, τέλος πάντων, τι νόημα θα είχε; Εάν εσύ δεν με πιστεύεις, νομίζεις ότι θα με πιστέψει ο ερευνητής;»
«Είναι η δουλειά του».
«Θα γέλαγε κατάμουτρα».
«Δεν θα γέλαγε, Μαίρη. Όχι αυτός ο τύπος».
Κούνησε το κεφάλι της. «Ο τρόπος που με κοίταξες, δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω πάλι».
«Μαίρη…»
Τελικά, κατέβασε το χέρι της. «Φαντάσου, αν ήταν η Ντέριν».
«Μαίρη…»
«Φαντάσου», επανέλαβε, και, πολύ ήρεμα, σηκώθηκε και έφυγε.