Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Τες Γκάλαχερ: Τρία ποιήματα

γκάλαχερ

Μεταφράζει η Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου

Η Tess Gallagher είναι Αμερικανίδα ποιήτρια, δοκιμιογράφος και διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου του 1943 στο Πορτ Άντζελες και σπούδασε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. Ο σύζυγός της, Raymond Carver, την ενθάρρυνε να γράφει σύντομες ιστορίες. Έχει διδάξει σε διάφορα πανεπιστήμια, με πιο πρόσφατα το Bucknell University και το Whitman College.

**

Επιστρέφοντας σπίτι

Ήμουν απελπισμένη, ως συνήθως.
Πέρασα απ’ το σπίτι σου λες και μου ανήκε.
Είπα, «Χρειάζομαι Αυτό, Αυτό κι Εκείνο.»
Μα σε αντίθεση με όσα ήξερα για σένα,
με κοίταζες δίχως ν’ απαντάς.

Πρώτη φορά βλέπω το σπίτι τόσο άδειο, Μάνα.
Ακόμα και τα ριχτάρια σου το κατάλαβαν, τα ελάχιστα
που κάλυπταν. Και τι έκανες με
τα λουλούδια σου; Πόσο βολικά πιστεύαμε πως μια πρασινάδα
 μπορούσε να μας αντικαταστήσει.

Κρατούσες δικό σου κάτι σαν φως.
Το ‘χα ξαναδεί, ένα μέρος που δε βρέθηκες
που δεν έφυγες ποτέ από κει. Ήταν μοναδικός
ο τρόπος των ματιών σου να κοιτούν τη θάλασσα. Κύματα
φούσκωναν στην ακτή κι εσύ έλεγες «Να, όπου να ‘ναι
θα φανεί.»

Πώς επέστρεφε κάθε φορά όμως• έπινε,
ψάρευε τη νύχτα, όλα εκείνα τα ανήλεα
καράβια που ξεφόρτωνε.
Αυτό ήταν το θαύμα της ζωής μας. Ακόμα και τώρα
δε γίνεται να μείνει έξω από εκείνα
που έχω να σου πω.

Ωστόσο με ανησυχούν, αυτές οι κούτες
με ρούχα που παράτησα στο υπόγειο. Καμιά φορά
φαντάζομαι το σπίτι σου σαν αποθήκη, όσα περισσότερα
σου αφήνουμε, τόσα λιγότερα
μας λες. Την τελευταία φορά
δεν είχα τίποτα να πάρω πίσω.

Οπότε κάθε νύχτα επιστρέφω,
κακόκεφη, χαϊδεύοντας τις αζαλέες
στην εξώπορτά σου. Τι εννοούσες
μ’ αυτήν, την σκληρή τρυφερότητα, λαχτάρα
ή προσμονή;

**

Μαύρο Μετάξι

Συμμάζευε – μια μόνιμή της
ασχολία – όταν βρήκε,
στο πάνω ράφι της ντουλάπας, το παλιό του
μεταξωτό γιλέκο. Με φώναξε
για να το δω, ενώ το ξεδίπλωνε με προσοχή
λες και κάτι ζωντανό μπορεί
να έπεφτε από μέσα. Έπειτα το τεντώσαμε
στο τραπέζι της κουζίνας και ισιώσαμε
τις ζάρες, κάνοντας βαριά τα δάχτυλα
ώστε να βρει ξανά το σχήμα του
πάνω στη φορμάικα και οι μικρές
προεξοχές που ‘χε για τσέπες
ν’ απλώνονται επίπεδες. Δεν έλειπε κανένα κουμπί.
Άνοιξα τα χέρια κι εκείνη
μου πέρασε τα μανίκια. «Να κάτι
που δε θέλησα ποτέ να γίνω», είπε, «άντρας».
Πήγα στο μπάνιο, περίεργη πώς φαίνομαι
στη λάμψη και στη θλίψη. Φάλτσαρε
ο αέρας στη γωνία. Τότε την άκουσα
να κλαίει οπότε στάθηκα στο φως του νιπτήρα εκεί
που η πορσελάνη με κοίταζε επίμονα. Ώρα
να γυρίσω κοντά της, σκέφτηκα, μ’ αυτή
τη δεύτερη φωνή, κι έμεινα ακίνητη.

**

Σταμάτησα να γράφω το ποίημα

Για να διπλώσω τα ρούχα. Άσχετα με το ποιος ζει
ή ποιος πεθαίνει, εξακολουθώ να είμαι γυναίκα.
Πάντα έχω πολλά να κάνω.
Φέρνω τα μανίκια απ’ το πουκάμισό του
μαζί. Τίποτα δεν μπορεί να διακόψει
αυτή μας την τρυφερότητα. Θα επιστρέψω
στο ποίημα. Θα επιστρέψω στο να είμαι
γυναίκα. Μα για την ώρα
υπάρχει ένα πουκάμισο, ένα τεράστιο πουκάμισο
στα χέρια μου, και κάπου εκεί κοντά ένα μικρό κορίτσι
που στέκεται δίπλα στη μητέρα του
που προσπαθεί να μάθει πώς γίνεται.