Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

Τα Παραμύθια της Έρημος - Ζ. Δ. Αϊναλής

photo © Στράτος Προύσαλης

photo © Στράτος Προύσαλης

    Και δεν υπήρχε ούτ’ ένα καραβάνι ν’ απλώσεις το χέρι σου. Το είχα ακούσει που κάποτε απ’ την έρημο περνάν καραβάνια – Σαρακηνοί πραματευτές, Πέρσες ταξιδευτές, αερικά, ξωθιές. Και τα περίμενα διακαώς να κάνουνε την εμφάνιση τους στα ξαφνικά να σηκώνετ’ η άμμος στο βάθος στο πέρασμα τους λουσμένα στο φως της σελήνης χρυσό μες την νύχτα γαλάζια. Οι σαύρες να παραμονεύουν ανήσυχες την αγρύπνια της πείνας να θορυβώνται και να κρύβονται άτακτα στο διάβα τους κάτω απ’ της καμήλας την περπατησιά. Εκατοντάδες ζευγάρια μάτια τ’ αστέρια να λαμπυρίζοντας κακόβουλες ύαινες. Οι νυχτερίδες κι ο κάκτος κι ολόγυρα χυμένος εσύ. Οι νυχτερίδες να σου χιμούν κατά διαστήματα στο κεφάλι να σου ματώνει τα χέρια ο κάκτος το αίμα στην άμμο να λυγίζουν τα γόνατα κάθε πτώση κι από μία πληγή. Στου οφθαλμού τον πυρήνα οι λεγεώνες της νύχτας τρεμόσβηναν σκονισμένες να χάνονται κι η σελήνη να σπαράζει στην καρδιά μου η έρημος. Η έρημος άμμος το κορμί άμμος τα χέρια άμμος το στόμα στην άμμο. Η μέρα σιγά-σιγά κατάπινε την νύχτα.  

***

    Περπατούσα όλη την νύχτα στοργικά κρατώντας με σαν το μωρό στην αγκαλιά μου. Το ξημέρωμα με καταλάμβαν’ ο ύπνος απροετοίμαστο. Ανάμεσα σε δυο στιγμές ο ήλιος σακάτης είχε διατρέξει ώρες πολλές. Έψηνε θράκα τα κόκαλα ‘παιρναν να βγαίνουν απ’ τη σάρκα. Σηκωνόμουν την ανάβαση μεταρσιωμένος. Το μεσημέρι μ’ έβρισκε και πάλι στα γόνατα. Ξευτελισμένο κι αδύναμο, εξαντλημένο και πρόστυχο. Το σβέρκο μου γυάλιζε στην καρμανιόλα του ήλιου μετέωρο. Σήκωνα το κεφάλι και να με τσούζουν τα μάτια μι’ αδύναμη όραση. Ικέτης έκλεινα τον ήλιο μες τις παλάμες μου το σχήμα της προσευχής. Ύψωνα τη φωνή μου απελπισμένος και πέταγαν τα κοράκια απ’ το στόμα μου με καραδοκούσαν τσακάλια το κορμί μου αμμόλοφοι και στο στερέωμα ψήλων’ ο οφθαλμός του ηλίου δυσπρόσιτος ένας όγκος θερμότητα μέσα στη γκρίζα κουφόβραση ένυλη μετρούσα τον εαυτό μου πολλαπλασιασμένο και ακαθόριστο ένας στρατός εγώ οφθαλμαπάτες ξυπόλητοι και να καίει το πέλμα από χίλιες πλευρές μια ζώσα σιωπή να κυκλοφέρνουν τ’ αρπακτικά το κουφάρι μου.
 
    Κι αυτή η αίσθηση της άμμος χώμα να καίει τον οισοφάγο.

    Δεν σώζονταν το φως λίγο σκοτάδι.

    Και ξαφνικά με τύλιγε από τα παιδικά μου χρόνια η μυρουδιά της άνοιξης και του καμένου ξύλου. Ένα χωριό παραίσθησ’ υψωνότανε μπροστά μου. Στη βρύση του χωριού η γοργόνα μου άνοιγ’ αγκαλιά μαρμάρινα τα χέρια της. Μια γεύση πέτρα μισόκλεινα τα μάτια.

    Στο βάθος η μνήμη ισορροπούσε σε μια λεπτή γραμμή. Πιο κάτω απ’ τον ουρανό πιο πάνω απ’ την όαση.

    Στο βάθος η μνήμη βούλιαζε. Πιο κάτω απ’ τον ουρανό πιο κάτω απ’ την άμμο.

    Στο βάθος η μνήμη σώπαινε στον οισοφάγο άμμος.

***
   
    Ανακάθιζα κι οσφραινόμουν το τίποτα.

    Στις παλάμες το πέλμα και τα χείλη φρυγμένα.

***

    Σε γενικές γραμμές δεν έπαιζε να ρυθμίσω τον ουρανό μες τη φτέρνα μου. Τόσες χαρακιές μες τα χέρια μου ξαφνικά ξηρασίες ένας τόπος έρημο δέρμα που φαντασιωνόμουν να διαβιούνε καμήλες. Τις έβλεπα μπρος τα μάτια μου να ξεδιπλώνονται αργά κομπολόι στο χέρι μες το καμίνι του ήλιου. Στα μάτια μου ζάρωνε η ανάμνηση της φωτιάς και στο χέρι μου κρεμότανε βόνασος ο πέλεκυς του θανάτου βαρύς ένα τσιμέντο κρέας. Που να πιάσει ρίζα στην άμμος; Το σήκωνες και μετεωριζότανε το στερέωμα. Τ’ ακούμπαγες σκουλήκι κανένα κι η αποσύνθεση δύσκολη αχρείαστο φύραμα. Γινόταν πέτρα το κορμί και άμμος θρύμματα. Γενειοφόρος ο άνεμος κουβαλούσε την τέφρα μου να χτίσω την πυραμίδα μου να στεγάσω το σπέρμα μου.

Απρίλης - Μάης 2009

**

O Z. Δ. Αϊναλής ζει στη Μυτιλήνη. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ηλεκτρογραφία (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2006), Η σιωπή της Σίβας (εκδόσεις Vakxikon.gr 2011, 2016), Μυθολογία (εκδόσεις Πανοπτικόν 2013) καθώς και τη συλλογή ποιητικών αφηγημάτων Αποσπάσματα (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2008).