Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

Τα πάντα είναι στυλ : Stardust Memories

της Ανίσσας Χασίμ

Ο Γούντι Άλλεν είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις Αμερικανών σκηνοθετών, που έτυχαν τόσο μεγάλης αποδοχής από το κινηματογραφόφιλο ευρωπαϊκό κοινό. Γεννημένος την 1η Δεκεμβρίου του 1935, ο εβδομηνταπεντάχρονος Άλλεν έχει στο ενεργητικό του πάνω από σαράντα ταινίες, στις μισές σχεδόν από τις οποίες έχει πρωταγωνιστήσει ο ίδιος. Η περσόνα του νευρωτικού διανοούμενου, που μεσουρανεί σε περισσότερο από πέντε δεκαετίες, εξακολουθεί να προκαλεί το γέλιο του κοινού ακόμα και σήμερα. Θαυμαστής του Τρυφώ, του Μπέργκμαν, του Κουροσάβα αλλά και των αδελφών Μαρξ, ξεκίνησε την καριέρα του σαν stand up comedian σε νεϋορκέζικα μπαρ, γεγονός που έχει επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον σεναριακό τρόπο γραφής του. Γεννημένος στο Μπρούκλυν από εβραίους γονείς, εκδηλώνει τον θαυμασμό του για τον κινηματογράφο σε ηλικία μόλις πέντε ετών, όταν παρακολουθεί για πρώτη φορά ένα φιλμ κινουμένων σχεδίων του Ντίσνεϊ. Το μικροκαμωμένο αγόρι, που αγαπούσε τα σπορ αλλά ποτέ δεν έγινε μέλος της ομάδας, ανακαλύπτει στην σκοτεινή αίθουσα το καταφύγιο που αναζητούσε. Στα εφηβικά του χρόνια πραγματοποιείται η πρώτη του επαφή με το ευρωπαϊκό σινεμά, στοιχεία του οποίου βρίσκει διάχυτα κανείς τόσο στα θέματα από τα οποία εμπνέεται όσο και στον πολύ προσωπικό τρόπο κινηματογράφησης, που κατάφερε να διαμορφώσει με το πέρασμα των χρόνων. Θέματα εμπνευσμένα από τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τη ψυχολογία. Ιστορίες που τις περισσότερες φορές ξεδιπλώνονται σε κάποιο δρόμο της αγαπημένης του μητρόπολης, και σε κάποια στροφή - κάπως απρόσμενα -  η πραγματικότητα χάνεται μέσα στην φαντασία. Η πυκνή δράση, το πολύ σφιχτό μοντάζ, τα κοντινά ψυχαναλυτικά πλάνα είναι μόνο μερικά από τα βασικά συστατικά, που καθιστούν μοναδική την σκηνοθετική τεχνική του.
Το 1978, έχοντας ήδη αποδείξει το ταλέντο του στο χώρο της κωμωδίας, εκπλήσσει τους πάντες βάζοντας την υπογραφή του στο σενάριο και την σκηνοθεσία μιας δραματικής ταινίας. Με τις  «Εσωτερικές Σχέσεις» δίνει το στίγμα ενός δημιουργού που ακολουθεί την φωνή της έμπνευσης του, και δεν φοβάται να ρισκάρει την φήμη του. Παρ’ όλα αυτά οι προθέσεις του αμφισβητούνται, η ταινία παίρνει ανάμεικτες κριτικές, και το σύνολο των θαυμαστών του δηλώνει απογοητευμένο. Δυο χρόνια αργότερα - ενώ έχει μεσολαβήσει το «Μανχάταν» - ο Γούντι Άλλεν αποφασίζει να προσπαθήσει ξανά, αυτή τη φορά κάνοντας ένα πυκνά δομημένο, πολυσύνθετο φιλμ στη βάση του οποίου πραγματεύεται την σχέση του ανθρώπου με τον θάνατο. Οι «Ζωντανές Αναμνήσεις» είναι μια ταινία για τον Σάντι, έναν πετυχημένο σκηνοθέτη που με την πρώτη ματιά μοιάζει να έχει κατακτήσει όλους τους στόχους του. Ένα διήμερο φεστιβάλ που γίνεται προς τιμήν του, σε συνδυασμό με την άμεση επαφή με το κοινό του, θα αποτελέσουν την αφορμή για την ανασκόπηση μιας ζωής φαινομενικά αψεγάδιαστης. Ο ήρωας μέσα από την ίδια του την επιτυχία γίνεται δέσμιος ξένων προσδοκιών, ταξιδεύει στο παρελθόν με όχημα μια σειρά διαδοχικών φλας μπακ, και ξαναζεί κάποιες από τις εντονότερες στιγμές του. Η ταινία που στην Αμερική απέσπασε αδυσώπητες κριτικές - καθώς θεωρήθηκε ότι οι σκέψεις του Σάντι ανήκουν στον ίδιο τον Γούντι Άλλεν - αποτελεί μαζί με το "Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου" και το "Match Point", μια από τις αγαπημένες του αμερικάνου σκηνοθέτη. Πολύς λόγος όμως έγινε και  γύρω από την μεταφορά στην αριστουργηματική πρώτη σεκάνς του φιλμ, που για πολλά χρόνια θεωρείτο φόρος τιμής στο Φεντερίκο Φελίνι, γεγονός που ο ίδιος ο Άλλεν έχει διαψεύσει σε σχετική συνέντευξη του. Μέσα σε όλα τα υπόλοιπα, αξίζει να δώσει κανείς ιδιαίτερη προσοχή στις δύο πολύ ξεχωριστές σκηνές, με τις μυϊκές ασκήσεις της εξαιρετικής Μαρί - Κριστίν Μπαρόλ και το νευρικό κλονισμό της Σάρλοτ Ρόμπλινγκ. Το "Stardust Memories" - που στην Αμερική αποτέλεσε την δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική αποτυχία του Γούντι Άλλεν - τριάντα χρόνια μετά, παραμένει σε υψηλή θέση στον κατάλογο των «ζωντανών» φιλμ, που αναδιαμορφώνονται μέσα από την αλληλεπίδραση τους με τις εκάστοτε πραγματικές συνθήκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας οικογένειας ταινιών, που με το πέρασμα του χρόνου γίνονται θυσία στο βωμό της ευκολίας και της εμπορικότητας.