Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

Τα πάντα είναι στυλ : Κίκα

της Ανίσσας Χασίμ

 

«Αισθάνομαι φυσική ικανοποίηση κάνοντας ταινίες. Τόσο μεγάλη που είναι σαν να κάνω έρωτα την ώρα που τις σκηνοθετώ»

                                                               Πέδρο Αλμοδοβάρ

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1949 γεννιέται στη πατρίδα του Δον Κιχώτη(!), τη Μάντσα της Ισπανίας, ο μικρός Πέδρο Αλμοδοβάρ. Ο Αλμοδοβάρ περνά τα περισσότερα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του φοιτώντας εσωτερικός σε καθολικό σχολείο, κάτω από την αυστηρή επιτήρηση Σιλεσιανών ιερέων.  Στα 16 του αποφασίζει να σπάσει τα δεσμά που τον κρατούν στην μικρή επαρχιακή πόλη για να εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στη Μαδρίτη, όπου αφού αλλάζει διάφορες ευκαιριακές δουλειές διορίζεται ως διοικητικός υπάλληλος στην Ισπανική Τηλεφωνική Εταιρεία, θέση στην οποία παραμένει για τα επόμενα δώδεκα χρόνια.

Όταν σχολάει από τη δουλειά του παίζει στο συγκρότημα Almodovar y McNamara, γράφει σατυρικά και πορνογραφικά κείμενα, λαμβάνει μέρος σε θεατρικές ομάδες και  με τη βοήθεια μιας Super-8 γυρίζει ερασιτεχνικές ταινίες μικρού μήκους τις οποίες παρουσιάζει σε κλειστές ιδιωτικές προβολές, που με τον καιρό παίρνουν τη μορφή χάπενινγκ.

Βρισκόμαστε πια στο 1975, αμέσως μετά το θάνατο του Φράνκο, όπου στη μεταπολιτευτική Μαδρίτη αναπτύσσεται το κοινωνικό - πολιτικό, ελευθεριακό κίνημα της Movida Madrilena με το οποίο το όνομα του Αλμοδοβάρ είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένο.

Η πρώτη του απόπειρα να κάνει ταινία μεγάλου μήκους τιτλοφορείται «H Πέπη, η Λούση, η Mπομ και τ' άλλα κορίτσια» και χωρίζει το κινηματογραφόφιλο κοινό της Μαδρίτης στα δύο, οι μισοί τον λατρεύουν σαν Θεό, οι άλλοι μισοί τον μισούν. Από τότε πειραματίζεται με πολλά διαφορετικά είδη, κάνοντας όμως πάντα κινηματογράφο ο οποίος απευθύνεται στην καρδιά του θεατή.

Το 1993 και αφού έχει ήδη στο ενεργητικό του κάποιες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες που τον καθιέρωσαν στη συνείδηση του κοινού και των κριτικών, ως έναν από τους νεότερους auteur - μεταξύ άλλων «Matador», «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», «Δέσε με», «Ψηλά τακούνια» -  ο μέτρ του μελοδράματος αποφασίζει να υπογράψει το σενάριο και τη σκηνοθεσία ενός  αστυνομικού θρίλερ με έντονα κωμικά στοιχεία.

Mια αφελής αισθητικός, ένας εξίσου αφελής - εφτάψυχος  φωτογράφος, ο συγγραφέας - δολοφόνος πατέρας του, μια απροσδιορίστου φύλου οικιακή βοηθός, ο πορνοστάρ - βιαστής αδελφός της και μια δαιμόνια δημοσιογράφος που δεν θα δίσταζε να σκοτώσει, προκειμένου να κερδίσει την αποκλειστικότητα μιας είδησης.

Μπροστά στη κάμερα του Αλμοδοβάρ καταρρίπτεται κάτω από το ίδιο το βάρος της μια ολόκληρη κοινωνία… χλευάζει τους κανόνες της ισπανικής ιερής οικογένειας, και παρουσιάζει τα ΜΜΕ σαν την όγδοη κατάρα.

Για την ολοκλήρωση της Κίκα του συνεργάζεται με τον καλό του φίλο Gianni Versace ενώ τον σχεδιασμό των κοστουμιών εμπιστεύεται στον Jean - Paul Gaultier. Ο συχνά υπερβολικός Gaultier προσθέτει  με την δική του ματιά στα ήδη έντονα χρώματα της πολύ προσωπικής, κιτς, αλμοδοβαρικής αισθητικής δημιουργώντας για την πρωταγωνίστρια (Veronica Forque) ρούχα που θυμίζουν καρτουνίστικα κοστούμια του Disney, ενισχύοντας με τον πιο πιστό τρόπο τον χαρακτήρα που έχει πλαστεί για ’κείνη.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη δαιμόνια ρεπόρτερ Andrea Caracortada, την οποία ενσαρκώνει η αλλοτινή μούσα του Αλμοδοβάρ Veronica Abril, περιφερόμενη μέσα σε φόρμα μοτοσικλετιστή με έξτρα αξεσουάρ κράνος που διαθέτει προσαρμοσμένη κάμερα στην κορυφή του! Την παράσταση κλέβει το φόρεμα σε σχήμα ανάποδου λουλουδιού, που αφήνει τα στήθη ακάλυπτα σε κοινή θέα, με το οποίο την παρακολουθούμε να παρουσιάζει την εκπομπή της…

Ο απλός περιγραφικός τρόπος κινηματογράφησης σε συνδυασμό με το πολύχρωμο θεατρικό στυλ - με εμφανείς τις αναφορές στη διαχρονική αισθητική της διαφήμισης - καθιστούν το κακό παιδί του Ισπανικού κινηματογράφου έναν από τους πιο τίμιους στη σχέση με το κοινό δημιουργούς της γενιάς του. Ζωγραφίζει στο πανί και εμφυσά μια ζωογόνο πνοή που θέτει σε κίνηση  ένα ατελείωτο πανηγύρι «τεράτων», που καιροφυλαχτεί πίσω από κάθε κλειστή πόρτα της ανθρώπινης ψυχής…