Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

"Τα γυάλινα μάτια των ψαριών" της Ειρήνης Παραδεισανού

παραδεισανού34

Γράφει η Βίκυ Κλεφτογιάννη

Τα γυάλινα μάτια των ψαριών, ποίηση, Ειρήνη Παραδεισανού, εκδόσεις Vakxikon.gr 2016

«Πάει ο καιρός, πάει ο καιρός,
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και κάθε αυγή ξεκινούσε μια πηγή
για να ποτίσει όλη τη γη».

Το τραγούδι αυτό του Μάνου Χατζηδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου μου ήρθε στο νου όταν τέλειωσα την ανάγνωση της ποιητικής συλλογής «Τα γυάλινα μάτια των ψαριών», της Ειρήνης Παραδεισανού. Μια συλλογή όπου συνοψίζονται εκείνα που χάνονται, θεωρητικά ή πρακτικά. Ένας Προμηθέας ο άνθρωπος και το συκώτι του –ή αλλιώς η ίδια η ύπαρξή του, η αρχέγονη ανθρώπινη υπόστασή του-  κατατρώγονται από έναν αητό με το προσωπείο του χρόνου, της φθοράς, της σήψης, αλλά πολλές φορές και με το προσωπείο αυτού του ίδιου του ανθρώπου που στρέφεται ανηλεώς κατά εαυτού.

Η ποιήτρια καταδεικνύει με γενναιότητα τους υπαίτιους, αποδίδοντάς τους χωρίς δισταγμό τις βαριές κατηγορίες. Ο άνθρωπος-θύτης κατακεραυνώνεται με μια αποδοκιμαστική προστακτική, σαν ετυμηγορία δικαστηρίου με τους κατηγορούμενους, τους ενόρκους και τους δικαστές στο ίδιο έδρανο - ένοχοι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

[ο ουρανός είναι για το παιδί που έμαθε νωρίς
Την πείνα και το κρύο μοίρα να λέει
Ο ουρανός για τους αθώους είναι
Όλοι οι άλλοι
Να κρύψουμε τα χέρια μας στις τσέπες.]

Η απώλεια της ουσίας, η απομάκρυνση από την ανθρώπινη φύση, η αλλοτρίωση θίγονται συχνά. Στο ποίημα «Οι ασάλευτοι» η ποιήτρια στήνει ένα αμιγώς κινηματογραφικό σκηνικό για να περιγράψει σημεία των καιρών, την ακινησία προθέσεων και συναισθημάτων, την επίκτητη αναλγησία, αλλά και την απεγνωσμένη προσπάθεια για αντίσταση που εκφράζεται ως στοιχειώδης συνειδητότητα.

[Σου λέω.
Ψάχνουν συνενόχους.
Κι είναι καιρός τώρα που το δέρμα μου ανατριχιάζει
σαν με κοιτούν.
Μην τους αφήσεις να με πάρουν.]

Δε θα μπορούσαν φυσικά να λείπουν οι αναφορές στην ανθρώπινη μοναξιά, αυτή την προσωπική, του σκαντζόχοιρου που τα αγκάθια του φυτρώνουν ανάποδα και σπαράσσουν τις σάρκες του. Η προσωπική μοναξιά, κλινήρης, σε ψυχρές νοσοκομειακές αίθουσες, με τη σπάθη της ασθένειας να τη διογκώνει. Αλλά και της άλλης, της αιώνιας μοναξιάς , του υπαρξιακού φόβου, της μοναχικής πορείας του ανθρώπινου είδους που ευλογήθηκε και ταυτόχρονα επιφορτίστηκε αβάσταχτα με την ικανότητα του νου να αναζητά, να αναρωτιέται επί ματαίω, να αμφισβητεί. Αυτή η αιώνια μοναξιά μεγεθύνεται ακόμη περισσότερο μέσα από την αντιπαραβολή της θείας παρουσίας/απουσίας, της επίκλησης στο υπαρκτό/ανύπαρκτο, καθώς όπως αυτολεξεί λέει η ποιήτρια «αγνοούμε τον πρωτοχορευτή που δίνει ρυθμό στα τρεμάμενα σάλτα μας». Ο Θεός αναφέρεται συχνά ως απών, με μια διάθεση σαρκαστική, όμως είναι αυτή η επαναλαμβανόμενη ειρωνική επίκληση που μοιάζει σαν απέλπιδα κραυγή αγωνίας, σαν ανάγκη για ένα σημάδι θεϊκής παρέμβασης, μιας απάντησης στη μοναχική, αβέβαιη πορεία μέσα στον χρόνο.  

[Συγχώρα με Θεέ
Μιλάει ο πόνος.
Αυτή η μέγγενη που σφίγγει τους κροτάφους.
Μιλάει η ρυτίδα που σκάβει το μέτωπο κάθετα
Κι όλο βαθαίνει τη μέρα
Κι όλο ποθώ να τη σβήσω τη νύχτα
Με των ονείρων την παυσίπονη ένεση.]

Και μέσα σε αυτή την κατιούσα ανθρώπινη εξέλιξη, η φωνή του ποιητή παρουσιάζεται ανίσχυρη να προσφέρει καταφύγια, να προτείνει ενδεχομένως διεξόδους, να παρηγορήσει, να κινητοποιήσει. Η γλώσσα μοιάζει να χάνει τη δύναμή της και να φτωχαίνει, η σιωπή υπερτερεί, οι ποιητές αγωνιούν, αλλά κατανικούνται από τη ματαιότητα και την επιφάνεια της σάπιας εποχής.

[Μουτζούρα καμία
Αστοχία καμία
Αλήθεια καμία
Μονάχα στρογγυλά, καθαρά, τακτοποιημένα γράμματα
Ποιήματα καθωσπρέπει
Έτσι ως ταιριάζει
Στους σκάρτους καιρούς μας]

Θα σταθώ ιδιαίτερα στις αναφορές της Παραδεισανού στη φύση, οι οποίες είναι συχνές και τα σύμβολα επαναλαμβάνονται με εικονοπλαστική διάθεση. Τα ψάρια, οι αετοί, ο λύκος, τα σκυλιά, η θάλασσα, οι γκρεμοί.  Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος συνυφασμένη με την απώλεια της βάσης, του ορμητηρίου του ανθρώπου επισημαίνεται από την ποιήτρια και αποτυπώνεται με σχεδόν βιβλικές εικόνες, φορτισμένες με υπερεαλιστικά στοιχεία που αναδεικνύουν και ενισχύουν το μόρφωμα. Αυτό το αλλόκοτο σύμπλεγμα που προκύπτει ως απόρροια της εγκληματικής ανθρώπινης παρέμβασης στη φυσική νομοτέλεια.

[Έχετε δει ψάρια με μάτια ανθρώπου;
Εγώ τα είδα στην απόκρημνη πλαγιά.
Ήταν εκεί.
Μου μίλησαν με ανθρώπινη λαλιά.
Μου λέγανε πως στέρεψε η αρμύρα από τις θάλασσες.
Το νερό τους στυφό
κι ο αέρας φαρμάκι]

Ενώπιον αυτής της απανθρωποποίησης που αποτυπώνεται στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, η Παραδεισανού επιλέγει να αντισταθεί με το σύμβολο της παιδικής αθωότητας, το καταφύγιο του tabula rasa, του άγραφου πίνακα, της αυθεντικότητας που εάν διατηρηθεί σε κάποιο βαθμό, εάν μπορεί να αφυπνιστεί, να ανακαλεστεί στην ενήλικη ζωή είναι αυτό που εν τέλει μπορεί και να σώσει. Η Ινδιάνα του βιβλίου, παρούσα σε δυο ποιήματα, προσωποποιεί αβίαστα την παιδική αίσθηση του κάθε αναγνώστη, αναμοχλεύει τα πρωταρχικά συναισθήματα, τα άσπιλα, προτού η ενηλικίωση διαβρώσει και διαμορφώσει την αρχική εικόνα. Η Ινδιάνα του βιβλίου όμως, πέρα από την παιδική διάσταση κουβαλά και το παρθένο της φύσης, τους τόπους όπου εισέβαλλε ο άνθρωπος κατακτητικά διαταράσσοντας την αρμονική συνύπαρξη, την απόλυτη φυσική ισορροπία.

[Μην τρέχεις άλλο μικρή μου Ινδιάνα
Ο χρόνος μαρμάρωσε
Κι άλλο δεν έχω πέρα από σένα
Πέρα απ’ τα μάτια σου
Σπαρμένα στάχυα κι ουρανό
Και την ακριβή φωνή σου
Άδολη γητεύτρα του βυθού των ανθρώπων.]

Και εάν απομονώσουμε τους στίχους με τους οποίους η ποιήτρια αντιστέκεται στη συνολική ζοφερότητα, εκείνους που δημιουργούν άμεσα ή έμμεσα μιαν ελπιδοφόρα αίσθηση, θα διαπιστώσουμε αφενός ότι η ποιήτρια «γραπώνεται» από το σύμβολο του παιδιού, το υπερασπίζεται και το επικαλείται, και αφετέρου καταφεύγει σε εικόνες που αντλεί από τα φυσικά τοπία, τα αδιατάρακτα, εκείνα που μπορούν να «επικυρώσουν», να αποδείξουν την αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και να υποδηλώσουν τη δυνατότητα μιας λυτρωτικής επιστροφής σε αυτή.

[Μη μου μιλάτε πια για θαύματα
Δείξτε μου μοναχά
κείνη τη θάλασσα των παιδικών μου δειλινών
γυμνή να μ’ αγκαλιάσει.]

Τα «γυάλινα μάτια των ψαριών» υπενθυμίζουν στον αναγνώστη την ύπαρξη ενός προσωπικού, εσωτερικού βράχου, εκεί όπου καθημερινά ο αετός τρώει το συκώτι του Προμηθέα, καταδεικνύοντας ότι ο ίδιος ο αναγνώστης εναλλάσσεται αέναα στους ρόλους, καθώς διεκδικεί -συνειδητά ή μη- πότε εκείνον του μυθολογικού ήρωα και πότε εκείνον του αρπακτικού πουλιού.