Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Τα βιβλία του Δημήτρη Αληθεινού

Γράφει ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
Η Κύπρος δεν αποτελεί φιλόξενο έδαφος μόνο για τις πρωτοποριακές Κατακρύψεις του εικαστικού Δημήτρη Αληθεινού, μα -από το 2010- αναδεικνύεται και σε εκδοτική σκέπη για τον πεζογράφο Αληθεινό.

Το 2010 είναι η χρονιά έκδοσης του ευσύνοπτου αφηγήματος Στη ράχη μιας λεοπάρδαλης. Το κείμενο εκτυλίσσεται σχεδόν με όρους ημερολογιακής καταχώρισης - μέσα σε λιγότερο από μία μέρα, για την ακρίβεια διαρκεί όσο η Αληθεινού Ανάβασις στο όρος Τρόοδος για να παραδώσει γλυπτά - προσκυνητάρια σε εκκλησίες τhς εν λόγω περιοχής. Γρήγορα, όμως, ο ρεαλισμός μιας διαδρομής με αυτοκίνητο στα χωριά της ορεινής Κύπρου συμπλέκεται με τους βαθύτερους στοχασμούς του συγγραφέα, και σε ορισμένες περιπτώσεις -σε εκείνα τα «σημεία της μέγιστης ενέργειας» του κειμένου- αποκαλύπτεται με τη δύναμη του μύθου στη συνείδηση του αφηγητή.
     
Υπ’ αυτή την έννοια, Στη ράχη της λεοπάρδαλης ο ρεαλισμός δεν είναι παρά το επεισόδιο του μύθου. Αυτό το επεισόδιο προβάλλει ο Αληθεινός λυρικά, εκχωρώντας το και στο φαντασιακό επίπεδο της αφήγησής του. Ωστόσο, η αμεσότητα της γραφής αναιρεί τα χάσματα μεταξύ ρεαλισμού, λυρικότητας και φαντασίας, χτίζοντας ένα κείμενο το όποιο ναι μεν περιδινείται προς τις διάφορες προεκτάσεις του, αλλά κάθε φορά εκκινώντας από το ίδιο ερέθισμα. Δημιουργούνται έτσι εσωτερικές διαδρομές μέσα στο κείμενο, με πολύ συγκεκριμένους σταθμούς, στους οποίους μπορεί να φτάσει κάθε αναγνώστης, αλλά ενδεχομένως περνώντας από διαφορετικά τοπία.
     
Σε ένα παράδειγμα μιας τέτοιας διαδρομής, ο Αληθεινός κατ’ αρχάς καταχωρεί ημερολογιακά: «Το τζιπ βουράει προς το Τρόοδος, βουίζοντας. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο και σιγοτραγουδάω Γιάννη Μαρκόπουλο». Σχολιάζει καθεστηκυίες κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές: «…δυο γλυπτά προσκυνητάρια, ένας Άγιος Μάμας κι ένας Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, αποκεφαλισθείς απ’ το κατεστημένο της εποχής του… διότι είναι προαιώνιος ανθρώπινος νόμος οι πρόδρομοι […] να αποκεφαλίζονται ή να ευνουχίζονται από τα κατεστημένα της εποχής τους». Και πιο κάτω: «Ή μήπως στον αιώνα της globalization για να είσαι in πρέπει να δεχτείς ότι κάθε αντίσταση είναι τρομοκρατία […] Από τον Σπάρτακο ώς τον Κολοκοτρώνη και τον Κανάρη, από τον Αυξεντίου ώς τον Παναγούλη, θεωρούνται πλέον όλοι τρομοκράτες!» Στοχάζεται πάνω στην τέχνη και το έργο του: «Στις πλευρές της εικόνας, δεξιά κι αριστερά, έβαλα χώμα απ’ τα κατεχόμενα, ο πιστός θα προσκυνάει τον Άγιο και μαζί το σκλαβωμένο χώμα». Και αλλού: «Υποστηρίζω ότι ο σχεδιασμός μιας εκκλησίας πρέπει να ξεκινάει διαφορετικά, αντίστροφα απ’ τον σχεδιασμό ενός κοσμικού κτίσματος: ο αρχιτέκτονας του ναού πρέπει να οραματιστεί πρώτα τη στέγη κι ύστερα την κάτοψη».
     
Όποια αποσπάσματα και να παρέθετα από τη Λεοπάρδαλη για να καταδείξω τα διαφορετικά επίπεδα στοχασμού από τα οποία περνάει ο Αληθεινός στον χρόνο του κειμένου του, η ολοκλήρωση αυτής της διαδρομής είναι μία: Να προβάλλει όχι απλώς τη ζωντανή παρουσία του μύθου στην κοινότητα, αλλά την αντίληψη ότι ο μύθος (και στον όρο μύθο συμπεριλαμβάνονται μορφές της θρησκευτικής παράδοσης και ιστορικές προσωπικότητες) είναι ο συνεκτικός -σε τόπο και χρόνο- αρμός μεταξύ των μελών αυτής, κηρύσσοντας συγχρόνως την πίστη του πως το πολιτικό ον «άνθρωπος» κατάγεται από την αυτοδιάθεση της τέχνης και την πολυφωνία του πολιτισμού. Κι αυτή η αρχή απεικονίζεται ξεκάθαρα στον επίλογο του αφηγήματος, όπου ο θεός Διόνυσος της Δήλου εκπέμπει την ίδια ιερότητα με τον Άγιο Μάμα της Μόρφου: «… το ίδιο εικονοστάσι λικνίζεται στη ράχη μιας ολοζώντανης λεοπάρδαλης… και θυμάμαι… θυμάμαι που τον πρωτοείδα… ήταν μύστης… ήταν αυτός πριν από αυτόν… ήταν εμείς πριν από εμάς… ήταν η ιστορία της ιστορίας μας… στη Δήλο, άδηλος… στη Μόρφου… εύμορφος… κρατούσε τότε σκήπτρο εξουσίας… τώρα βιβλίο εντολών… […] τους αναγνωρίζω σαν φθόγγους της γλώσσας μας… […] οι μορφές επιβεβαιώνουν ξανά το αδιάκοπο ταξίδι της σοφίας μας… αυτό δεν το διαπραγματευόμαστε… με κανέναν και με τίποτα».

*

Το 2011, εκδίδεται το βιβλίο Στους μυημένους. Πρόκειται για ένα αφήγημα με τρεις παραλλαγές. Ο πυρήνας του βιβλίου αναγνωρίζεται στον «αυτοβιογραφικό» μονόλογο του συγγραφέα κατά τη σύντομη περιήγησή του στους δρόμους της Βοστώνης. Σε αυτή την περιήγηση τόπος και χρόνος συστέλλονται και διαστέλλονται με τις συνειρμικές αναφορές του λογοτεχνικού υποκειμένου σε μνήμες, ιστορικά γεγονότα και κριτικό σχολιασμό της συγκαιρινής πραγματικότητας. Ουσιαστικά, το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης κάθε μιας εκ των εκδοχών -και κυρίως αναφέρομαι στις δύο πρώτες, καθότι η τρίτη ενέχει μάλλον επεξηγηματικό ρόλο στη δομή του βιβλίου- πρόκειται για τη μετατόπιση από το βλέμμα του συγγραφέα στη διάνοιά του κι αντιστρόφως.
     
Ο Αληθεινός διηγείται ένα επεισόδιο από την καθημερινότητά του, καθώς κινείται μες στον αστικό ιστό για να πραγματοποιήσει μια αγορά. Η «συνάντησή» του με την Κουβανή πωλήτρια, η σιωπηλή βία που ξεσπάζει σε ένα «σκούντημα» μεταξύ του αφηγητή και ενός αγνώστου άντρα καθώς περπατάνε με αντίθετη κατεύθυνση στον ίδιο δρόμο, η βόμβα που σκάει σε κοντινή απόσταση από τον αφηγητή και τον εξαϋλώνει, περιγράφονται σχεδόν με κινηματογραφικό ρυθμό, και συγχρόνως στήνουν τη στοιχειώδη σκηνή πάνω στην οποία ερμηνεύονται ιδεολογικές πρακτικές του σύγχρονου δυτικού κόσμου ή επιχειρείται ένας άτυπος απολογισμός σπουδαίων ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν την ανθρωπότητα από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι τις απαρχές του 21ου αιώνα.
      
Η μορφή της Κουβανής υπαλλήλου ανακαλεί στη σκέψη του συγγραφέα την εποχή της επαναστατικής Κούβας, τα οράματα και τις ιδέες για ένα μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης με εναλλακτικούς όρους συγκριτικά με το δυτικό πρότυπο που καλλιεργήθηκε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Ακολούθως, η βομβιστική επίθεση σε μια αμερικανική μεγαλούπολη -προσδιορισμένη χρονικά μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους το 2001- αποκαλύπτει την ψυχολογική και πρακτική διαχείριση της τρομοκρατίας στις νέες μορφές της, και κυρίως πώς αυτή αντιμετωπίζεται από τις κρατικές δομές και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Μέσα από μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας, με έμμεση ή άμεση βία που μπορεί να οδηγήσει σε μια εξίσου φρικαλέα πραγματικότητα. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω και η «μεταθανάτια» εμπειρία του αφηγητή, στη διάρκεια της οποίας «βλέπει» πώς στήνεται το τρομολαγνικό κλίμα απέναντι στον υποθετικό δράστη -δηλαδή τον ίδιο τον συγγραφέα-, αλλά και πώς παραμένει ανίκητο το ελληνικό τέρας της γραφειοκρατίας.
     
Αυτές είναι ορισμένες από τις κυριότερες προεκτάσεις που δίνει στο αφήγημά του ο Αληθεινός. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του εγχειρήματός του, ωστόσο, έγκειται στη δεύτερη εκδοχή της ίδιας ιστορίας. Αποκαλύπτοντάς μας ένα είδος εργαστηριακής γραφής, ο συγγραφέας διατηρεί τον σκελετό της αφήγησης μα και αυτούσια χωρία, και στα μεσοδιαστήματα προτείνει μιαν άλλη διαχείριση του συγγραφικού υλικού του. Ο αναγνώστης επιστρέφει από τη μιαν εκδοχή στην άλλη για να αντιληφθεί την ερμηνεία που προτείνει ανά περίπτωση ο Αληθεινός, αλλά και πόσο εμβαθύνει ή συμπληρώνει με τις εκδοχές του τη μία και μόνη ιστορία που θέλει να αφηγηθεί – κι αυτή αφορά το πώς προσδιορίζει κάθε πολίτης τη θέση του μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής του.
     
Με αυτόν τον τρόπο, ο Αληθεινός μάς υπενθυμίζει πως κάθε συγκρουσιακός συσχετισμός σε κοινωνικό ή πολιτικό επίπεδο, ανεξαρτήτως αν αφορά την εγχώρια ή διεθνή πραγματικότητα επιδέχεται όχι μόνο πληθώρας ερμηνειών, αλλά και «ισάριθμων» εκφορών. Μπορεί το ανθρώπινο δράμα να έχει παιχτεί με παρεμφερείς όρους για μια Κουβανή στη Βοστώνη, μια Κύπρια στο Λονδίνο ή μια Αλγερινή στο Παρίσι, όμως στο πλαίσιο του καλλιτεχνικού σχεδίου ο Αληθεινός εστιάζει και στη «μεταφορά» του δράματος. Στην προκειμένη περίπτωση ο απέριττος λόγος του συγγραφέα με το εύρημα της διπλής ιστορίας πάνω στα ίδια πρόσωπα και στην ίδια πλοκή αρκούσε για να δημιουργήσει ένα κριτικό πεζογράφημα αναφορικά με το αν επιβεβαιώθηκε ή διαψεύστηκε ο μέλλοντας που υποσχέθηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες οι ιδεολογίες και τα κοινωνικά οράματα∙ ένα κριτικό πεζογράφημα πάνω σε πτυχές της παράνοιας που έχει καταλάβει τον σύγχρονο δυτικό κόσμο και τους δυναστευτικούς μηχανισμούς του, αλλά και την ιδιότυπη «καταστολή» που επιβάλλει στους πολίτες του το ελλαδικό κράτος – από το πώς προωθεί τον πολιτισμό του μέχρι την επιμονή του να συντηρεί την αναξιοκρατία και το έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντί του.

Σημείωση: Το κείμενο εκφωνήθηκε στο πλαίσιο της παρουσίασης των βιβλίων του Δημήτρη Αληθεινού από τις Εκδόσεις Αιγαίον, τη 22η Οκτωβρίου 2012, στην μπουάτ Η Αχάριστη στην παλιά Λευκωσία.