Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Ταυτότητα: Πλάνης / Mέρος 2ο: Ο Φλανέρ στην Ελλάδα

Γράφει η Αγγελική Δημουλή
Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού κάναμε μια εισαγωγή στην έννοια του πλάνη έτσι όπως αυτός εισάχθηκε στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι από τον Μπωντλέρ και μεταγενέστερα απασχόλησε τον Γουόλτερ Μπένζαμιν.Σήμερα, ο πλάνης ως λογοτεχνική μορφή αστικής καθημερινότητας καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο στις αναζητήσεις και τις καταγραφές συγγραφέων, ποιητών, κοινωνιολόγων και ιστορικών των πόλεων ωστόσο πέρα από την εμφάνισή του στη μετανεωτερικότητα τον εντοπίζουμε και στους Έλληνες μετασυμβολιστές ποιητές σε μια σειρά ποιημάτων που λίγο ή πολύ εμφανίζουν τον ποιητή-Υποκείμενο ως πλάνη.

Οι μετασυμβολιστές ποιητές δυσθυμούν με την περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση που τους περιβάλλει και καθώς δεν ανήκουν σε μια ποιητική γενιά με συγκεριμένη ποδηγεσία (1) βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε αρνητικές συντεταγμένες και παγιδευμένοι σε όρια που δεν επέλεξαν οι ίδιοι και τα οποία συχνά είναι δυσβάσταχτα όπως διαπιστώνει και ο Μήτσος Παπανικολάου (2):

Τί μένει; Τί μένει;
Μιά νύχτα γεμάτη φωνές τήν πόλη τυλίγει.
Οι δρόμοι είναι τρόμος. Γιά πάντα έχουν φύγει
οι αγαπημένοι.

[...]

Μας λύγισε η πείνα...Μας τσάκισε ο πόνος...
Μας έριξε κάτω κι εδώ μας πατάει
ο νόμος...ο νόμος...
Κανείς πιά στη νύχτα δεν μας τραγουδάει
κανένας δυό λόγια γλυκά δεν μας λέει
η μάνα μας κλαίει.
(Μίσος, σ. 55)

Μέσα από την ποίηση των μετασυμβολιστών αναδύονται η αποκαρδίωση και η κόπωση (3) της καθημερινότητας που σε συνδυασμό με τη διάχυτη κοινωνική αβεβαιότητα επιτρέπουν στους ποιητές να περιπλανώνται στην πόλη τους. Η αιτία της εξόδου από το σπίτι και η έναρξη της περιπλάνησης είναι καθαρά ρεαλιστική, εξωτερικής προέλευσης. Είναι δηλαδή η επιθυμία αποφυγής της πραγματικότητας έτσι όπως εκείνη τους καταπιέζει στους εσωτερικούς χώρους (4). Λαμβάνοντας υπόψη  ότι στην εποχή των μετασυμβολιστών ποιητών η χρήση του αυτοκινήτου δεν ήταν διαδεδομένη καθώς και ότι τα μέσα μεταφοράς ήταν ασφυκτικά γεμάτα, το να επιλέγει ο ποιητής να περπατήσει ήταν περισσότερο μια μοιραία διευκόλυνση στην καθημερινότητά του.

Έτσι λοιπόν, η άσκοπη βόλτα στο αστικό τοπίο, το κάθε βήμα του ποιητή μακριά από το σπίτι, δεν αναιρεί τα δεινά του, τα επιβεβαιώνει. Όπως παρατηρεί ο Κλέωνας Παράσχος συνειδητοποιεί οτι είναι ξένος μέσα στο πλήθος, χλωμός από τις κακουχίες, μόνος πολύ που διαρκώς περιμένει τον άλλο για να μιλήσει αλλά που δεν έρχεται ποτέ. Και έτσι η στροφή του δρόμου γίνεται συνώνυμο του αδιέξοδου, του τέλους. Ο ποιητής δεν ανακουφίζεται ποτέ, ούτε στους εσωτερικούς ούτε στους εξωτερικούς χώρους:

Μιας γαλανής στα βάθη μου τα λόγια εφέγγανε βραδειάς•
θωπείες γλυκές από παντού να μώρχονται αισθανόμουν,
αρώματα άφραστα, βαθιοί λικνιστικοί σκοποί,
πού στήν ψυχή μου αργόλυωναν τη λιγοθυμισμένη...

Και πάντα εβάδιζα χλωμός, μέσα στα πλήθη τα χλωμά•
ως πού έξαφνα ένοιωσα πώς μέσα εκεί ‘μουν ένας ξένος.
Ξένος που ό,τι κι’αν έλεγε δε θα τον άκουγε κανείς.
Κι’αρώματα άφραστα με πλημμυρίζανε, κι ολοένα
μιας γαλανής στα βάθη μου τα λόγια ανθίζανε βραδειάς,
κι’ένοιωθα ρόδα κάπου εκεί να φλέγονται σιμά μου...

Χλωμός απ’το χαρούμενο μεγάλο χτυποκάρδι
μιας ευτυχίας απίστευτης θα καρτερούσα εκεί,
σε μιαν απόμερη καμπή του ερημικού του δρόμου:

[...]

Και μές στο δείλι το στερνό που θάλυωνε αχνό φως
αργά θα επαίρναμε το βραδυσμένο μονοπάτι...
( Εικοσιοχτώ ποιήματα..., σ. 7)

Το πλήθος της πόλης, ως ανώνυμος και μαζικός όγκος, είναι αναπόφευκτη συνέπεια της αστικής σκηνοθεσίας και προκαλεί δυσφορία στον ποιητή. Η μοναξιά του είναι επιβεβλημένη και αναπόφευκτη είτε βρίσκεται εντός του κοινωνικού συνόλου είτε βρίσκεται εκτός. Μολαταύτα η άσκοπη περιήγηση του δίνει την ευκαιρία να δικαιολογήσει αφενός τη μοναχικότητά του και αφετέρου να καταστεί παρατηρητής του αστικού τοπίου.

Στην περιήγηση ο ποιητής παρατηρεί τον εξωτερικό κόσμο. Συχνά βρίσκει το εφήμερο αντίδοτο στη θλίψη και στην πλήξη του. Όπως και για τους γάλλους ποιητές του τέλους του προηγούμενου αιώνα ο ποιητής του ’20 βρίσκει στο δρόμο «ένα διαμέρισμα» (5). Ο δρόμος του προσφέρει τις προσόψεις των σπιτιών όπου ο ποιητής αισθάνεται όπως οι αστοί μέσα στα σπίτια τους. «Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι ο χώρος όπου αποθέτει το τετράδιό του με τις σημειώσεις» (6) και μολονότι συνεχίζει να ζει και να δημιουργεί μέσα στο αστικό περιβάλλον είναι σα να επανευφευρίσκει μέσα στον ορισμένο χώρο της πόλης, τον δικό του ποιητικό χώρο, ο οποίος τροφοδοτείται από τις παραστάσεις του άστεος. Ο δρόμος και ο εξωτερικός χώρος γίνεται «η γωνιά του ποιητή μέσα στον κόσμο» (7) γεγονός που προωθεί την παρατήρηση δράσεων από τον ποιητή.

Οι μετασυμβολιστές περιπατητές έχουν ως πρόγονό τους τον μπωντλερικό περιπατητή ωστόσο τόσο τα νεοελληνικά χαρακτηριστικά της νεωτερικής αθηναϊκής –ιδίως- πόλης τους διαφοροποιούν χωρικά από το μπωντλερικό αρχέτυπο. Δε βρίσκουν την εποχή τους ελκυστική και όσο κι αν προσπαθήσουν καταλήγουν ανικανοποίητοι και ανίκανοι να βιώσουν την ετερότητά τους σε ρεαλιστικά πλαίσια με θετικό προσανατολισμό και παραμένουν σταθεροί εραστές της χίμαιρας και του ονείρου μολονότι διαρκώς απογοητεύονται. Κι’είναι όπως εύστοχα τονίζει ο Λαπαθιώτης:

...πάντα μες στα σύννεφα,
κι ας περπατούμε μες στην πόλη,
-κι έτσι, όπως ήρθαμε, και φεύγουμε,
δειλοί της γης, κι ονειροπόλοι...

(Λαπαθιώτης, Τι κι αν η μοίρα μας στεφάνωσε...,σ.134)

Δειλοί της γης, κι ονειροπόλοι... λοιπόν οι μετασυμβολιστές ποιητές περιπλανώνται στην Αθήνα του ’20 και του ’30 χαράσσοντας τον δικό τους περιπατητικό χάρτη στο δρόμο και αφήνοντας στο χαρτί τα ετερογενή και μη νηπενθή ποιήματά τους να μας δείξουν το ποιητικό μονοπάτι.

Παραπομπές:
1. Μπαλουμής, Επαμεινώνδας, Πεζογραφία του '20 - Μεσοπόλεμος, σ. 12.
2. Παπανικολάου Μήτσος, Τα ποιήματα, Πρόσπερος, Αθήνα, 1999, (στο εξής οι παραπομπές θα γίνονται, Παπανικολάου, Τα ποιήματα).
3. Μπαλουμής, Πεζογραφία του '20..., σ. 13.
4. Είναι αυτό που ο Gaston Bachelard χαρακτηρίζει ως ίλιγγο της «εσωτερικής απεραντοσύνης» σχετικά με την αντίληψη των εσωτερικών χώρων από την ποιητική φαντασία. Εφόσον το σπίτι του ποιητή είναι «μια προνομιακή οντότητα ουσιαστικών αξιών, προσφέρει εικόνες σκόρπιες μαζί κι ένα σώμα εικόνων. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση θα αποδείξουμε οτι η φαντασία μεγαλώνει τις αξίες της πραγματικότητας. Οι εικόνες συγκεντρώνονται γύρω απ’το σπίτι σαν να υπακούνε σ’ ένα είδος έλξης για εικόνες», Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα, 1982, σ. 245, 30.
5. Βenjamin, Walter, Charles Baudelaire: un poète lyrique à l’apogée du capitalisme, Payot, Paris, 1979, σελ. 60.
6. Ibid., σελ. 60.
7. Gaston, Bachelard, Η ποιητική του χώρου, σ. 31.