Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

"Ταρτούφος ή Ο απατεώνας" του Μολιέρου

μολιέρος34

Γράφει η Αγγελική Κορρέ

Ταρτούφος ή Ο απατεώνας, θέατρο, Μολιέρος, μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016

Ο Ταρτούφος έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Κατά –ιλαροτραγική– σύμπτωση, ύστερα από ακόμη ένα συμβάν παραβίασης της ελευθερίας του λόγου στη χώρα, το έργο Ταρτούφος ή ο Απατεώνας του Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν, που είναι γνωστός ως Μολιέρος, έρχεται ξανά στα ελληνικά γράμματα από τον χαλκέντερο μεταφραστή Γιώργο Μπλάνα και τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Όλοι ξέρουμε, λίγο πολύ, τι εστί Ταρτούφος: ένας τάχα «άγιος άνθρωπος» ο οποίος απεδείχθη υπόδειγμα απατεώνα, ένας μπαγαπόντης που το έπαιζε ευσεβής για να ξαφρίζει τα θύματά του. Ξέρουμε επίσης πως το έργο μιλά για την υποκρισία, η οποία βεβαίως είναι διττή, καθώς υποκριτής δεν είναι μόνο ο Ταρτούφος – για την ακρίβεια, ο Ταρτούφος δεν είναι καν ο κύριος υποκριτής. Η πραγματική υποκρισία υπάρχει στα άλλα πρόσωπα του έργου, στους αστούς, που χρησιμοποιούν ένα ανθρώπινο τοτέμ, που ενσαρκώνει όλες τις αυθαίρετες ιδέες τους περί ευσέβειας, αρετής, εντιμότητας, για να νιώσουν πως είναι «καλυμμένοι» απέναντι στο καθήκον τους ως ανθρώπων-πολιτών-θρησκευόμενων. Μάλιστα, η ψυχοπάθειά τους είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στο όλο σύστημα που αποτελεί τον πολιτισμό τους, που ακόμη κι όταν αυτό το τοτέμ καταστρέφεται, αρνούνται να το δεχτούν, και επιμένουν πως θέλουν να δουν την καταστροφή με τα ίδια τους τα μάτια, κυριολεκτικά, αφού βεβαίως, προτού καταστραφεί το τοτέμ, κάθε ένδειξη πως ήταν από την αρχή κούφιο εκλαμβάνεται ως το δηλητήριο των λόγων ανθρώπων διεφθαρμένων, που απλώς επιδρά και εκείνοι, οι ευσεβείς, πρέπει άμεσα να το αποβάλουν.

Στην εποχή μας, όμως, είναι πολύ γνωστό το ζήτημα που πραγματεύεται ο Ταρτούφος. Εντάξει, όλοι ξέρουμε τι εστί υποκρισία, όλοι την καταδικάζουμε (είτε δεν είμαστε υποκριτές είτε είμαστε), αλλά, τέλος πάντων, είναι ένα έργο οικείο και αντιληπτό. Οπότε, πού βρίσκεται το μεγάλο όφελος της ανάγνωσης του Ταρτούφου, έξω από το ιστορικό πλαίσιο; Μα, φυσικά, στην ίδια την ύπαρξη του έργου.

Το επίμετρο  βάζει σε τάξη όλα τα θέματα που προκύπτουν κατά την ανάγνωση: α) στην ιεραρχία της υποκρισίας στους ήρωες, και κατ’ επέκταση στη σύγκρουση δύο αντίθετων μορφών ηθικής κατάπτωσης (εγκληματίας κατά τον Νόμο ο Ταρτούφος, εγκληματίας κατά τον Πολιτισμό ο Οργκόν), καθώς και β) στην ιεραρχία της υποκρισίας στους συγγραφείς και τους αναγνώστες (ναι μεν «εγκληματίες» κατά τον Νόμο οι συγγραφείς, αλλά καλοί «εγκληματίες» κατά τον Πολιτισμό και οι αναγνώστες). Και κάπως έτσι τη μεγάλη αξία του Μολιέρου δηλώνει η ίδια η ύπαρξη των έργων του.

Πολλοί συγγραφείς κατά καιρούς υποχρεώθηκαν να εξηγήσουν τα περί της ουσίας του έργου τους (τι «σκότωμα» για έναν καλλιτέχνη!), επειδή οι αντιδράσεις που ξεσήκωσαν ήταν τόσο παρανοϊκές και η λογοκρισία που υπέστησαν τόσο άδικη, που εντέλει παρατήρησαν πως η ίδια αυτή ουσία του έργου τους κινδύνευε να παραχαραχτεί, εάν δεν επενέβαιναν οι ίδιοι (αν υποθέσουμε πως δεν αναφερόμαστε σε εποχές όπου δεν ήταν μόνο το έργο που κινδύνευε, αλλά και η ίδια η ζωή ή το μέλλον του καλλιτέχνη ως πολίτη). Πολύ συχνά –αν όχι πάντα– συγγραφείς με καυστική πένα, όπως τα τρανταχτά σ’ εμάς σήμερα παραδείγματα του Μολιέρου (σημ.: η έκδοση θα πληροφορήσει τον αναγνώστη πως ύστερα από την απαγόρευση των δημόσιων παραστάσεων του Ταρτούφου, ήρθε και η απαγόρευση των ιδιωτικών παραστάσεων στα σαλόνια των ευγενών!) ή του ντε Σαντ κ.ά κατηγορήθηκαν για μηδενισμό, έναν μηδενισμό τον οποίο προφανώς και εχθρεύονταν. Ο ίδιος ο Μολιέρος αναγκάστηκε τελικά να εξηγήσει –μιλώντας, ερήμην του, εξ ονόματος όλων των σπουδαίων σατιρικών συγγραφέων, είτε κωμωδών είτε ειρώνων– πως το έργο του σε καμιά περίπτωση δεν πολεμά βασικές ανθρώπινες αξίες, όπως είναι η αρετή, η υγιής θρησκευτικότητα, ο έννομος βίος, επειδή γνωρίζει βεβαίως πως κάθε τρόπος ζωής που ακολουθείται από έναν άνθρωπο που πασχίζει εμπράκτως να κάνει το καλύτερο δυνατό για το κοινωνικό σύνολο είναι ο σωστός τρόπος. Ακόμη και αξίες αμφιλεγόμενες για τους, κατά τ’ άλλα (με ή χωρίς ειρωνεία), ελεύθερους καιρούς μας, όπως η θρησκευτική πίστη, έχουν τα οφέλη τους για το κοινωνικό σύνολο, όπως έχουν επίσης και το κάλλος τους, την αισθητική τους, που είναι η πλέον συνδεδεμένη με την παρηγοριά έννοια. Αυτό λοιπόν που καυτηρίαζε ο Ταρτούφος ή ο Απατεώνας ήταν η κακή πρόθεση, η οποία θα μαγάριζε όποια «έξοδο» από τον νου του ιδιοτελούς ανθρώπου κι αν έβρισκε, είτε αυτή λεγόταν θρησκεία, είτε έθνος, είτε τέχνη, οτιδήποτε.

Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό ένα έργο σαν τον Ταρτούφο στις μέρες μας, που είναι τάχα τόσο μακρινές από τα διάφορα «σκοτεινά» διαλείμματα της Ιστορίας, που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τα έχουμε μάθει πια όλα, ότι «όλα έχουν ειπωθεί». Ένα έργο σαν τον Ταρτούφο είναι τόσο σημαντικό γιατί η ίδια του η ύπαρξη, μια στοίβα χαρτιά κατάστικτα από μελάνι (που ανάθεμα κι αν διάβασε κανείς τις λέξεις τους προτού τα κρίνει), ανάγκασε έναν καλλιτέχνη να μιλήσει ανοιχτά για το πιο λογικό: πως ολάκερη η τέχνη μ’ όλα τα είδη της είναι ένα παραμύθι, μια παραβολή, μια ωραία ιστορία όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και συνάμα όλα είναι ακριβώς όπως φαίνονται. Οι ωραίες αυτές ιστορίες μπορούν να είναι απολύτως ρεαλιστικές, να έχουν να κάνουν με γεγονότα που θα συνέβαιναν σε κάθε χρόνο, σε κάθε τόπο, σε κάθε άνθρωπο, μακριά μας, γύρω μας, μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Το νόημά τους όμως πηγαίνει πιο βαθιά από τα φανερά διδάγματα που τραγουδούν με τους στίχους τους οι ήρωες (ο Ταρτούφος υπήρξε ένας θύτης κι ο Οργκόν υπήρξε το θύμα – άραγε ο Ταρτούφος ξέρει γιατί έγινε θύτης, άραγε ο Οργκόν ξέρει γιατί έγινε θύμα;). Πολύ συχνά, το νόημα βρίσκεται πράγματι στην ίδια την ύπαρξη του έργου, στις αντιδράσεις των άμεσα ενδιαφερόμενων-στόχων της σάτιρας, στις αντιδράσεις ακόμη κι εκείνων που η σάτιρα δεν τους είχε λάβει υπόψη, αλλά μυγιάστηκαν από μόνοι τους, αφού τελικά η δική τους μύγα ήταν πιο καλά κρυμμένη απ’ των άλλων.

Το ποιόν των ηρώων ενός θεατρικού έργου λίγο μας απασχολεί. Ούτως ή άλλως, κάθε έργο τέχνης είναι μια σκηνή, όπου όσα συμβαίνουν είναι φτιαγμένα κομματάκι κομματάκι με μελετημένα υλικά, από χέρι διδαγμένο. Και κάθε έργο τέχνης ένα ζητάει: να είμαστε αληθινοί. Ακόμη κι αν φέρουμε τον ίδιο τον καλλιτέχνη στο αμήν, και τον αναγκάσουμε να βγει ο ίδιος και να μας πει: «Εγώ το μόνο που ήθελα να πω ήταν να είμαστε αληθινοί», και πάλι, ας γίνουμε αληθινοί. Ποτέ δεν είναι αργά. Γι’ αυτό η Κάθαρση έρχεται πάντα στο τέλος, επειδή ποτέ δεν είναι αργά. Αν ερχόταν από την αρχή, ή κάπου στη μέση, σημεία και τέρατα θα μπορούσαν να δουν τα μάτια μας από κει κι έπειτα.

Μπορεί το χρέος και ο σκοπός του κωμωδού να είναι η ανάδειξη των αρετών (κι αν υπάρχει κάτι καλύτερο από το να προκαλείς το μπουμπούκι της αρετής ν’ ανθίσει σε μια αθώα ψυχή, είναι το να φυτεύεις τον σπόρο της σε μιαν ένοχη), ας μην το παρακάνουμε κιόλας. Εδώ μιλάμε για κωμωδίες. Κι οι κωμωδίες έχουν ένα κρυφό δίδαγμα: όταν φέρεσαι σαν ηλίθιος, να περιμένεις να σου φερθούν σαν ηλίθιο. Οι τραγωδίες καμιά φορά ξεφεύγουν∙ μια κωμωδία όμως είναι καταδικασμένη να εκφράζεται σαν ποίηση πολιτική.

Κάποια στιγμή, θα πρέπει να σταματήσει να είναι απαραίτητο για τις κωμωδίες ένα νόημα που να τους ευχαριστεί όλους, ή, καλύτερα, που να δουλεύει για λογαριασμό όλων, εφόσον θέλει να κάνει τους κακούς καλούς και τους καλούς καλύτερους. Ένας κωμωδός, λόγω της ευαισθησίας που προϋποτίθεται στην τέχνη του, είναι συνήθως πολύ ευγενής για να πράξει διαφορετικά. Οι αναγνώστες/θεατές των κωμωδιών όμως θα είχαν σίγουρα τη δύναμη να απελευθερώσουν οι ίδιοι τις κωμωδίες που προσπαθούν να απελευθερώσουν εκείνους… πώς αλλιώς, παρά εφαρμόζοντας τις «προσταγές» τους, πώς αλλιώς, παρά δείχνοντας λίγη εμπιστοσύνη στην αλήθεια, πρώτον, με την πρόληψη, δηλαδή προσπαθώντας όσο γίνεται να ζουν ζωές τέτοιας ποιότητας, που οι κωμωδοί να μην μπορούν να «τους πιάσουν στο στόμα τους», ή, δεύτερον, με τη θεραπεία, προσέχοντας να προλάβουν την πτωτική πορεία στην αρχή της, ή, τρίτον, με την αποκατάσταση, φροντίζοντας, εάν έχουν ήδη προσβληθεί από νόσους όπως η Υποκρισία, να μετριάσουν όσο γίνεται τις αναπηρίες που τους άφησε. Επειδή κανενός είδους πόλεμος δεν ωφελεί. Ο πόλεμος στην τέχνη έχει πάντοτε το αντίστροφο αποτέλεσμα απ’ αυτό που θέλουν οι υποκινητές του: Απαγορεύεις ένα έργο; Το κάνεις χίλιες φορές πιο διάσημο απ’ όσο θα μπορούσε να γίνει εάν το είχες αφήσει να περάσει∙ καταγγέλλεις ουρλιάζοντας πως σε προσβάλλει; Κινείς αμέσως υποψίες πως μπορεί να έχεις λερωμένη τη φωλιά σου. Ενώ η Αλήθεια, από την άλλη, είναι απλώς και απλά ειρηνευτική. Ας γίνουμε αληθινοί, κι όλα θα καταλαγιάσουν. Πόσο μάλλον αν πορευτούμε προς την Αλήθεια όπως πρέπει –ή όπως τυχαίνει, ποιος ξέρει– να πορεύεται κανείς προς την Αλήθεια: κρυφά και μόνος. «Για να μην γίνει τραγωδία ετούτη η κωμωδία…» [σελ. 271]

Τι πρέπει να περιμένουμε, λοιπόν, από το έργο Ταρτούφος ή ο Απατεώνας; Τι πρέπει να περιμένουμε από τον Μολιέρο; Άραγε, αν τον δούμε στο θέατρο, υπάρχει περίπτωση να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια ακόμη λογοκρισία; Μάλλον όχι… Σ’ αυτό το σημείο, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως στη χώρα μας υπάρχει μια άτυπη κλίμακα «κλασικότητας» – όσο ψηλά στις βαθμίδες της οποίας βρίσκεται ένας συγγραφέας τόσα και τα προνόμιά του. Στις ψηλότερες αυτές βαθμίδες της κλίμακας «κλασικότητας», ο συγγραφέας δεν προικίζεται μόνο με το «απυρόβλητο» αλλά και με το… «ακίνδυνο». Όσο πιο κλασικός θεωρείται δηλαδή ένας συγγραφέας (και λέγοντας «κλασικός» εννοούμε συνήθως… παλιός και διάσημος) τόσο λιγότερο τον ακούμε. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει περίπτωση ούτε για τον θεατή ενός Ταρτούφου να βγει απ’ το θέατρο ορκισμένος εχθρός της μεταφυσικής υποκρισίας, ούτε και για την Ε.τ.Ε., για παράδειγμα, να εισηγηθεί την απαγόρευση της παράστασης. Κανείς δεν δίνει σημασία στις γηραιές πένες. Αντίθετα, οι πιο «κοντινοί» μας συγγραφείς, είτε εν χρόνω (σύγχρονοι) είτε εν τόπω (ομοεθνείς), που δεν έχουν ακόμη κερδίσει μια υψηλή θέση στην κλίμακα κλασικότητας, έχουν περισσότερες πιθανότητες τόσο να παθιάσουν όσο και να θίξουν – ακριβώς επειδή είναι «κοντά» μας, δεν μας χωρίζει δηλαδή από αυτούς ένα πολιτισμικό χάσμα γενεών, το οποίο ναι μεν μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις εξαιτίας της ανομοιότητας μεταξύ «παλιού» και «νέου», παράλληλα όμως δημιουργεί και, συχνά ανυπέρβλητες, δυσκολίες κατανόησης μεταξύ των δύο «πλευρών», με αποτέλεσμα εκείνες να κουραστούν και, από κάποιο σημείο και μετά, να μην ενδιαφέρονται πια ν’ ασχοληθούν η μια με την άλλη, προβαίνοντας σε μια ανακωχή σαν εκείνη των γονιών που αγαπούν τα παιδιά τους όσο κι αν τους ταλαιπωρούν, και των παιδιών που αγαπούν τους γονείς τους όσο κι αν τα καταπιέζουν.
    
Έτσι λοιπόν, ο Ταρτούφος ή ο Απατεώνας θα περάσει μάλλον απαρατήρητος, εφόσον είναι πια ακίνδυνος και απυρόβλητος∙ εφόσον είναι –ιδού το κρίμα του– παλιός, «κλασικός», σχεδόν «απλοϊκός»∙ εφόσον εκφράζει ιδέες τόσο γνωστές πια και χιλιοειπωμένες, που για άλλη μια φορά δεν θα καταλάβουμε πως το κλισέ δεν είναι παρά το ενοχλητικό αγκάθι μιας ιδέας που φυτρώνει ξανά και ξανά επειδή δεν λέμε να την κάνουμε πράξη, και η αιχμηρότητά της μας ενοχλεί επειδή μπερδευόμαστε και πιστεύουμε πως, επειδή χωνέψαμε το όνομα της ιδέας, σημαίνει πως αυτομάτως χωνέψαμε και την ίδια την ιδέα. Ο Ταρτούφος ή ο Απατεώνας θα περάσει μάλλον απαρατήρητος εφόσον μιλά για αυτονόητα που δεν είναι αυτονόητα για κανέναν (πόσο μεγάλη η απόσταση που χωρίζει τη γνώση από την πράξη!)∙ εφόσον μιλά για μια κοινή λογική που δεν είναι ούτε κοινή ούτε λογική∙ εφόσον τολμά να βάζει λόγια αναρχικά να υπηρετήσουν τις ύψιστες Αρχές∙ εφόσον δεν βοηθάει καθόλου την κατάσταση ο μεταφραστής του, ο οποίος δεν φημίζεται στους κύκλους των σχολαστικών για το sola scriptura της τεχνικής του, κι όμως αυτήν τη φορά μάς παρουσιάζει μια μετάφραση με το μέτρο της, με την ομοιοκαταληξία της, με τα όλα της, μια μετάφραση που ξεχειλίζει από τον ίδιο της τον εαυτό, προσθέτοντας λίγο ακόμη λάδι στη φωτιά της Υποκρισίας, εδώ στο παρακλάδι της Γλώσσας, λέγοντάς μας, κανόνες ζητήσατε; κανόνες θα λάβετε – ούτως ή άλλως, και πάλι δεν θ’ αντιληφτείτε την Ποίηση και την Αρετή, που θα συρθούν κάτω απ’ τη μύτη σας, ελεύθερες λύκαινες με ρυθμική προβιά.
    
Αλλά κάπως έτσι δεν είναι πάντα η Γλώσσα; Ο Γ. Μπλάνας σε μια άλλη εργασία του, το Αλφαβητάρι του Διαβόλου του Α. Μπιρς (εκδ. Ηλέκτρα 2007), μεταφράζει: «Γλώσσα: η μουσική με την οποία γοητεύουμε τα ερπετά που φυλάνε το θησαυρό κάποιου άλλου». Και έχουμε μεγάλη ανάγκη τη μουσική των Σατιρικών, επειδή η δική τους μουσική είναι ύπουλη, είναι υπόκωφη, σαν από ξύλινη φλογέρα με στενές οπές, γι’ αυτό και ικανή να μαγέψει όχι μόνο τα φίδια, μα και τ’ αυγά τους ακόμα, κυρίως τ’ αυγά τους, που έχουν αρχίσει να σκάνε ένα ένα στην κοινωνία μας, διότι με περισσή υποκρισία μιλούσαμε για τα δικαιώματα των ζώων, όταν το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να φτιάξουμε μια ωραία ομελέτα.