Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Ταινίες που θέλω να ξαναδώ : Ο Δρόμος των Αισθήσεων

της Ανίσσας Χάσιμ

Κάποτε είχε δηλώσει ότι αν δεν ήταν σκηνοθέτης θα ήθελε να είναι ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Να παραμορφώνει την πραγματικότητα αφήνοντας στο τέλος μόνο μια θολή ψευδαίσθηση της. Μα αυτό ακριβώς είναι και οι ταινίες του, μια φευγαλέα σκιά που μαρτυρά την ύπαρξη ενός συναισθήματος ή ακόμα μιας επιπλέον αίσθησης, που ψιθυρίζεται ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά ποτέ κανείς δεν είχε μια απτή απόδειξη ότι όντως υπήρξε.

Γεννημένος στο Παρίσι, το 1947, ο Πατρίς Λεκόντ αρχικά εργάστηκε σαν σχεδιαστής κόμικ για λογαριασμό γνωστών γαλλικών εντύπων, ενώ παράλληλα προσέφερε τις υπηρεσίες  του αρθρογράφου στο θρυλικό “cahiers du cinema”. Οι σκηνοθετικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν στη δημιουργία μιας σειράς τριών ταινιών μικρού μήκους, που ολοκληρώθηκε λίγο καιρό αφότου αποφοίτησε από το IDHEC (Institut des hautes études cinématographiques). Το 1976 γυρίζει την πρώτη του μεγάλης διάρκειας ταινία με τίτλο «Les vécés étaient fermés de l'interieur», η οποία δεν καταφέρνει να κερδίσει το γαλλικό κοινό και πολύ γρήγορα αποσύρεται από τις αίθουσες. Παρ’ όλα αυτά ο σκηνοθέτης δεν πτοείται και δύο χρόνια μετά επιστρέφει για να κάνει το πολύ επιτυχημένο «Les bronzés», το οποίο αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας «Les bronzés», «Les Bronzés font du ski» και «Les Bronzes 3, Amis pour la Vie», που προβλήθηκε το 2006. Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε το 1990, μέσα από την ερωτική ιστορία «Ο εραστής της κομμώτριας». Ενώ η  κορυφαία στιγμή της καριέρας του έρχεται το 2002 όταν προτείνεται, με το φιλμ «Η χήρα του Σαίντ – Πιέρ»,  για το τιμητικό «Grand Jury Prize».

Την ίδια χρονιά βγαίνει στις αίθουσες «Ο δρόμος των αισθήσεων», με πρωταγωνίστρια την νέα αγαπημένη των Γάλλων Λετίσια Κάστα. Ο Λουί γεννιέται σ’ ένα από τα διάσημα παρισινά μπορντέλα της δεκαετίας του ’40. Μεγαλώνοντας το σπίτι γίνεται ο κόσμος του, και η φροντίδα των γυναικών που ζουν σε αυτό, η μοναδική του έγνοια. Η ζωή του αλλάζει όταν ένα πρωί καταφτάνει στο σπίτι ένα καινούργιο κορίτσι. Ο Λουί που ήξερε ότι κάποτε θα συναντούσε κάποια που θα της μοιάζει, βρίσκεται τώρα ανήμπορος να κοιτά κατάματα πεπρωμένο του. Η Μαριόν από την άλλη ανακαλύπτει στο πρόσωπο του έναν φύλακα – άγγελο, πρόθυμο να θυσιάσει ακόμα και την ίδια του τη ζωή προκειμένου να της εξασφαλίσει την ευτυχία. Πάντα στο πλευρό της, παίζοντας διαφορετικούς ρόλους όποτε είναι απαραίτητο, δεν διστάζει ακόμα και να ψάξει ανάμεσα σε άλλους άντρες, ώστε να βρει για χάρη της εκείνον που θα φαντάζει στα μάτια του αντάξιος σύντροφος στο πλάι της. Εξαιτίας της δικής της παρόρμησης γίνεται ανίκανος να καταλάβει, ότι ο Ντιμίτρι - ο μυστηριώδης άντρας που τυχαία θα βρεθεί ένα βράδυ στο δρόμο της - δεν είναι εκείνος που και οι δύο περίμεναν. Το μαύρο αυτοκίνητο που δεν σταματά να καταδιώκει το ζευγάρι, θυμίζει κάτι από τη μοίρα από την οποία ο Λουί προσπαθούσε να προφυλάξει τη Μαριόν.

Ο Λεκόντ εδώ πλάθει ένα συναίσθημα που απέχει πολύ απ’ αυτό που συνηθίζουμε να βαφτίζουμε έρωτα. Η ανιδιοτελής προσφορά ενός πλάσματος, που με όσα νιώθει χτίζει έναν κόσμο ικανό να χωρέσει όσα δεν μπορούν να κατανοήσουν οι άνθρωποι. Ο ήρωας του δεν είναι ένας κοινός άντρας που πέφτει ηττημένος μπροστά σ’ ένα πάθος, είναι περισσότερο η υπόσχεση μιας άλλης πλευράς, που κρύβεται κάπου μέσα μας.