Top menu

Τέσσερις ποιητές της Ρωσικής Πρωτοπορίας

ρωσική-μπλάνας-2

Ανθολογεί & μεταφράζει ο Γιώργος Μπλάνας

ΝΙΚΟΛΑΗ ΖΑΜΠΟΛΟΤΣΚΗ
[1903-1958]

ΤΕΧΝΗ

Φυτρώνει ένα δέντρο, μεγαλώνει, θυμίζει
μια φυσική κολώνα φτιαγμένη από ξύλο.
Πετάει μέλη, στολισμένα με φύλλα.
Ένα εκκλησίασμα τέτοιων δέντρων
κάνει ένα δάσος, ένα άλσος, έναν ολόκληρο δρυμό.
Όμως ο ίδιος ο ορισμός του δάσους παραμένει ασαφής
όταν απλά καταδεικνύουμε την τυπική δομή του.

Το παχύ κορμί μιας γελάδας,
πάνω στα τέσσερα ποδάρια του,
στεμμένο με τον τρούλο του κεφαλιού κι ένα ζευγάρι
κέρατα (σαν μισοφέγγαρο), είναι επίσης ασαφές,
είναι επίσης ακαθόριστο
αν ξεχάσουμε την θέση που κατέχει
στον χάρτη των ζωντανών πλασμάτων.

Ένα σπίτι, μια ξύλινη κατασκευή,
συναρμοσμένο σαν κοιμητήριο δέντρων,
διαρθρωμένο σαν πυραμίδα πτωμάτων,
όμοιο με τάφο θολωτό -
ποιος θνητός θα μπορούσε να το κατανοήσει,
ποιος ζωντανός θα μπορούσε να το κατοικήσει,
αν ξεχνούσε τον άνθρωπο,
που έκοψε τα ξύλα και το έφτιαξε;

Αυτός ο άνθρωπος, ο κυρίαρχος του πλανήτη,
ο κυβερνήτης τού δάσους,
ο αυτοκράτορας του κρέατος,
ο Σαβαώθ ενός σπιτιού -
αυτός κυβερνά τον πλανήτη,
και κόβει τα δάση,
και σφάζει τη γελάδα,
μα δεν μπορεί να προφέρει μια λέξη.

Όμως εγώ, ένας άνθρωπος μονότονος,
φέρνω στα χείλη μου μια πίπα αστραφτερή,
φυσάω και οι λέξεις, υπακούοντας στην πνοή,
πετούν στον κόσμο, γίνονται πράγματα.
Η αγελάδα μου μαγείρεψε χυλό,
το δέντρο μού διάβασε μια ιστορία,
και τα νεκρά σπίτια του κόσμου
σκίρτησαν σαν ζωντανά.

*

Β. Β. ΧΛΕΜΠΝΙΚΟΒ
[1885-1922]

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΙ ΕΚΑΝΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΦΩΛΙΕΣ...

Εκεί που οι μελισσουργοί έκαναν κάποτε φωλιές
και λύγιζαν στον άνεμο των πεύκων οι κορφές,
ένα κοπάδι αποφάσεις βιαστικές
πέταγαν κι έκαναν χαρές.
Εκεί που πέρναγαν βολίδες λυγερές των πεύκων οι κορφές
και τραγουδούσαν, κελαηδούσαν οι καλοί αηδονιστές
ένα κοπάδι αποφάσεις βιαστικές
πέταγαν κι έκαναν χαρές.
Μες στ’ άγρια, τα σκοτεινά
των πανικών,
μες στα στοιχειά
των περασμένων ημερών,
πέταγαν κι έκαναν χαρές
ένα κοπάδι αποφάσεις βιαστικές
ένα κοπάδι αποφάσεις βιαστικές!
Είστε αηδονόλαλες και γοητευτικές,
τον νου μού παίρνετε, εισβάλετε εντός μου σαν πενιές!
Άντε, γλυκείς μου αηδονιστές,
αιώνιες αποφάσεις βιαστικές.

1908

*

ΔΑΒΙΔ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ
[1882-1967]

ΟΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΝΕΟΙ...

Όλοι είναι νέοι, νέοι, νέοι, νεαροί
και πώς πεινάνε οι κοιλιές τους!
Έλα πίσω μου, λοιπό.
Στάσου πίσω μου, λοιπό.
Λόγο θα σφεντονίσω,
λόγο λακωνικό!
Άντε να φάμε πέτρες και γρασίδια,
το πιο γλυκό, το πιο πικρό και φίδια.
Άντε να χλαπακιάσουμε το απόλυτο κενό,
το πιο βαθύ κι ευγενικό.
Τέρατα ζώα, ψάρια και πουλιά
άνεμο, λάσπη αλάτι και του κόσμου την ουρά.

*

ΑΝΤΡΕΪ ΜΠΙΕΛΥ
[1880-1934]

ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Στέφανα φοράνε τα βουνά μου
κι εγώ ’μαι νέος κι είμ’ εκστατικός
και νιώθω απάνω στα βουνά μου
να ’ν’ ο αγέρας παγωμένος, καθαρός.

Καμπούρης ένας γέρος ανεβαίνει
στα βράχια μου απάν’ -απολειφάδι.
των χρόνων- έλατα μου φέρνει
σα δώρο απ’ των βρεφών τον Άδη.

Χορεύει κόκκινο βαθύ,
γαλάζιο ψέλνει.
Σηκώνει με τα γένια του μια δυ-
νατή χιονοστιβάδα, όλο ασήμι στολισμένη.

Τραγουδάει
σαν τενόρος,
ένα έλατο πετάει.
Δορυφόρος

κείνο γράφει την τροχιά του:
λάμπει, φέγγει ο τόπος όλος,
κατεβαίνει, κι η φωτιά του
γίνετ’ ένας σβώλος.

Πώς χρυσώθηκαν οι τόποι!
Τι χρυσόσκονες σκορπίζει!
Κι από κάτω, οι άνθρωποι
λεν: «Ο ήλιος μας φωτίζει!»

Χρυσάφια τρέχουν οι πηγές.
Γάργαρες φωτιές εκβάλλουν
πάνω στις βουνοπλαγιές,
σαν σταγόνες πορφυρές
κρυστάλλου.

Κι εγώ μια κούπα βάζω
κρασί και πάω στο βουνό,
στον καμπούρη πάνω αδειάζω
αφρισμένο ποταμό.

Μόσχα 1904