Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Τέννεση Ουίλλιαμς: Το μπελβεντέρε του καλοκαιριού

3theofilakou30.jpg
Μεταφράζει η Μαρία ΘεοφιλάκουΕγγενής υποβολέας στα θεατρικά έργα του, η ποίηση. Οδηγός της πένας του, η απογύμνωση της ψυχής απ' τα προσχήματα. Ο κατά κόσμον Τόμας Λανιέ Ουίλλιαμς (1911-1983), με τη βαριά νότια προφορά που στα χρόνια του πανεπιστημίου τού χάρισε το παρατσούκλι “Τέννεση”, ήξερε να ρίχνει το επίπονο φως του στα σκιώδη ένστικτα των ανθρώπων, στην ανακυκλούμενη εσωστρέφεια των προσωπικών παθών. Το ήξερε όσο και το επιδίωκε, δολώνοντας την ανθρώπινη φύση μέχρι που να τινάξει από πάνω της τη χαμερπή σκόνη της υποκρισίας — την φαινομενική αθωότητα της αμερικανικής κοινωνίας, που από κάτω της κινούνταν τα ταραγμένα νερά της ενοχικής αυτοτιμώρησης.
Κουβαλώντας από τη μητέρα του μία κληρονομιά αποστασιοποίησης από τα πράγματα,  μπορούμε μόνο να φανταστούμε πώς ο νεαρός Τέννεση Ουίλλιαμς βυθίστηκε γρήγορα στον κόσμο των άυπνων νυχτών του δωματίου του, με τη γραφομηχανή και τις πρωτόλειες ποιητικές σημειώσεις του. Εκεί, δυσδιάκριτος πίσω από τη θολή υπερένταση καφέδων και καπνού, ξεκίνησε τις αποδράσεις του από τη δυσλειτουργική του οικογένεια κι απ' τον πεζό τρόπο με τον οποίο κύλαγε γύρω του ο χρόνος. Και ήταν η ποίηση εκείνη που πρώτη θα τον τράβαγε μακριά.
Τα ποιητικά εγχειρήματα του Ουίλλιαμς είναι αλήθεια ότι μισοθάφτηκαν κάτω από το βάρος των πρωτότυπων θεατρικών του χαρακτήρων, οι οποίοι πήγαν τη ζωή τους πολύ πιο πέρα απ’ το χαρτί.  Παρόλα αυτά, ο Ουίλλιαμς μέσα από το ποιητικό του έργο, που συνοψίζεται στις δύο συλλογές Μες στον χειμώνα των πόλεων (In the Winter of Cities – 1956) και Ανδρόγυνο, Αγάπη μου (Androgyne, Μon amour – 1977), επιστρέφει πιο προσωπικός στην φωλιά της σκληρά μελαγχολικής εσωστρέφειας όπου γαλουχήθηκε, σκάβοντας με ακονισμένη ειλικρίνεια προς την αλήθεια του.
Ήδη στο ποίημα Το μπελβεντέρε(1) του καλοκαιριού (The summer belvedere), που δημοσιεύθηκε το 1944, και που αργότερα συμπεριλήφθηκε στον Χειμώνα των πόλεων, ο Ουίλλιαμς βρίσκεται αποτραβηγμένος στην κορυφογραμμή του κόσμου όπως τον ξέρει, απολαμβάνοντας μια προνομιακή θέα της εποχής του — προνομιακή, επειδή ακριβώς είναι αποτραβηγμένη.  Από τον εξώστη του στην επαρχιακή πόλη Provincetown του ακρωτηρίου Cape Cod, όπου συνήθιζε να αποσύρεται, μαντεύει την καθημερινότητα των ανθρώπων από κάτω, η οποία λερώνεται απ’ το νωπό μελάνι της επικαιρότητας• από το αποτύπωμα ακόμη ενός παγκόσμιου πολέμου. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που ο Ουίλλιαμς θέλει να γνωρίζει.
Ο ίδιος γράφει από την Provincetown προς τον εκδότη του, Jay Laughlin, την 1η Νοεμβρίου του 1944(2):

«Είναι ήσυχα και ηλιόλουστα εδώ, το Φθινόπωρο μόλις που αρχίζει, μεγάλα δωμάτια γεμάτα κίτρινο φως, ήχοι από γυναίκες που χαζολογούν, όλα πολύ καθησυχαστικά κι ευχάριστα σε αυτόν τον φρικτό κόσμο. Μόλις πριν να αφήσω τη Νέα Υόρκη είδα «Το ουράνιο τόξο» (σοβιετικό φιλμ) στο Stanley της Times Square. Μια τόσο δυνατή σπουδή του μίσους και της φρίκης! Υποθέτω ότι αυτή είναι μια γνήσια απεικόνιση του τι συμβαίνει έξω από το “μπελβεντέρε”, κι ένιωσα ιδιαίτερα ταρακουνημένος απ’ αυτήν. (…) Με τέτοια θηριωδία εξαπολυμένη στον κόσμο, δεν βλέπω πώς μπορεί να υπάρξει ξανά ειρήνη για εκατοντάδες χρόνια. Αυτά είναι τα πράγματα για τα οποία θα έπρεπε κανείς να γράφει. Πώς να συμφιλιώσει τον κόσμο μου, ή -ας πούμε- τον κόσμο του Charles Henri Ford –τρυφερά ή ιδιωτικά συναισθήματα ή σπάνιες, απόκρυφες επιθυμίες με αυτό που συμβαίνει έξω. Τον μίκρο με τον μάκρο κόσμο! Θα ‘πρεπε καν να προσπαθήσει κάποιος; Ή μειλίχια να θεωρήσει, όπως υποθέτω κάνει ο Charles, ότι εμείς είμαστε οι αληθινά σημαντικοί με τις βαρυσήμαντες έγνοιες».

Απαντώντας στο ίδιο του το ερώτημα, και μολονότι οι ριπές του μακρινού όσο και πραγματικού κόσμου μπλέκουν στος γραμμές του ποιήματος, ο Ουίλλιαμς θα σκηνοθετήσει από το παρατηρητήριο του μία αντίσταση στην εντροπία του φρικαλέου έξω κόσμου και μια αναμέτρηση με τους δικούς του δαίμονες. Είναι ο ποιητής Τέννεση Ουίλλιαμς, που γυρεύει να ξορκίσει το τυφλό τραύμα του από έναν υπόγειο πόλεμο μες στον χειμώνα των πόλεων και των ανθρώπων. Ώσπου επιτέλους η απελπιστικά μακριά λέξη, που τον χωρίζει από τον ουρανό, να ακουστεί.

I

Τέτοια παγωμένα τραύματα οι άνθρωποι της πόλης φέρουν
κάτω από καφέ παλτά που περιβάλλουν μαραμένα μέλη!

Δεν θέλω να ξέρω γι' ακρωτηριασμούς

ούτε να είμαι μπροστά στην παρατεταμένη βραδινή αποβίβαση
ζεστών και υγρών φορτίων μες σε σκισμένα περιβλήματα
που τα πλοία του ελέους μεταφέρουν πίσω από τον πόλεμο.

Ζούμε σε βράχια πάνω από τέτοια στενάζοντα νερά!

Οι βολβοί των ματιών μας είναι θαμπωμένοι από τ’ όραμα φλεγόμενων πόλεων,
τα τύμπανα των αυτιών μας θρυμματισμένα από κανόνι.
Μια έκρηξη των ετοιμοθάνατων,
μία βροντή ανθρώπων που δεν μπορούν να πάρουνε ανάσα

πιάνεται στον όλμο και καλουπώνεται μέσα στους τοίχους.

Κι εγώ, έχοντας εμμονή σε έναν τρόμο πραγμάτων διαβρωμένων,
τραχειών στροφίγγων, καναλιών που κοπιάζουν για να ρεύσουν,
δεν έχω καμιά επιθυμία να γνωρίζω για νοσηρούς ιστούς,
για κύτταρα που αρχίζουν τερατωδώς ν' ανθίζουν.

Υπάρχει μία ώρα που η αρρώστια θα μαθευτεί
σαν κάτι περισσότερο από αφορμή για ενός αργόστροφου συγγενή τη θλίψη.
Αλλά και πάλι ο παρατηρητής μέσα στη σιωπηλή μου πόλη
διασφαλίζει τα χρέη εκκρεμούς της καρδιάς
και κανέναν λόγο δε ρωτά αλλά κρατάει μια πιστή σκοπιά

όπως εγώ κρατάω τη δική μου από του μπελβεντέρε τα ύψη!

Κι ενώ καμιά αετοφωλιά δεν είναι αφιερωμένη στον άνεμο εξ ολοκλήρου,
ένας τοίχος κλαδάκια μπορεί να χτίσει κάποιου είδους καλοκαίρι.

ΙΙ

Ζήτησα από τον πιο ευγενικό μου φίλο να φρουρεί τον ύπνο μου.

Του είπα, Δωσ’ μου την ασάλευτη λόχμη του καλοκαιριού,
το βελούδινο cul-de-sac(3), και σώπασε τον τυμπανιστή.

Του είπα, Βούρτσισε το μέτωπό μου μ' ένα φτερό,
όχι με ένα του αετού φτερό, ούτε με σπουργιτιού,
αλλά με το σκιώδες φτερό μιας κουκουβάγιας.

Του είπα, Έλα σε μένα ντυμένος με καλύπτρα και με κάπα,
και βαστάζοντας ένα κερί που η φλόγα του είναι άκαμπτη πολύ.

Το μπελβεντέρε μας δεσπόζει πάνω από μια ανηφόρα αγκαθερή.

Του είπα, Δώσε μου τον δροσερό λευκό πυρήνα του καλοκαιριού,
τον απάνεμο τερματικό σταθμό του, και ησύχασε τον τυμπανιστή!

Του είπα, Πες στον τυμπανιστή
οι αντάρτες διέσχισαν το ποτάμι και κανείς δεν είναι εδώ
εκτός από τον Τζον με τη σπασμένη κνήμη και τον βλαμμένο Πεγκ
που πυροβόλησαν χαρτάκια σαλιωμένα στο φεγγάρι από το μπελβεντέρε.

Πες στον πυρετικό τυμπανιστή κανείς δεν είναι εδώ.
Τι γίνεται όμως αν δεν με πιστέψει;
Δωσ' του αποδείξεις!
Γιατί κανένα ψέμα δεν υπάρχει που να μην περιέχει κανένα μέρος της αλήθειας.

Και τότε, με το είδος του θάρρους που 'ρχεται με τον πυρετό,
το σώμα γινόμενο κλαριά που ανθίζουν με τη φλόγα,
η φλόγα για λίγο συγκαλύπτοντας αυτό που κατατρώει,
στράβωσα και τεντώθηκα για να κρυφοκοιτάξω στο πιο ψηλό δωμάτιο —

είδα τον επισκέπτη εκεί, κι εκείνον ήξερα
ως το αναμένον μου στοιχειό.

Το μπελβεντέρε ήτανε μελαγχολικό.

ΙΙΙ

Είπα στον πιο ευγενικό μου φίλο, Η ώρα έχει έρθει
να πιάσουμε ό,τι είναι ταραγμένο και να το κάνουμε να ησυχάσει.

Του είπα, Τύλιξε τα χέρια σου πάνω στο τύμπανο.

Μην επιτρέψεις κανενός είδους ξαφνική ή απότομη διαταραχή
αλλά κινήσου γύρω από τον εαυτό σου αδιάκοπα, τηρώντας τη σκοπιά
με δάχτυλα που το άγγιγμά τους είναι υπνωτικό, βουρτσίζοντας τους τοίχους
ώστε να γαληνέψεις το σπασμωδικό τους ρίγος,
σύροντας τα μανίκια σου πέρα ως πέρα στους εχθρικούς καθρέφτες
και κάνοντας χούφτα τις παλάμες σου για ν' ανασάνεις πάνω στο γυαλί.

Μετά από λίγο η αγωνία θα περάσει.

Η ώρα έχει έρθει, είπα, για εξαγνισμό.

Τρίψε τις ασελγείς επιγραφές στους τοίχους για να σβήσουν,
αφαίρεσε των φυλακισμένων τα ονόματα και τις κατάρες,
γιατί η έλλειψη πίστης έχει αφήσει εδώ βρωμιές,

και ψιθύρισε πίστη στο μπελβεντέρε του καλοκαιριού.

Τράβηξε πίσω τους χαρταετούς της υστερίας από τον ουρανό,
κείνα τα ψάρια που σπαρταράνε τράβηξ’ τα πίσω από την άπνοη δεξαμενή τους,
και ψιθύρισε διαβεβαιώσεις ψύχραιμος
στις άγρυπνες γωνίες, και ψιθύρισε ύπνο και ύπνο
κατά μήκος στα πέλματα των σκαλοπατιών, και ως πάνω στο κλιμακοστάσιο,

καθάρισε προς το μπελβεντέρε, ναι, καθάρισε εκεί πάνω, όπου χασκογελώντας ο Τζον
σηκώθηκε όρθιος φορώντας τη διαφάνεια της εφηβείας του
για να πυροβολήσει χαρτάκια σαλιωμένα στο φεγγάρι από τη σκοπιά του καπετάνιου(4).

Κι ύστερα, τελικά, είπε, Τι να κάνω;
Τη γλυκύτερη από τις προδοσίες όλες, του είπα. Γείρε προς το
τεντωμένο μου αυτί
και ψιθύρισε τη μακριά λέξη σ' εμένα,
την πιο μακριά λέξη απ’ όλες σε εμένα,
τη λέξη που χωρίζει τον ουρανό από το μπελβεντέρε.

Σημειώσεις
(1) Μπελβεντέρε: είδος στεγασμένου εξώστη-παρατηρητηρίου στο τελευταίο πάτωμα κτιρίων, ο οποίος προσφέρει περιμετρική θέα. Πρόκειται για ιταλική αρχιτεκτονική, και ετυμολογικά σημαίνει “ωραία θέα”.
(2) Από τον συγκεντρωτικό τόμο της αλληλογραφίας του Ουίλλιαμς: The Selected Letters of Tennessee Williams Volume I: 1920-1945
(3) Cul-de-sac: αδιέξοδος δρόμος (γαλλικά στο πρωτότυπο)
(4) Σκοπιά του καπετάνιου (captain's walk στο πρωτότυπο): ονομασία σκεπαστών θόλων στις ταράτσες παράκτιων σπιτιών της Β. Αμερικής  (παραλλαγή της ιταλικής αρχιτεκτονικής των μπελβεντέρε), που χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήρια για τα διερχόμενα πλοία. Αποκαλούνταν “η σκοπιά του καπετάνιου” ή “η σκοπιά της χήρας” καθώς από τα υπερυψωμένα αυτά σημεία περίμεναν την επιστροφή των ναυτικών.