Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Τάσος Λειβαδίτης: 1957-1966 Προς το νέο ουμανισμό της ποίησης της β' περιόδου [Μέρος 1ο]

Γράφει η Βάγια Κάλφα*
Η λογοτεχνική παραγωγή της δεύτερης περιόδου του Τάσου Λειβαδίτη καλύπτει το χρονικό διάστημα 1957-1966 και περιλαμβάνει τις συλλογές: Συμφωνία αρ. Ι (1957), Οι Γυναίκες με τ' Αλογίσια Μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η Ραψωδία της Οδύσσειας (1963), Οι Τελευταίοι (1966) και η μοναδική συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε ο Λειβαδίτης και φέρει τον τίτλο Το Εκκρεμές (1966). Σε αυτή την περίοδο με τον τίτλο Ποιήματα (1958- 1964) συγκεντρώνονται, επίσης, μικρής έκτασης ποιήματα που γράφτηκαν παράλληλα με τα συνθετικά ποιήματα της φάσης.Ιστορικά μεταξύ της τελευταίας συλλογής της πρώτης περιόδου, Ο Άνθρωπος με το Ταμπούρλο (1956) και Συμφωνία αρ. Ι (1957) που ανοίγει τη δεύτερη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του Λειβαδίτη έχουν μεσολαβήσει το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) και η κατάπνιξη της ουγγρικής επανάστασης από τα σοβιετικά τανκς(2). Στο εσωτερικό η ήττα του κομμουνιστικού κόμματος είναι γεγονός (ήδη από το 1949), η αντικομμουνιστική προπαγάνδα της δεξιάς συνεχίζεται, στο εσωτερικό τα προβλήματα της μεταπολεμικής κοινωνίας παραμένουν οξυμμένα. Ο οικονομικός μαρασμός και η ανεργία μαστίζουν τη χώρα, η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, είναι φαινόμενο ενδεικτικό των καιρών. Παράλληλα, το εργατικό κίνημα πλήττεται από σκληρά αντεργατικά μέτρα. Οι μισθοί περικόπτονται, οι απεργίες χτυπώνται, ενώ καθιερώνεται και το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για την εξασφάλιση και τη διατήρηση θέσεων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα(3). Η λογοκρισία στον εκδοτικό χώρο και την πνευματική ζωή γενικότερα συνεχίζεται και κορυφώνεται με την αντίδραση του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης (1956) στο άρθρο Σημάδια φθοράς και ζωής στα 1955(4) . Επιπλέον, η δεύτερη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του Λειβαδίτη συμπίπτει με το λεγόμενο «κεντρώο διάλειμμα», το οποίο έληξε επίσημα την 21η Απριλίου 1967 με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών(5). Ενδεικτική της ταραγμένης εποχής είναι και η δολοφονία Λαμπράκη το Μάη του 1963.


Μεταξύ των στοιχείων τα οποία εισάγονται σε αυτήν τη φάση, και τα οποία μελετώνται παρακάτω, είναι: η προσωπική ταυτότητα (και τι την καθορίζει, αν αυτο- ή ετερο-καθορίζεται), η αποστολή του ανθρώπου και ο χαμένος χρόνος, ο ρόλος της μοίρας και η δυνατότητα εκλογής στην εξέλιξη της ζωής, η ψυχολογία των φύλων και οι ματαιώσεις, η ματαιότητα και ο θάνατος. Παρατηρείται, επίσης, μία μετατόπιση του ποιητή από το προσκήνιο των ιστορικών γεγονότων (από την εξορία του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και τη συμμετοχή του στον αγώνα του κομμουνιστικού κόμματος εναντίον του καθεστώτος) στο παρασκήνιο της ιστορίας.
Για την ανάδειξη των νέων θεμάτων που πραγματεύεται ο Λειβαδίτης σε αυτή την περίοδο εισάγονται ορισμένα νέα -μορφικά, υφολογικά και γραμματικά- στοιχεία: ο παρελθοντικός χρόνος της αναπόλησης και του απολογισμού παίρνει τη θέση του αγωνιστικού παρόντος και του μέλλοντα  της πίστης και των οραμάτων (που αποτελούσαν κανόνα στην πρώτη περίοδο), ενώ δραματικά(6 , βιβλικά(7) και μουσικά(8) στοιχεία, επίσης, εισάγονται για την επίταση της τραγικότητας της ανθρώπινης φύσης και του πεπρωμένου.

Μελετώντας αυτά τα νέα στοιχεία τα οποία εμφανίζονται στη λογοτεχνική παραγωγή αυτής της περιόδου και εμφανίζονται αφομοιωμένα στην τρίτη περίοδο θα δείξω, αφενός την ποιητική αυτής της φάσης, προσπαθώντας να αιτιολογήσω το χαρακτηρισμό του τίτλου «νέος ουμανισμός» και αφετέρου την «ασυνεχή συνέχεια» του έργου του Λειβαδίτη, κατά τον χαρακτηρισμό του Νούτσου(9).

Το τέλος της συντροφικότητας. Από τον εξιδανικεύμενο στο ρεαλιστικό άλλο. 

Στην ποίηση της πρώτης περιόδου, ο ποιητής βίωνε την πληρότητα μέσα από τους συντρόφους του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, από τη μία πλευρά, και τη μεταξύ τους ομόνοια, και από την άλλη, μέσα από τη σχέση του με την αγαπημένη του σύζυγο Μαρία. Στην ποίηση της δεύτερης περιόδου τόσο οι κομμουνιστές συναγωνιστές του όσο και ο έρωτας αμφισβητούνται -στην προηγούμενη εξιδανικευμένη εκδοχή τους τουλάχιστον- και στη θέση τους ο ποιητής βάζει τις εφήμερες συντροφικότητες και τους καθημερινούς έρωτες, με τις αποτυχίες και τις διαψεύσεις τους.Ήδη από την πρώτη συλλογή της περιόδου, Συμφωνία αρ. Ι, η οποία, κατά τον Ζήση αποτελεί «ανιχνευτή εδάφους στο ψυχρό και αφιλόξενο περιβάλλον της μετεμφυλιακής πολιτείας»(10), ο ποιητής βλέπει γύρω του την νέα κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η πόλη: νικημένοι στρατιώτες επιστρέφουν φοβισμένοι, σκοτεινοί κάμποι και αλύχτησμα σκύλων μες στη νύχτα, τοίχοι διάτρητοι από τις σφαίρες του εμφυλίου, αναποδογυρισμένα φορτηγά, κατεστραμμένα καράβια, σπασμένα όπλα κι υδροσωλήνες, καθημαγμένα λιθόστρωτα, ερειπωμένα σπίτια, ζητιάνοι και πόρνες συνθέτουν ένα σκηνικό τρόμου και συντριβής. Μέσα σε αυτό το μετεμφυλιακό σκηνικό -και σε ισχυρή αντίστιξη με εκείνο- ο εκσυγχρονισμός κάνει την εμφάνιση του και οι κατακτήσεις του αμφισβητούνται από τον ποιητή(11), ο οποίος περιπλανιέται στην πόλη όπου έζησε και αδυνατεί πια να την αναγνωρίσει(12). Μέσα σε αυτό τον χώρο ο ποιητής ψάχνει έναν άνθρωπο με τα ίδια βιώματα με εκείνον να νιώσει ότι τον καταλαβαίνει, αποτυγχάνει ωστόσο.

Για πρώτη φορά στη Συμφωνία, αρ. Ι., όσο προχωράει η αφήγηση, τόσο ο ποιητής βλέπει την αποξένωση γύρω του παντού: ανάμεσα στους συντρόφους, στα ζευγάρια(13), ακόμη ανάμεσα στον ίδιο και τον εαυτό του(14 . Προσπαθώντας να απαντήσει στο επίμονο ερώτημα «τις πταίει»(15) που επανέρχεται στη συλλογή, ο Λειβαδίτης, και με δεδομένα τα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν, αντιλαμβάνεται πως αυτά στα οποία πίστεψε και για τα οποία αγωνίστηκε την προηγούμενη περίοδο δεν υπάρχουν. Τα ιδανικά καταρρέουν μαζί με την επανάσταση, καθώς έρχονται στην επιφάνεια τα πραγματικά κίνητρα των συντρόφων πίσω από τη συμμετοχή στον αγώνα και τα οποία έγιναν αίτια της ήττας.

Στη μεθεπόμενη συλλογή, Καντάτα, ο ποιητής, απαντά στο ερώτημα που έθεσε στη Συμφωνία αρ. Ι, και αποκαλύπτει πως ατομικές φιλοδοξίες, φθόνος, μηχανορραφίες και η καχυποψία μεταξύ των συντρόφων συνέτριψαν το πνεύμα ομοψυχίας που επικρατούσε μεταξύ τους στην πρώτη περίοδο και καταδεικνύει τη χίμαιρα που υπήρξε εξαρχής η πίστη του στο κόμμα.

Καθώς, λοιπόν, ξεφύγαμε τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη,
και βγήκαμε στ’ ανοιχτά
γνωρίσαμε άλλους πιο τρομερούς κινδύνους: των συν-
τρόφων τη ξαφνική λιγοψυχιά,
του κουπολάτη την τυφλή υπακοή, ή την κρυφή φιλοδο-
ξία του άλλου,
την εύκολη αναγνώριση, τον έπαινο του ταπεινού και
την αδιαφορία του μεγάλου,
τη ζήλεια, την αμφιβολία, τη χίμαιρα, την πανουργία
που χαμογελά και την υστεροβουλία που δίνει,
κι απ’ όλα πιο χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι
αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ’ αφίνει. (Καντάτα, 306)

Αυτή η συνειδητοποίηση του πραγματικού προσώπου των επαναστατών με τις εύκολες νίκες και την αδιαφορία απέναντι στα μεγάλα, την υστεροβουλία και την άκριτη υπακοή στους ηγέτες του κόμματος δεν ωθεί τον ποιητή σε παραίτηση από τον άνθρωπο. Αντίθετα, μετά το αρχικό συναισθηματικό «πάγωμα»(16),  ο Λειβαδίτης αναζητά μία ρεαλιστική απάντηση στην ήττα μέσα από τη μελέτη της ανθρώπινης φύσης και της ιστορίας.

Στο ποίημα 1949 π.Χ. από τα Ποιήματα (1958-1964), ο Λειβαδίτης θεωρεί το τέλος της επανάστασης λογικό επακόλουθο των αστοχιών και των προδοσιών εντός του κόμματος, ενώ δείχνει να θεωρεί και αυτές τις ίδιες μέρος της ανθρώπινης φύσης.

Βέβαια, όπως είναι γνωστό, οι προδοσίες και τα λάθη
τσάκισαν την επανάσταση. Ήμουν εικοσιεφτά χρονών. (ό.π., 393)

Πάντα στο ίδιο ποίημα, ο Λειβαδίτης φαίνεται να υποστηρίζει πως όλες οι επαναστάσεις είναι προορισμένες να τελειώσουν «βέβαια», εφόσον πίσω τους υπάρχουν άνθρωποι, με απώτερα κίνητρα ή που αδυνατούν να συνεννοηθούν και να κινηθούν συσπειρωμένοι ως το τέλος. Το νεαρό της ηλικίας, και οι εξιδανικεύσεις της νεότητας, είναι αυτά, κατά τον ποιητή, που εμποδίζουν κάποιον να διαγνώσει έγκαιρα τη ματαιότητα των κοινών αγώνων. Στην ιδια θεματική επίσης, χαρακτηριστικός είναι και ο τίτλος από το ποίημα Μάθημα Ιστορίας(17) της ίδιας ενότητας, ο οποίος δείχνει να υπονοεί ότι είναι στην φυσική εξέλιξη των πραγμάτων(18) και στη ροή της ανθρώπινης ιστορίας το πέρασμα από την πίστη στα ιδανικά, στον αγώνα για την πραγμάτωσή τους και από εκεί στην ματαίωση.

Η διαχρονικότητα και η καθολικότητα της ανθρώπινης περιπέτειας δείχνει να συνοψίζεται στη συλλογή που ακολουθεί την Καντάτα, την 25η Ραψωδία της Οδύσσειας. Σε αυτήν τη συλλογή, ο ποιητής μιλά, σαν άλλος Οδυσσέας, για το δικό του ταξίδι, τις περιπέτειες και τις διαψεύσεις του: τις ταπεινώσεις που βίωσε και τη δυσπιστία των συντρόφων του, τα «μεγάλα σαρκοφάγα αισθήματα»(19) που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις (στο ανείπωτο αναφέρεται συχνά ο ποιητής σε αυτή την περίοδο), την ανωνυμία που απειλεί κάθε άνθρωπο και την αποσιώπηση των ανδραγαθημάτων του, ενώ αναφέρεται στο ανεκπλήρωτο, στο οποίο συχνά επανέρχεται στην τρίτη περίοδο: όσα δε ζήσαμε / αυτά μας ανήκουν, γράφει(20). Δεν είναι χωρίς σημασία ότι από τα δύο ομηρικά έπη, ο ποιητής επιλέγει να δώσει τον τίτλο της συλλογής του από την Οδύσσεια και όχι την Ιλιάδα: θα μιλήσει, όχι για την εποποιία ως απόρροια της κοινής προσπάθειας, αλλά, μετά το τέλος της, για τη μοναχική περιπλάνηση μέχρι την επιστροφή.

Στην ίδια γραμμή με την Καντάτα, η τελευταία ποιητική συλλογή της περιόδου, Οι Τελευταίοι δίνει σώμα σε αυτή την προσπάθεια του απολογισμού (τη διαπίστωση και το συμβιβασμό με την θνητή φύση του ανθρώπου και τη ματαιότητα των πραγμάτων(21)) με την εισαγωγή ηρώων, οι οποίοι, όπως διαπιστώνει ο Ζήσης(22), ενσαρκώνουν όλοι τους από μία διάψευση. Λόγου χάριν, ο αγωνιστής Στέφανος μιλά για το τέλος των μεγάλων πράξεων και των ηρώων(23), ο Γαβριήλ για τις διαψεύσεις της παιδικής ηλικίας(24), ο Γρηγόρης(25) και η Άννα(26) για τα αδιέξοδα των εραστών, η Ελισάβετ για το ανεκπλήρωτο(27). Η αιφνιδιαστική, σε πρώτη ματιά, εισαγωγή της Κλυταιμνήστρας συγχέει τα όρια θεάτρου και πραγματικότητας, επιτείνοντας την αίσθηση της τραγικότητας του ανθρώπου, της αδυναμίας του, συγκεκριμένα, να διακρίνει τι υπήρξε τελικά στη ζωή του αληθινά και τι φαντάστηκε(28).

Αξιζει να σημειωθεί ότι ο Λειβαδίτης δεν γίνεται καταγγελτικός απέναντι στους συντρόφους του ούτε απέναντι στον άνθρωπο γενικότερα. Τα ποιήματά του δεν αποτελούν ένα εύκολο κατηγορώ στις λιποψυχίες, τις προδοσίες και τους συμβιβασμούς τους. Ο ποιητής δεν παραβλέπει την ανθρώπινη φύση των πρώην συντρόφων του, οι οποίοι αν και θέλουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν και να νιώσουν ότι κάπου ανήκουν, αδυνατούν να υπερβούν τη φιλοδοξία τους. Αυτή η φιλοδοξία είναι που καθιστά τραγικούς τους ανθρώπους, γιατί, μετατρέποντάς τους σε υποχείριά της, στο τέλος θα τους συντρίψει.

Αλλά και ο έρωτας, μοναδικός και αμφίπλευρος στην πρώτη περίοδο, στη δεύτερη περίοδο αμφισβητείται. Μοναδικό κίνητρο για τη σύναψη ερωτικών σχέσεων δεν είναι πια η αγάπη και ούτε η διάρκειά της είναι δεδομένη. Η συλλογή Οι Γυναίκες με τα Αλογίσια Μάτια αυτής της περιόδου είναι ενδεικτική της στροφής που συντελείται στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη ως προς την θέση του απέναντι στον έρωτα. Σε αυτήν τη συλλογή ο Λειβαδίτης περιγράφει την εξωσυζυγική σχέση μιας γυναίκας με τον εραστή της, ενώ χώρος της δράσης είναι το ξενοδοχείο όπου συναντιούνται. Με το πρόσχημα αυτής της σχέσης ο ποιητής διεισδύει στον ψυχισμό αντρών και γυναικών και αναγνωρίζει και άλλα κίνητρά τους για τη σύναψη σχέσεων.

Στην ποίηση της πρώτης περιόδου, και πιο συγκεκριμένα στη συλλογή Αυτό το Αστέρι Είναι Για Όλους μας, τη γυναικεία μορφή ενσαρκώνει η γυναίκα του, Μαρία, η οποία είναι τα πάντα για εκείνον: σύζυγος, μητέρα, ερωμένη και φίλη. Στο πρόσωπό της δείχνει να συγκεντρώνει τις αρετές όλων των παραπάνω ρόλων που καλείται να αναλάβει από την κοινωνία (μαγειρεύει, του δίνεται ερωτικά χωρίς ενδοιασμούς, τον φροντίζει και τον καταλαβαίνει), ενώ της αναγνωρίζονται και θετικές ιδιότητες που παραδοσιακά, και στερεότυπα, αποδίδονται στον άνδρα. Είναι μία επιτομή «θηλυκών» ιδιοτήτων, τρυφερότητας, υπομονής και κατανόησης, αφενός, και, αφετέρου, ξέρει να αγωνίζεται για τα προς το ζην σαν άνδρας. Ο Λειβαδίτης την αναγνωρίζει ισάξιά του και την εμπιστεύεται, η πίστη της στη σχέση τους είναι δεδομένη. Εδώ απουσιάζει κάθε ίχνος πάλης των φύλων: η γυναίκα δεν είναι αντικείμενο, ο ποιητής δε στέκεται μόνο στην εξωτερική ομορφιά της,  δεν την αποκλείει από όσα συμβαίνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά της τα εξομολογείται όπως θα έκανε σε έναν ομόφυλο φίλο του.

Τα πρώτα σημάδια κλονισμού της πίστης στην απόλυτη αγάπη εντοπίζονται στο ποίημα Οχτώ Άνθρωποι Βαδίζουν Πάνω στη Γη, από την τελευταία συλλογή της πρώτης περιόδου, Ο Άνθρωπος με το Ταμπούρλο. Σε αυτό το ποίημα η γυναίκα ενός στρατιώτη τού στέλνει ένα γράμμα στο οποίο του γράφει πως, αν και εξακολουθεί να τον αγαπά και καθώς δεν μπορεί μόνη της να ανταπεξέλθει οικονομικά, θα παντρευτεί κάποιον άλλο προκειμένου να γλιτώσει το παιδί τους από την ασιτία. Έτσι, αρχίζει να φωτίζεται για πρώτη φορά σε αυτό το ποίημα ένα άλλο κίνητρο για τη σύναψη σχέσεων, πέρα από την αγάπη που θεωρούνταν δεδομένη ως τότε.

Στις γυναίκες ο ποιητής αναγνωρίζει μία περίπλοκη ψυχοσύνθεση: δίνονται στον άνδρα, είτε για να ξεχάσουν κάποιον άλλο, είτε για να εκδικηθούν, είτε για να γίνει κάτι στη μονότονη ζωή τους και να βρουν μετά έναν προορισμό μέσα στη συντριβή και τη μετάνοια, ενώ δεν αποκλείει την περίπτωση της γυναίκας που κάνει εφήμερες σχέσεις, χωρίς να δεσμεύεται συναισθηματικά, «γιατί η ζωή είναι λίγη και πρέπει να τη γλεντάει κανείς»(29). Κίνητρα τα οποία συνήθως αποδίδονται στον άνδρα αναγνωρίζονται δικαιωματικά και στη γυναίκα και καταρρίπτονται τα στερεότυπα του φύλου που την καθηλώνουν στη μοναξιά ή την αφήνουν έρμαιο της θέλησης του άνδρα.

Ο Λειβαδίτης δίνει ολοκληρωμένο το γυναικείο πορτρέτο με όλο το μεγαλείο και τη μικρότητά του(30). Αναδεικνύονται η αγωνία της να αρέσει και η μέριμνά της να γίνει θελκτική προκειμένου να μην εγκαταλειφθεί(31), η παιδική της πλευρά η οποία εξακολουθεί να πιστεύει και να ονειρεύεται(32) και η σκληρή της όψη απέναντι σε όσους την αγαπούν(33).

Ο άνδρας από την άλλη πλευρά παρουσιάζεται πιο μονοδιάστατος: παρότι θέλει να δοθεί, δεν μπορεί, έχει στο αίμα του το πάθος της κατάκτησης, το οποίο τον οδηγεί σε βιασμούς(34) κι επαναστάσεις. Οι πράξεις του άνδρα στοχεύουν στην έξαψη, γι αυτό και μόλις κατακτήσει το αντίκειμενο το κυνήγι του οποίου προκαλεί την έξαψη, χάνει το ενδιαφέρον του και αλλάζει στόχο. Γι αυτό το λόγο αποτυγχάνουν, κατά τον ποιητή, οι σχέσεις των δύο φύλων. Ο άνδρας ζητά την ένταση, η γυναίκα την έκταση, το δικό του απόλυτο κορυφώνεται στη στιγμή, το δικό της προοδευτικά, στη διάρκεια.


Σε αυτή τη διαφορά αποδίδεται και το αναπόφευκτο τέλος των ερώτων.
Κι άντρες, που όσο κι αν προσπάθησαν να δοθούν, δεν κα-
τορθώσανε
παρά να συνεχίζουν την πανάρχαιη αρσενική τρέλλα της α-
πόχτησης. (Συμφωνία, αρ. 1, σελ. 223)    

«Πανάρχαιη» και «αρσενική» αυτή η «τρέλλα» γίνεται δίψα για το ανέφικτο και το ανεκπλήρωτο(35) , που δεν επιτρέπει τη μονιμότητα, αλλά ρίχνει τα σώματα στη μάχη της σάρκας(26)  και μετά τα χωρίζει, αφήνοντάς τα σαστισμένα, ερειπωμένα και ξένα το ένα απέναντι στο άλλο.

Ο Λειβαδίτης φαίνεται να προτιμά το εφήμερο των ερωτικών επαφών από τις μακροχρόνιες σχέσεις και τους γάμους που βλέπει να συντηρούνται από φόβο ή συνήθεια. Για εκείνον είναι πιο ειλικρινές και συνεπές στην ανθρώπινη φύση από τις συμβάσεις που επιβάλλει η κοινωνία και οι οποίες τελικά φαίνεται να ικανοποιούν μόνο τις δικές της πρακτικές ανάγκες. Σε αυτή την περίοδο ο ποιητής ασκεί εμμέσως κριτική στην υποκρισία της κοινωνίας που αποδοκιμάζει τις εξωσυζυγικές σχέσεις, ενώ την ίδια στιγμή εθελοτυφλεί μπροστά στην δυστυχία των ανθρώπων.

Ο Λειβαδίτης, για πρώτη φορά στην ποίηση αυτής της περιόδου, εστιάζει στα δεσμά της ρουτίνας και της αναγκαστικής συμβίωσης και σε όλα τα αρνητικά συναισθήματα που γεννά στο ζευγάρι. Πικρία από την υποχρέωση(37), αποστροφή(38), κάποτε μίσος, ευχές θανάτου και σκέψεις δολοφονίας του άλλου, προκειμένου να συνεχίσει κανείς τη ζωή του ανενόχλητα είναι κάποια από αυτά τα οποία αναγνωρίζει ο ποιητής και, μέσα από αυτή την αναγνώριση, τα απενοχοποιεί.

Ένα ζευγάρι βγαίνει αγκαλιασμένο από κάποιο κέντρο,
τα φώτα των αυτοκινήτων τους δίνουν μια στιγμή
το σπασμένο, ωχρό προσωπείο της Ηλέκτρας και του
Ορέστη, λίγο πριν απ’ την αναπότρεπτη πράξη,

ενώ, πελώριες κι αόρατες, σαν Ερινύες του παραμο-
νεύουν στο βάθος του δρόμου
η κούραση, η μοιχεία- κι η συνήθεια.

Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που μένει στο ίδιο σπίτι με
σένα,
που τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα, που κοιμάται στο
ίδιο κρεβάτι με σένα; Δεν τον γνώρισες ποτέ. (Καντάτα, 330)

και παρακάτω:

Και κάθε που ξυπνάνε τη
νύχτα,
συλλογίζονται γι αυτό το ξένο πρόσωπο που κοιμάται
δίπλα τους: «αν τουλάχιστον
πέθαινε». (ό.π., 333)

Ο ποιητής παρομοιάζοντας με ήρωες αρχαίας τραγωδίας τους εραστές αναδεικνύει την τραγικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, υποβάλλει με κατανόηση το αναπότρεπτο τέλος τους(39) πίσω από τη ματαιότητα των υποσχέσεων και των μεγάλων χειρονομιών(40). Αντιλαμβάνεται πως είναι ανάγκη του ανθρώπου να βιώσει κάτι μεγάλο και αυτή η ανάγκη τον σπρώχνει στην υπερβολή της αυθυποβολής.

Είχαμε τόσοι ανάγκη απ’ αυτό το πάθος που μας εξουθένωνε
κι ας νοιώθαμε στο βάθος πως εμείς το σπρώχνουμε ως την
υπερβολή
σα δυο ασήμαντους θλιβερούς θεατρίνους που παίζοντας κά-
ποτε
μια μεγάλη παράφορη σκηνή του Σαίξπηρ
είναι ότι πιο όμορφο έχουν ζήσει
σ’ όλη τους τη ζωή.  (Συμφωνία, αρ. 1, 226)

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, όλα είναι γήινα και αποδεικνύονται τέτοια, καθώς προέρχονται από γήινους. Όλα είναι προορισμένα να τελειώσουν, ωστόσο αυτή η γνώση του τέλους δεν οδηγεί τους ανθρώπους στην παραίτηση, αλλά στη σύναψη σχέσεων σε πείσμα αυτής της γνώσης. Η ματαιότητα και η συνειδητή πορεία του ανθρώπου προς αυτήν συνιστά την πεμπτουσία του παραλόγου κατά τον Καμύ(41) και δίνει άλλη διάσταση στην ύπαρξή του: είναι η προαιώνια ανάγκη και μοίρα η οποία οδηγεί τους ανθρώπους να συντριφτούν προς τους άλλους, είτε εραστές είτε φίλους: ερχόμαστε απ' την παλαιολιθική αρπαγή κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία, γράφει.

Αλλά και στο ποίημα Παιδική Άμυνα(42) ένα αγόρι κι ένα κορίτσι επιστρέφοντας από το νεκροταφείο όπου πήγαν να θάψουν τον παιδικό τους φίλο βρίσκονται κάτω γυμνοί να κάνουν έρωτα από μια «παιδική άμυνα», όπως γράφει ο ποιητής στον τίτλο, απέναντι στο θάνατο. Ο έρωτας είναι μία αντιστασιακή πράξη απέναντι στη φθορά. Μέσα από την ένωση, έστω και για λίγο, οι εραστές βιώνουν το αιώνιο. Στη Συμφωνία αρ. Ι, επίσης, διαβάζουμε: γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, υπάρχουν από τη στιγμή που βρίσκουν μία θέση στη ζωή των άλλων.

Ο άνθρωπος, φαίνεται να υποστηρίζει εδώ ο Λειβαδίτης, αρχίζει να υπάρχει πραγματικά από τη στιγμή που γίνεται ορατός -και μάλιστα μπαίνει ενεργά- στη ζωή των άλλων. Δεν είναι χωρίς σημασία η επιλογή του ρήματος «υπάρχουν», η οποία φαίνεται να έλκει την καταγωγή της από το φιλοσοφικό ρεύμα του υπαρξισμού το οποίο αυτή την εποχή βρίσκει μεγάλη απήχηση και στην Ελλάδα(43).

Πιο συγκεκριμένα, ο ποιητής δείχνει να απηχεί τη διδασκαλία των Κίρκεγκωρ και Σαρτρ, σύμφωνα με τους οποίους η ύπαρξη προηγείται της ουσίας(44) και ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι ως απρόσωπη οντότητα με έμφυτες και στατικές ιδιότητες, αλλά ως υπάρχον πρόσωπο που διαμορφώνεται μέσα από την προσωπική του δράση, η οποία και τον καθορίζει. «Υπάρχω σημαίνει λερώνω τα χέρια μου»(45) υποστήριζαν οι υπαρξιστές και προέκριναν τη σημασία της αφής και των απτών πραγμάτων έναντι της όρασης. Τόσο πολύ εμπλέκεται στον κόσμο ο ποιητής, συμμετέχοντας στην πρώτη περίοδο στους κοινωνικούς αγώνες, κάνοντας έρωτα στη δεύτερη περίοδο ο οποίος είναι προορισμένος να τελειώσει, ώστε μοιάζει να υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος ετεροκαθορίζεται και συχνά εξαρτά οδυνηρά την ύπαρξή του από τους άλλους, θέση την οποία υποστηρίζει και στο Εκκρεμές, στο οποίο θίγει, μέσα σε άλλα, επίμονα το ζήτημα της προσωπικής ελευθερίας και ταυτότητας.

Συμπερασματικά, στη δεύτερη περίοδο της ποίησής του ο Λειβαδίτης απομυθοποιεί το κομμουνιστικό κόμμα αφενός και τον έρωτα αφετέρου, όπως τα είχε συλλάβει στην πρώτη περίοδο. Αυτή η απομυθοποίηση δεν γίνεται αδιέξοδο, όπου ο ποιητής εγκλωβίζεται για να αναπολήσει τις εξιδανικεύσεις της νεότητας, αλλά αντίθετα του ανοίγει ένα δρόμο προς τον ψυχισμό του ανθρώπου, στην αναζήτηση των κινήτρων του πίσω από τους συνασπισμούς και τους έρωτές του και τον οδηγεί πίσω στους ανθρώπους. Τους τελευταίους τους βλέπει, δε, ως οντότητες ξεχωριστές από φύλα και ρόλους, με δικαίωμα σε λάθη, φιλοδοξίες και προδοσίες, αλλά και συχνά δέσμιους αυτών. Αναγνωρίζει την ανάγκη για περιπέτεια στον άνδρα, ωστόσο, δεν την αρνείται και στη γυναίκα, η οποία παλεύει εγκλωβισμένη στα στερεότυπα του φύλου της να τα υπερβεί.

Από τη μία πλευρά βάζει τη γυναίκα δέσμια της εικόνας της, μέσα σε ρούχα, εσώρουχα και καλλυντικά, να ανησυχεί μήπως εγκαταλειφθεί σε έναν κόσμο όπου όλα κοστολογούνται με βάση τον μαρξιστικό νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και από την άλλη είναι εκείνη που εγκαταλείπει και απιστεί. Άλλοτε διαθέτει ελεύθερα το σώμα της, κάποτε γίνεται πόρνη η οποία λειτουργεί με τον αυτοματικό τρόπο της μηχανής, σε μία κοινωνία που ζητά μόνο τη λαγνεία που μπορεί να προσφέρει, ενώ άλλοτε κάνει έρωτα με τον άνδρα της παρά τη θέλησή της, επειδή το θεωρεί υποχρέωσή της εντός του γάμου της. Κάποτε παντρεύεται ή υποκύπτει στις ορέξεις του αφεντικού της για να επιβιώσει, άλλοτε παρουσιάζεται ικανή να βγάλει τα προς το ζην ως άνδρας.

Μιλώντας για τα δικαιώματα της γυναίκας στο χώρο της εργασίας, καθώς επίσης και στο σπίτι, και θίγοντας ζητήματα όπως η σεξουαλική κακοποίηση από το σύζυγο και η παρενόχληση από τον εργοδότη, η μετατροπή της σε αντικείμενο του σεξ και η πορνεία, ο ποιητής έρχεται κοντά στο δεύτερο κύμα του φεμινισμού το οποίο ανθεί αυτή την περίοδο σε Ευρώπη και Αμερική και ειδικότερα κοντά στον λεγόμενο μαρξιστικό φεμινισμό(46).

Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερή η διάθεση του ποιητή να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τις καθηλώσεις της εξιδανίκευσης και της ολοκληρωτικής πρόσεγγισής του, που μιλά για ουσία του ανθρώπου και εξαλείφει τις διαφορές των προσώπων. Ο Λειβαδίτης θέλει να μελετήσει τον άνθρωπο έξω από αυτά που υποτίθεται ότι τον καθορίζουν, ιδεολογία, τάξη και φύλο και να του δώσει μία νέα προσωπική ταυτότητα και ιστορία κάτω από τον κοινό παρονομαστή του θανάτου και του τέλους- ο θάνατος και το τέλος επανέρχονται συστηματικά για πρώτη φορά στην ποίηση αυτής της περιόδου.

[ Συνεχίζεται ]
Σημειώσεις
(1)1957-1966 (του τίτλου) Ακολουθείται (ως προς τα χρονικά όρια και όχι το κριτήριο διαίρεσης) η διαίρεση των ποιημάτων που έκαναν οι Μπενάτσης και Νούτσος στις διδακτορικές τους διατριβές. Οι παραπομπές στα ποιήματα αφορούν στην δωδέκατη έκδοση του πρώτου τόμου από την τρίτομη συγκεντρωτική των απάντων του ποιητή (Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Κέδρος 2003).
(2)Βλ. Δ. Αγγελής, Συχνά η ψυχή σου σε ζημίωσε πολύ [Σχόλιο στην Καντάτα], Το Δέντρο, τ.χ. 171-172, φθινόπωρο 2009, σ.σ. 9-13, σελ. 9
(3)Βλ. «Η δεύτερη μεταπολεμική φάση. Το αστικό κράτος και η ιδεολογική φυσιογνωμία της αριστεράς (1950-1959)», σ.σ.79-81 στο Δώρα Μέντη, Μεταπολεμική Πολιτική Ποίηση, Ιδεολογία και Ποιητική, Αθήνα, Κέδρος 1995, σ. 79
(4)Βλ. «Σημάδια φθοράς και ζωής στα 1955», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 13, 1956 στο Δώρα Μέντη, ό.π., σ. 80
(5)Βλ. Μέντη, ό.π. «Η Τρίτη μεταπολεμική φάση. Η ιστορικοπολιτική εξέλιξη και το κεντρώο διάλειμμα (1960- 1967)», σ.σ. 81-82
(6)Στη συλλογή Οι Γυναίκες με τ’ Αλογίσια Μάτια δίνεται ο υπότιτλος από τον ποιητή «σχέδιο για σύγχρονη τραγωδία», ενώ εισάγεται ένα τραγούδι για το χρόνο και τη μοίρα, τη φύση του γυναικείου φύλου που παραπέμπει σε τραγούδι του χορού. Στη συλλογή Καντάτα που ακολουθεί δίνονται από το Λειβαδίτη σκηνοθετικές οδηγίες του έργου, εισάγονται πολλά πρόσωπα, πλάι στο λόγο των οποίων αναφέρεται το όνομά τους, εισάγεται χορός ανδρών και γυναικών, ενώ η όλη σκηνογραφία θυμίζει τραγωδία ανεβασμένη στη σύγχρονη του ποιητή εποχή. Σε μορφή θεατρική είναι και η τελευταία συλλογή της περιόδου, Οι Τελευταίοι, όπου διάφορα πρόσωπα μέσα σε μία πολυκατοικία εκφωνούν το δικό τους λόγο, ένα μικρό σύντομο μονόλογο όπου εκθέτουν τις διαψεύσεις τους, οι οποίες υπόγεια συνομιλούν, υποβάλλοντας την ιδέα της κοινής μοίρας (βλ. και το κείμενο που προηγείται της συλλογής: «Σε μια πολυκατοικία κάπου. Είσοδος θολά φωτισμένη. Το εσωτερικό άγνωστο… Έτσι, τουλάχιστον, άρχισαν οι περισσότερες τραγωδίες»).
(7)Βλ. στην Καντάτα το λόγο του ανθρώπου με το κασκέτο
(8)Βλ. παρακάτω τα σχετικά με τον τίτλο της Καντάτας
(9)Βλ. Παν. Νούτσος, Κάποια συμπεράσματα, Οδός Πανός, απρ-ιουν, 2008, τ.χ. 140, σ.σ. 8-9, σελ. 8
(10)Βλ. Ζήσης, ό.π., «Η εποπτεία των ματαιώσεων», σ.σ. 61-69, σελ. 61
(11)Βλ. σελ. 231: Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους/ έκπληχτες πάνω απ’ τη θλίψη των περαστικών: οδοντόκρε-/ μες, παστίλιες για το βήχα, μοσκοσάπουνα/ τόσα πράγματα προσφέρει ο πολιτισμός γα την ευτυχία μας/ και μεις επιμένουμε αναχρονιστικά/ να ’μαστε δυστυχισμένοι: εσώρουχα, νάυλον, λοσιόν, γαλακτώ-/ ματα για το δέρμα/ όλα στην εποχή μας διαφημίζονται, γιατί όχι κι αυτό/ «αγαπώ άλλον», με κόκκινα πελώρια γράμματα θα ’ταν υπέ-/ροχη διαφήμιση/ πάνω απ’ την είσοδο των νεκροταφείων. Από τα μία πλευρά όλα όσα επιδερμικά μας προσφέρουν ανέσεις και υπόσχονται ευτυχίες που ο χρόνος θα πάρει (λοσιόν, γαλακτώματα) και η φλυαρία των φώτων πουαναβοσβήνουν, των πινακίδων με το έντονο χρώμα και τα μεγάλα κραυγαλέα γράμματα και από την άλλη πλευρά η χαμηλόφωνη θλίψη των περαστικών σαν μόνη βεβαιότητα που καθιστά αμφίβολη και μάταιη την εμπιστοσύνη της προσωπικής ευτυχίας στα πράγματα. Παρωδώντας εκ των έσω τους τρόπους της διαφήμισης, χρησιμοποιεί την ίδια της την ανέμελη γλώσσα για να δώσει μία σκληρή αλήθεια που κάνει τους ανθρώπους να νεκρώσουν, προσωρινά ή όχι, εσωτερικά: «αγαπώ άλλον» με τεράστια γράμματα σαν διαφήμιση ενός τρόπου για να πεθάνεις έναν άνθρωπο. Και καταλήγει ο ποιητής αμέσως παρακάτω: α, δε θα βρεθεί λοιπόν μια διαφημιστική μεγαλοφυία να φω-/ τγωγήσει πάνω απ’ τον πλανήτη μας/ τη λέξη μοναξιά, δάκρυα, ταπείνωση. (ό.π., σελ. 231)
(12)Βλ. Συμφωνία, σ.σ. 226- 227: «Έτσι περάσανε τα χρόνια. Οι μέρες κατρακυλούσαν μέσα σ’/ έν’ αδιάκοπο θόρυβο-/ αγάλματα που συντρίβονται, φιλίες που γκρεμίζονται/πόρτες κλείναν με πάταγο, κόβοντας τα χέρια που απλώναν/ ν’ αγκαλιάσουν/ κουρέλια από σημαίες, τζάμια σπασμένα, κατεβασμένες οι πινακίδες των δρόμων/ τα μαγαζιά αλλάζαν επιγραφές- ένας άγνωστος δρόμος- πού/ είμαστε;/ άνθρωποι τρέχουν στους δρόμους πατώντας ο ένας πάνω στον/ άλλο/ οι σεισμογράφοι τρέμουν απ’ τις απότομοες αλλαγές./ Μεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους/ οχετούς.». Τα ίδια συναισθήματα αποξένωσης μέσα στη νέα μετεμφυλιακή πραγματικότητα βιώνουν και άλλοι μεταπολεμικοί ποιητές, όπως οι Πατρίκιος, Αναγνωστάκης, Αλεξάνδρου, Κατσαρός, Δούκαρης κι άλλοι. Ο πρώτος στη Μαθητεία (1950-1962) του και πιο συγκεκριμένα στο ποίημα “Η πόλη που γεννήθηκα” (από την ενότητα “Χρόνια της Ασφάλτου”) έρχεται αντιμέτωπος με μία νέα τάξη πραγμάτων, όπου ο θάνατος κυριαρχεί, την οποία αποτυπώνει. Στην ίδια συλλογή και ενότητα και συγκεκριμένα στο ποίημα  “Επιστροφή ενός Εξορίστου” δείχνει να προτιμά τις ασθένειες, την αβεβαιότητα και τις εκτελέσεις που βίωνε στην εξορία (καταστάσεις τις οποίες περιγράφει στην ενότητα “Χρόνια της Πέτρας”), εφόσον τότε είχε αυτό που για εκείνον βάραινε περισσότερο από όλα, τη συντροφικότητα, σε αντιδιαστολή με την μετέπειτα αδιαφορία στη γενέθλια πόλη του, όπως τη βρήκε μετά την Μακρόνησο. Ακόμη, στα ποιήματα “Η Μπαλάντα ενός Μικρού Γραφειοκράτη” και “Τέλος μια Ηλικίας” με πικρία διαπιστώνει το τέλος της αντίστασης και την αρχή των συμβιβασμών των πρώην επαναστατών. Ομοίως την αλλοτρίωση και τον κομφορμισμό των πρώην συντρόφων καταθέτει και ο Αναγνωστάκης στο ποίημα “Ήταν Άνθρωποι” από τη συλλογή Συνέχεια 2, ενώ στη Συνέχεια 3 (“Οι Σωσίες”) και αργότερα στο Στόχο γίνεται γίνεται καταγγελτικός και αμείλικτος απέναντί τους για την λιγοψυχία τους (βλέπε “Επιτύμβιον”, “Απολογία Νομοταγούς”).  Στη Συνέχεια 2 ο ποιητής δηλώνει ότι προτιμά πια τη μοναξιά από τις εξαγγελίες και τις ιδεολογίες που του μοιάζουν κενές ρητορείες (“Αντί να Φωνασκώ”). Στη Συνέχεια 3 ο ποιητής ταλαντεύεται ανάμεσα στο να συνεχίσει να αντιστέκεται από τη μία πλευρά (βλέπε ενδεικτικά “Τώρα Μιλώ Πάλι”, “Το Ναυάγιο”, “Η Απόφαση”) και από την άλλη στο να αποσυρθεί (“Αφιέρωση”), αφού το ένδοξο παρελθόν τώρα μοιάζει μακρινό, σχεδόν σα να μην υπήρξε (“Όλα τα Πρόσωπα”). Ο μεταπολεμικός άνθρωπος στον Αναγνωστάκη συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει ομαδικότητα, αλλά ατομικότητα (“Δεν Υπάρχει η Πληθώρα”, Συνέχεια 3). Ο πρώην αγωνιστής ακατανόητος από όλους (“Εσύ Μόνο το Ξέρεις”, Συνέχεια 3) γίνεται πια απλός θεατής της νέας τάξης πραγμάτων (“Ένας Κλέφτης”, “Και Τώρα Είναι Απλός Θεατής” στη Συνέχεια 3), ακίνδυνος παρατηρητής μέσα στο ακίνδυνο πλήθος κι έτσι παροπλισμένος και μόνος στέκεται “όρθιος στην ερημία του πλήθους’’ (Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα (1941- 1971),  εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2000, Η Συνέχεια 2, «Μιλώ…», σ.σ.130-131).  Τη μοναξιά του ατόμου μετά την κατάρεευση της κομμουνιστικής ιδεολογίας δίνει και ο Δούκαρης στο ποίημα “Στους Πέντε Δρόμους”από τη συλλογή Γυμνό Χώμα. Σε αυτό το ποίημα η Επανάσταση (με κεφαλαίο το αρχικό) είναι ένας Έρωτας, ένα Ιδανικό, ένας Θεός που καταρρέει, αφήνοντας παντέρημο τον πιστό. Πιο μαχητικός ο Αλεξάνδρου στη συλλογή του Ευθύτης Οδών ασκεί κριτική στον κομμουνισμό, ο οποίος προσωποπαγής, μονολιθικός και δογματικός καταλήγει να γίνει αυτό που αντιμάχεται, ένα κατεστημένο που γεννά ανελεύθερους ανθρώπους ή, όπως τους αποκαλεί, “πεσμένες μαριονέτες” (“Συνομιλώ Άρα Υπάρχω”), ενώ ο Κατσαρός, ακόμη και χωρίς τους συντρόφους του, συνεχίζει να γράφει πολιτική ποίηση (Βλ. Δώρα Μέντη, Μεταπολεμική Πολιτική Ποίηση, Ιδεολογία και Ποιητική: «Εγώ ο ποιητής/ σε φτηνούς στίχους/ για πατίδες/ ζωγραφίζω γυμνά κορμιά/ σε χρωματιστά φυλλάδια/ και προκηρύξεις/ και τα πετώ ανατολικά/ δεξιά πλάγια όρθια/ στους λαούς μου.», ό.π. σ. 269).
(13)Βλ. σελ. 239: αμίλητα βαργεστημένα αντρόγυνα στα τραπεζάκια φτύνον-/ τας τις φλούδες του πασατέμπου/ σα να φτύνουν την αηδία τους ο ένας στον άλλον.
(14)Βλ. σελ. Θα ’ταν αστείο, αλήθεια, κάποτε να γράψω την ιστορία μου- / χριστιανός κι άθεος, φιλόδοξος και δειλός, σύντροφος και/ κοινή πόρνη/ με το ’να χέρι ακουμπισμένο στις σημαίες μας και τα’ άλλο/ στα σκέλια των περαστικών γυναικών. Για το θέμα της κρίσης ταυτότητας βλέπε παρακάτω στη σχετική ενότητα.
(15)Ποιος ήταν, λοιπόν, ο ένοχος; Ας παρουσιαστεί, επιτέλους, ο/  ένοχος! (Συμφωνία, αρ. 1, 217)
(16)Βλ. επίσης σελ. 396, «Τα ελάχιστα» [Ποιήματα (1958-1964)], όπου η συνειδητοποίηση του τέλους των ονείρων, των καλύτερων χρόνων του ανθρώπου, της απομάκρυνσης, προδοσίας ή λιποταξίας των φίλων τον κάνει να κρυώνει μέσα του: Και τώρα μια μικρή τρύπα, σχεδόν αόρατη, απ’ όπου μπαί-/ νει αθόρυβα κι ανέκκλητα/ όλο το ψύχος της μεγάλης ματαιότητας.
(17) Βλ., ό.π., σελ. 395: Στο βάθος του χρόνου ήμουνα πίθηκος./ Ύστερα ανακάλυψα τα εργαλεία./ Πολέμησα σταυροφόρος στην Ιερουσαλήμ/ βίασα γυναίκες, κήρυξα την ισότητα, με σταύρωσαν./ Τον Οχτώβρη του ’17 έκλαψα από ατελείωτη ευτυχία.// Τώρα με τα κουρέλια που μου απέμειναν/ προσπαθώ να φτιάξω ένα ομοίωμα ανθρώπου.
(18)Στη Συμφωνία ο Λειβαδίτης μιλούσε, με εμφανή την καρυωτακική επίδραση, για την «πικρή μοίρα των πραγμάτων», βλ. σελ. 211
(19)Βλ. σελ. 350
(20)Ό.π., σελ. 359
(21)Αυτός ο απολογισμός του χαμένου αγώνα και έρωτα και εν τέλει του χαμένου χρόνου, των ματαιώσεων και της προδοσίας, ο προβληματισμός γύρω από την επιλογή και τη μοίρα, καθώς και η αγωνία της ύπαρξης (και της ταυτότητας) και της θνητότητάς της, γενικότερα, είναι διάχυτος και στα μικρότερα ποιήματα που έγραψε ο ποιητής αυτή την περίοδο (Ποιήματα 1958-1964). Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της ποιητικής είναι τα: «Το υπόγειο» (379-380), «Βιογραφία» (384), «Γέγραπται» (385), «Μικρή υπαρξιακή παρένθεση» (388), 1949 μ.Χ. (393), Μάθημα Ιστορίας (395), «Τα ελάχιστα» (396), «Ο ζογκλέρ με τα πορτοκάλια» (400), «Από μέρα σε μέρα» (402-403), «Επιτύμβιο» (404),  «Παιδική άμυνα» (411), «Πίνακας αγνώστου ζωγράφου» (414), «Η Δίκη» (417), «Ο Άλλος» (432-433), «Τετέλεσται…» (435)
(22)Βλ. Ζήσης, ό.π., Το παράλογο, σελ. 93
(23)Βλ. ενδεικτικά σελ. 447: Ετούτη τη φορά, καθώς η μάχη θα καθόριζε για πάντα/ τη ζωή μας, προσπαθήσαμε να τα προβλέψουμε όλα-/ στρατηγική και ταχτική, τις εφεδρείες, τις πιθανές κινή-/ σεις του ενθρού,/ τη διαμόρφωση του εδάφους, ακόμα και τις καιρικές συνθή-/ κες,/ όλα προσεχτικά μελετημένα και, σχεδόν, ευνοϊκά. Κι όμως/ ηττηθήκαμε!
(24)Βλ. ενδεικτικά σελ. 456: (…) ενώ στην άκρη ο καναπές που καθισμέ-/ νος κάποτε έκλεινα τα μάτια/ και στεφόμουν βασιλιάς του κόσμου, είναι τώρα το ανά-/ μα ενός τάφου/ που έθαψαν όλη την εφηβική παντοδυναμία μου.
(25)Βλ. σελ. 456: Και συχνά ενώ βρίσκεσαι στο κρεβάτι με μια γυναίκα (…) σηκώνεσαι αθόρυβα και φεύγεις απ’ την πίσω πόρτα/ αφήνοντας στη θέση σου έναν καθρέφτη. Γιατί οι άνθρω-/ ποι μόνο όταν βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σου/ βεβαιώνονται ότι κι εσύ υπάρχεις.
(26)Βλ. σελ. 454: Συχνά γονάτιζε και μου φιλούσε τα πόδια κι έκλαιγε-/ αλλά ήταν στιγμές, μες στο χαμηλωμένο φως της κάμαρας/ που ’βλεπα μες στα μάτια του έναν πόνο αόριστο και τρο-/ μαχτικό/ σα να ’θελε να με ρίξει στο κρεβάτι ενός άλλου- όχι,/ όχι για την αμαρτία/ αλλά για να συντρίψει μέσα του αυτό το πνιγηρό αίσθημα/ της ιδιοκτησίας/ που τον υποδούλωνε σε μένα
(27)Βλ. σελ. 451: Πεθαίνουν τα όνειρά μας μέσα στην εκπλήρωση./ Και μόνο εκείνα τα’ άλλα, που η τύχη ή έστω οι περιστά-/ σεις/ τους αρνήθηκαν την ύπαρξη, εκείνα ζουν για πάντα.
(28)Αυτή ακριβώς την αδυναμία διάκρισης των ορίων φαντασίας και πραγματικότητας αξιοποιεί ο ποιητής στην τρίτη περίοδο της ποίησής του, αφομοιώνοντας στοιχεία άλλων προσώπων (κυρίως περιθωριακών), υπαρκτών ή από τη μυθοπλασία και ψιμυθιώνοντάς τα στη δική του εικόνα.
(29)Βλ. Συμφωνία, αρ. 1, σελ. 223: Χρόνια τώρα πηγαίνουν κι έρχονται τα ζευγάρι- πρέπει να την γλεντάει κανείς.
(30)Αυτή η γήινη προσέγγιση της γυναίκας και η αναγνώριση της θνητότητάς της (βλ. «Μία γυναίκα», 1, σελ. 382, όπου ονομάζει τα χείλη της αγαπημένης του «θνητά» πλην όμως «ασύγκριτα») με τους φόβους, τις σκοπιμότητες και τις μικρότητές της, καθόλου δεν ξεγυμνώνουν τη γυναίκα από το μεγαλείο της. Η γυναίκα δεν μικραίνει στα μάτια του Λειβαδίτη, συχνά στέκεται εκστατικός απέναντί της, ελάχιστος μπροστά στο ακατανόητο, απρόσιτο μυστήριο που είναι (βλ. ό.π, σελ. 286: Αιώνια, απρόσιτη,/ πικρή γυναίκα, που τα λόγια μας δεν κάνουν/ ένα σου στεναγμό.), δεμένη με δεσμούς αίματος με τη ζωή (βλ. ό.π., σελ. 288): Γιατί οι γυναίκες έχουν προαιώνιους,/ μυστικός δεσμούς με το αίμα/ αίμα της ήβης, αίμα της παρθενιάς, αίμα ης γέννησης/ και βλέπουν πως τα λόγια στάζουν αίμα/ λογχισμένα απ’ τη δυσπιστία/ και βλέπουν πως οι πράξεις τρέχουν αίμα/ απ’ τη δειλία αποκεφαλισμένες/ αίμα στα χέρια, αίμα στις κούπε, αίμα στο ψωμί/ αίμα για να γεννηθείς,/ αίμα για να πεθάνεις/ βαθύ, σα θαύμα, ανθρώπινο αίμα.
(31)Βλ. Καντάτα, σελ. 311: Αν μας έβλεπε κανείς το βράδι, όταν μένουμε μονάχες/ και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε/ στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμένη/ μάσκα/ που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες για να/ τους αρέσουνμε-/ ανμας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο το γύ-/ μνό, κουρασμένο πρόσωπο./ Αχ, γυναίκες, έρημες,/ κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’/ τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
(32)Βλ. ό.π., σελ. 311: περηφανευτήκαμε πως έχουμε υψηλές γνωριμίες/ διηγηθήκαμε έρωτες φανταστικούς, ενώ η επωδός στο τραγούδι του γυναικείου χορού επιμένει: Και πάντοτε γυρεύαμε το καλύτερο. (ό.π.)
(33)Βλ. ό.π., σελ. 311: αυτούς που είχαν την ανάγκη μας τους παιδέψαμε.
(34)Βλ. Συμφωνία, αρ. 1, σελ. 212: Είδες ποτέ σου, αλήθεια, στρατιώτες να γυρίζουν απόναν/ πόλεμο που χάθηκε/ νικημένοι και σιωπηλοί, πηγαίνοντας δυο- δυο γιατί φο-/ βούνται τη μοναξιά/ κοιτάζοντας άπληστα τριγύρω για να μη θυμούνται/ κλέβοντας τα χωριά και βιάζοντας τις γυναίκες/ στο βάθος μονάχα για να νοιώσουν λίγο απ’ παλιό πυρετό/ της μάχης (…)
(35)Βλ. 25η Ραψωδία της Οδύσσειας: εσείς, που ριχτήκατε τη νύχτα πάνω στα μαχαίρια της γύ-/ μνιας μου/ και ξαναγεννηθήκατε πιο δροσερές το πρωί/ μέσα στην αφθονία του κατευνασμένου έρωτα,/ κι οι άλλες,/ που δε σας άγγιξα ποτέ,/ μα που θα ζείτε αιώνια φυλασκισμένες/ μέσα στη δίψα μου (σελ. 355)
(36)Βλ. ό.π. 238: ο παραλληλισμός της ερωτικής συνεύρεσης με μάχη: ένα ζευγάρι ζαρτιέρες/ σκόρπιες φουρκέτες/ πλήθος από γυναικεία μικροπράγματα/ σν ένας σιωπηλός τρυφερός στρατός/ που έπεσε ηρωικά/ στο αιώνιο υπέροχο Βατερλώ της αρετής.
(37)Ποιήματα ενδεικτικά της γήινης διάστασης των ερώτων, που γίνεται πια γάμος, είναι «Ο Αιώνιος διάλογος» και «Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος» (σελ. 406 και 407 αντίστοιχα) τα οποία δίνονται το ένα δίπλα στο άλλο και δείχνουν τον συνεχή προβληματισμό του ποιητή γύρω από τις σχέσεις, τους ανθρώπους, τα πράγματα μέσα από μία επίπονη διαδικασία θέσης- άρσης. Έτσι, στο πρώτο έχουμε μία συνηθισμένη μέρα και έναν συνηθισμένο διάλογο ενός ζευγαριού μέσα σε αυτήν, ο οποίος με την καθημερινή επανάληψή του οδηγείται στην προβλέψιμη αιωνιότητα: ο άντρας επιστρέφει από τη δουλειά, η γυναίκα που τον περιμένει με έτοιμο το φαγητό του σερβίρει και μετά εκείνος θέλει να κάνουν έρωτα και κάνουν. Αφού ολοκληρώσουν, η γυναίκα ονειρεύεται ωραίες γέννες, κατά τον τρόπο που ο άντρας οραματίζεται μεγάλα έργα (εκφράζει την επιθυμία να ήταν θεός) και τελικά, χωρίς να συμβεί τίποτα για κανέναν από τους δύο, κοιμούνται και μία ίδια μέρα ξεκινά. Στο δεύτερο ποίημα, η καθημερινότητα διακόπτεται απότομα όταν η γυναίκα συνειδητοποιεί αιφνίδια πως είναι αναγκασμένη από τον όρκο που έδωσε και όσο η νεανική της ρώμη δεν της δίνει άλλοθι, παρότι δεν θέλει, να δοθεί στον άνδρα. Έτσι, ο διάλογος του προηγούμενου ποιήματος δεν είναι διάλογος πια.
(38)Βλ. ό.π. σελ. 239, την εικόνα του ζευγαριού που κάθεται και φτύνει τα πασατέμπος σ να φτύνουν ο ένας τον άλλο με αποστροφή. Χρήση αυτής της εικόνας με τα πασατέμπος θα κάνει ο ποιητής και στο Εκκρεμές, όπου, κατά τη διάρκεια της δίκης του ήρωα, καθώς θα περνάει μέσα από το πλήθος του κόσμου, θα βλέπει πεταμένα πασατέμπος στο πάτωμα.
(39)Βλ. σελ. 224: Και πάντα ο χρόνος/ από δυο ανθρώπους που αγαπιόντουσαν παράφορα/ κάνοντας σε λίγο δυο αδιάφορους ξένους/ που σ’ άλλα τώρα βαθειά κρεβάτια πάνε να πλαγιάσουν/ και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι/ και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλο. Γιατί ο έρωτας/ είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
(40)Βλ. σελ. 387, «Αναπότρεπτο» δίνεται η εικόνα του ποιητή και της αγαπημένης του οι οποίοι παρότι νιώθουν πως έχουν τελειώσει κάνουν διάφορες προσπάθειες να ξυπνήσουν ο ένας τον πόθο του άλλου αλλά τον δικό τους με «υπέροχες και μάταιες υπερβολές» αλλά στο τέλος χωρίζουν, εκείνη φεύγει και εκείνος δεν την σταματά, μόνο μένει μόνος στη μέση της κάμαρας και διαπιστώνει «με τρόμο ξαφνικά» πως ήταν για πάντα ξένοι.
(41)Βλ. Αλμπέρ Καμύ, Ο Μύθος του Σίσυφου, μτφρ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ - Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2007.
(42)Βλ. σελ. 411.
(43)Για τη σχέση του Λειβαδίτη με τον υπαρξισμό βλέπε Φιλοκύπρου, η οποία ωστόσο εντοπίζει αυτές τις επιρροές κυρίως στην τρίτη περίοδο της ποίησής του.Για μία εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού βλ. ενδεικτικά: Wahl J., 1988, Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, (μτφρ. Χρ. Μαλεβίτση), Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα.
(44)Βλ. σχετικά Being and Nothingness και Existentialism is a Humanism του Σαρτρ (Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, (μτφρ. Κ.Σταματίου), Αρσενίδης, Αθήνα) και Søren Kierkegaard, Concluding Postscript, Hong p. 357-358
(45)Βλ. Βαλλιάνος, Π. 2000, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Γ΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 267.
(46)Ο τελευταίος, βλέποντας τον κόσμο υπό το πρίσμα της πατριαρχίας μιλά για την πάλη των φύλων με τον τρόπο που ο μαρξισμός μιλά για την πάλη των τάξεων. Στη θέση του προλεταριάτου θέτει τη γυναίκα και στη θέση του εξουσιαστή τον άνδρα και αναζητά τη ριζική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων.
*Η Βάγια Κάλφα είναι ποιήτρια.