Top menu

Χρ. Χρυσόπουλος: "Η συσκοτισμένη ματιά είναι που μας χαρακτηρίζει"

Συνέντευξη
στη Μαρία Τσιράκου
Αφορμή ήταν το ταξίδι του συγγραφέα Χρήστου Χρυσόπουλου, στην Ινδία. Αιτία παραμένει ο "Φακός στο στόμα" (Εκδόσεις Πόλις, 2012), το τελευταίο του βιβλίο, για ακόμα ένα ταξίδι. Στο χώρο, ή καλύτερα στο αστικό τοπίο που αλλάζει, ερήμην, αλλά και με τη συνενοχή μας. Και επειδή η μεταλλαγή αυτή, είναι εν εξελίξει, ας ελπίσουμε ο "Φακός" να ρίξει φως στις συνειδήσεις όσων αρνούνται να κοιτάξουν.Το τελευταίο σας βιβλίο "Φακός στο στόμα", προβάλλει σοκαριστικά μέσα από λέξεις, αλλά και φωτογραφίες, στιγμές της καθημερινότητάς μας που προσπερνάμε βιαστικά, που αρνούμαστε φορές να αντικρίσουμε από φόβο. Φωτίζει ουσιαστικά, μία πραγματικότητα που υπήρχε μεν, αλλά τα τελευταία χρόνια, έγινε πολύ πιο έντονη μέσα στο αστικό τοπίο. Πείτε μας ποιες, αντίστοιχα, συναντήσατε στο πρόσφατο ταξίδι σας στην Ινδία.Οι εικόνες της αστικής εγκατάλειψης, της φτώχειας, του αποκλεισμού και των αστέγων είναι συνηθισμένες σε όλα τα μητροπολιτικά κέντρα του κόσμου. Μοιάζουν σχεδόν να είναι συνυφασμένες με τη ζωή των μεγάλων πόλεων. Υπάρχουν βεβαίως διαφορές και είναι αδύνατον να εξισώσεις τις ποικίλες περιπτώσεις. Επισημαίνω όμως αυτό το γεγονός, για να υποδείξω ότι τέτοια φαινόμενα δεν ξαφνιάζουν τον ταξιδιώτη. Δεν είναι αυτά καθαυτά που θα καθορίσουν την εντύπωση που θα σχηματίσει από μια άγνωστη πόλη. Σχεδόν τα αναμένει όταν έχει μια ελάχιστη ταξιδιωτική εμπειρία.

Η διεισδυτική ματιά του ταξιδιώτη διαπερνά αυτή την επιφάνεια και ψάχνει να διακρίνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πραγματικότητας που επισκέπτεται. Και εδώ η ινδική εμπειρία ήταν για μένα καταλυτική. Η ανέχεια που συναντά κανείς στα αστικά κέντρα της βόρειας Ινδίας είναι καθηλωτική. Οι συνθήκες ζωής στον δρόμο είναι αφοπλιστικές. Μερικές πόλεις, όπως λ.χ. το Βαρανάσι στις όχθες του Γάγγη (μία από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου), σε κάνουν να αντιληφθείς πώς πρέπει να ήταν η ζωή στις πόλεις της αρχαιότητας.

Όλα μοιάζουν να συμβαίνουν στον δημόσιο χώρο και να συμπλέκονται σε ένα πολύμορφο συνονθύλευμα χωρίς διακριτικά όρια. Η επαιτεία, η ασθένεια, το εμπόριο, η συναναστροφή, η λατρεία, ο ύπνος, ο θάνατος, οι σωματικές ανάγκες, το φαγητό, η τέχνη, η μουσική, η κυριολεκτικότατη βρόμα, το έγκλημα, τα ζώα, η διαφήμιση, τα χρώματα, η αδιάκοπη κίνηση, η απίστευτη πολυανθρωπία, η δυτική και η αρχαία κουλτούρα, η τεχνολογία και η παράδοση, οι άγνωστες γλώσσες, η πανταχού παρούσα θρησκευτικότητα, η νεότητα και το γήρας, όλα συνιστούν μια επίθεση στις αισθήσεις ανήκουστη στον δυτικό κόσμο. Αυτό το επιθετικό μείγμα είναι μια ζωή πάλλουσα και αντιφατική (αποκρουστική και γοητευτική) που σου επιβάλλεται και καταδυναστεύει κάθε βήμα σου στην Ινδία. Ο μόνος τρόπος να προσαρμοστείς είναι να αφεθείς στη ροή. Κάθε αντίσταση είναι μάταιη. Είναι αδύνατον να διεκδικήσεις το ελάχιστο, όπως λ.χ. ένα βήμα προσωπικού χώρου ή ένα δευτερόλεπτο χρόνου που πιστεύεις ότι σου ανήκει. Όταν ταξιδεύεις θα πρέπει να αρκείσαι σε όσα η ζωή επιτρέπει ή προσφέρει σε κάθε τόπο. Και στην Ινδία, παρά τις δυσκολίες, είναι όντως πολλά.

Την ίδια στιγμή, ενώ μαγεύεσαι από τον πλούτο, την ποικιλία και το βάθος της κουλτούρας, έρχεσαι διαρκώς αντιμέτωπος με την τραγική θέση των αποκλεισμένων (άνθρωποι που συχνά κυκλοφορούν με γυμνό κορμό επειδή δεν κατέχουν ούτε καν το ελάχιστο αντικείμενο, όπως λ.χ. ένα πουκάμισο, και βασίζονται στην επαιτεία για το φαγητό τους). Εντούτοις, μένεις κατάπληκτος από τη δύναμη που τους κρατά ακόμα ζωντανούς και συχνά εξανίστασαι από τις κοινωνικές δομές που επιτρέπουν σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ζει υπό συνθήκες απόλυτης και άδικης ένδειας.

Μέσα από τις αντιφάσεις, η ενέργεια που εκλύεται κάθε στιγμή σε αυτόν τον τόπο είναι αδύνατον να περιγραφεί με ορθολογικούς όρους. Είναι μια συνθήκη βιωματική. Κάθε απόπειρα να την περιγράψω θα ήταν μια υπερβολή που, εντούτοις, θα παρέμενε ανεπαρκής.

Πρόσφατα, μεταφράστηκε στη Γαλλία. Τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο να μπορεί να ταξιδέψει εκτός των χωρικών του συνόρων; Αν μεταφραζόταν στην Ινδία, ποια φωτογραφία θα επιλέγατε, ώστε ο "Φακός" να μπορέσει να μιλήσει ευθύς εξαρχής σε αυτούς τους ανθρώπους;

Νομίζω θα ήταν εκείνη με τη θεά Αθηνά στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων, με τα μάτια μαυρισμένα από σπρέι. Είναι η τελευταία φωτογραφία που τράβηξα τελειώνοντας το βιβλίο. Πρωί Πρωτοχρονιάς του 2012. Αυτήν τη φωτογραφία διάλεξα ξανά ως την καταληκτική εικόνα για τον επίλογο που έγραψα ειδικά για τη γαλλική έκδοση του βιβλίου. Νομίζω παριστάνει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα η ελληνική κοινωνία. Την αδυναμία μας να δούμε το μέλλον. Τον φόβο γι’ αυτό που έρχεται. Την ανικανότητα να αντικρίσουμε κατάματα το παρόν μας. Η συσκοτισμένη ματιά νομίζω είναι η εικόνα που μας χαρακτηρίζει.

Θα μπορούσε ο "Φακός στο στόμα" να γραφεί σε ένα διαφορετικό αισθητικό περιβάλλον; Κάπου όπου να μην υπάρχουν ερείπια κτισμάτων και ανθρώπων.

Όχι, ο "Φακός" δεν θα μπορούσε να γραφεί οπουδήποτε αλλού παρά μόνο στην Αθήνα. Και δεν θα μπορούσε να γραφεί σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή παρά μόνο στη σημερινή. Δεν θα μπορούσε καν να είναι ένα διαφορετικό βιβλίο. Η αφετηρία για τη γραφή του ήταν απόλυτα αγκιστρωμένη στην πόλη και στον τρόπο με το οποίο κινείται μέσα της ο διαβάτης-αφηγητής. Το βιβλίο γράφτηκε ως μια αντίδραση στη συγκυρία. Στοχεύει στο τώρα, έστω κι αν δεν αποβλέπει αποκλειστικά στο σήμερα. Αν δεν υπήρχε η σημερινή Αθήνα, η γραφή θα είχε οδηγηθεί αλλού. Δεν θα έγραφα τον "Φακό". Και δεν είναι μόνο αυτό. Ακόμα και ο τίτλος του βιβλίου προέκυψε από ένα καθημερινό επεισόδιο. Αυτό το μικρό συμβάν δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί πουθενά αλλού. Η πραγματικότητα κυλά μόνο στο τώρα. Τα πράγματα συμβαίνουν μόνο άπαξ. Δυστυχώς, ακόμα κι όταν μιλά στον αόριστο, η γραφή επιτελείται πάντοτε σε ενεστώτα χρόνο.

Στην πρώτη φράση του βιβλίου γράφετε: "Εγκατέλειψα το δωμάτιο που γράφω, το δωμάτιο των φαντασμάτων, και κατέβηκα τις σκάλες για να βγω στο δρόμο". Ποια είναι αυτά τα φαντάσματα; Υπάρχουν μόνο στο δωμάτιο, ή μήπως σας ακολουθούν σε κάθε σας περιπλάνηση ακόμα και όταν εσείς νομίζετε ότι τα έχετε αφήσει πίσω κλειδωμένα;

Ο συγγραφέας ζει υπό το καθεστώς μιας διαρκούς «φασματολογίας». Ο ίδιος πολλές φορές αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μια φασματική ύπαρξη που υποδύεται άλλους ανθρώπους. Ναι, τα φαντάσματα είναι παντού παρόντα. Στοιχειώνουν εν πρώτοις την ίδια τη γραφή. Είναι τα φαντάσματα των παλιών συγγραφέων, των διαβασμένων βιβλίων, των ημιτελών έργων… Όλο εκείνο το φανταστικό μουσείο που ο συγγραφέας έχει αποθησαυρίσει με τα χρόνια και το κουβαλά διαρκώς μαζί του. Αποτελεί μέρος της ταυτότητάς του, αυτού που τον καθιστά συγγραφέα. Και ετούτο το φανταστικό μουσείο δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ, ακόμα κι όταν θα έχει πλέον σταματήσει να γράφει. Κατόπιν είναι εκείνα τα φαντάσματα που κυκλοφορούν στην πόλη. Όχι μόνο οι διαβάτες που συναντάς – σκιώδεις υπάρξεις στους δρόμους. Η πόλη η ίδια είναι στοιχειωμένη από την ιστορία της. Τα κτίρια, οι γωνιές, τα ονόματα των δρόμων, τα ερείπια, όλα είναι στοιχειωμένα από γεγονότα και συμβάντα που, μολονότι έχουν παρέλθει, η παρουσία τους είναι ολοζώντανη. Τέλος, είναι αυτό που είπα στην αρχή. Ο ίδιος ο συγγραφέα την ώρα που γράφει μεταμορφώνεται σε απείκασμα. Σε ένα ιδιότυπο ζόμπι. Σε μια ύπαρξη που καταφέρνει να επιτελέσει ένα έργο επίπονο και ιδιότυπο, αλλά τη στιγμή που βρίσκεται επί το έργον η συνείδησή του μοιάζει να έχει ανασταλεί ή, καλύτερα, να έχει κατασταλεί από μια δύναμη που τον εξουσιάζει. Είναι η δύναμη που τον καθίζει στο τραπέζι της γραφής.

Σε μια συνέντευξή σας στο Έθνος, έχετε πει: "Η ιστορία, ο χώρος, ο χρόνος. Μόλις συμπύκνωσες σε τρεις λέξεις τα υλικά της λογοτεχνίας». Στην εποχή του διαδικτύου και του «παγκόσμιου χωριού", όπου ο χώρος -κατά κάποιο τρόπο- έχει ενοποιηθεί, πώς κατά τη γνώμη σας αυτό επηρεάζει το τελικό λογοτεχνικό "προϊόν";

Αυτό το "τελικό λογοτεχνικό προϊόν", όπως το ονομάζετε, ακόμα και σήμερα, παρά τις λογιών κοινολογίες για τον λεγόμενο "θάνατο του συγγραφέα", για την "επικράτεια του δυνητικού", για την εξουσία του ψηφιακού χώρου (και δίχως να αρνούμαστε αυτά τα φαινόμενα) εξακολουθεί να είναι γέννημα μιας συνείδησης. Αυτό που θέλω να πω είναι πως, παρότι ο συγγραφέας έχει πλέον παραχωρήσει μεγάλο μέρος της αυθεντίας του (και ένα άλλο, εξίσου μεγάλο μέρος της έχει αφαιρεθεί από αυτόν μέσω της θεωρίας αλλά και λόγω της αυτονόμησης των αναγνωστών, που πλέον γίνονται όλο και ευκολότερα παραγωγοί λογοτεχνίας οι ίδιοι), η αφετηρία του λογοτεχνικού έργου δεν μπορεί παρά να είναι ένα είδος "συγκίνησης". Τα βασικά αφηγηματικά στοιχεία παραμένουν αναλλοίωτα (η ιστορία, ο χώρος, ο χρόνος). Από εκεί και πέρα αυτό που έχει αλλάξει με την έλευση των ψηφιακών μέσων και της διασύνδεσης είναι αφενός μεν ο χειρισμός των λογοτεχνικών υλικών (που πλέον είναι δυνατόν να περιλαμβάνει και μη-λογοτεχνικά εργαλεία) και αφετέρου η αξίωση της αληθοφάνειας (με άλλα λόγια, η αναγνωστική σύμβαση έχει σε μεγάλο βαθμό σχετικοποιηθεί και δύναται να περιλαμβάνει ακόμα και στοιχεία τυχαιότητας). Υπό αυτή την έννοια, το διαδίκτυο και η ψηφιοποίηση έχουν αλλάξει τη φαινομενολογία της μυθοπλασίας μας. Αλλά δεν μας έχουν (ακόμα;) εξαιρέσει οριστικά από τη διαδικασία της γραφής. Όπως έλεγε και ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ αναφερόμενος στη σύγχρονη φιλοσοφία: "Κατέχουμε λιγότερες βεβαιότητες από τους πατεράδες μας, αλλά διαθέτουμε ασυγκρίτως περισσότερα εργαλεία για να δουλέψουμε". Εκεί έγκειται κατά τη γνώμη μου η ουσιαστική διαφορά.

Ποιους θα θέλατε να παροτρύνετε να "κρατήσουν" φακό στο στόμα; Ποιους θα θέλατε να αναγκάσετε να "κρατήσουν" το φακό στο στόμα;

Δεν σκέφτομαι με τέτοιους όρους για τη δουλειά μου. Για μένα κάθε καλό βιβλίο είναι μια είσοδος προς έναν κόσμο της σκέψης. Μια πρόσκληση να διαβείς το κατώφλι. Εντούτοις αυτό το βήμα δεν μπορεί να είναι βεβιασμένο. Τα βιβλία βρίσκονται εκεί έξω, ακριβώς ως δίοδοι που ανοίγονται μπροστά μας, και εμείς διαλέγουμε ποιες θα ακολουθήσουμε. Δεν θα είχε νόημα να αναγκάσω ή να παροτρύνω κάποιον. Καθένας από εμάς πρέπει να είναι έτοιμος ώστε να μπορέσει να παρακολουθήσει τη σκέψη ενός συγγραφέα. Γι’ αυτό και η ενασχόληση με τη λογοτεχνία έχει τη μορφή μαθητείας. Προετοιμάζεται κανείς. Ωριμάζει με τον χρόνο και την εμπειρία. Η λογοτεχνία απαιτεί γνώση. Όσο κι αν ακούγεται ελιτίστικο, δεν είμαστε αυτομάτως ικανοί να προσεγγίσουμε όλα τα βιβλία. Τα αγαθά της ανάγνωσης κερδίζονται με τον χρόνο. Έτσι προκύπτουν και τα βιβλία που μας στιγματίζουν στη διάρκεια της διαδρομής. Τα σπουδαία βιβλία μάς ακολουθούν καθώς τα αφήνουμε πίσω μας.

Όλη αυτή η ουσιαστική επαφή με τον «τόπο» των αστέγων- η απεικόνισή του μέσα από δικές σας φωτογραφίες, η συνομιλία με το "λούμπεν" στοιχείο του πολιτισμένου κόσμου μας- πώς επηρέασε τον Χρήστο Χρυσόπουλο ως συγγραφέα, αλλά και ως άνθρωπο;

Η ίδια η γραφή του βιβλίου ήταν μια προσωπική απόπειρα να κατανοήσω την αλλαγή. Πώς έχει αλλάξει η πόλη μας τα τελευταία δύο χρόνια; Πώς έχουμε αλλάξει εμείς αντιδρώντας, ή όντας υποκείμενοι στις νέες συνθήκες; Ποιες νέες δεξιότητες αναγκαστήκαμε να αναπτύξουμε; Ποιοι απωθήθηκαν στο περιθώριο και πώς στεκόμαστε απέναντί τους, ή δίπλα τους; Το ζήτημα λοιπόν δεν ήταν αν εγώ θα "έβγαινα" διαφορετικός από τη γραφή του "Φακού", αλλά με ποιον τρόπο θα γραφόταν η ίδια η μεταλλαγή. Και αυτή είναι μια διαδικασία που δεν έχει σταματήσει, αλλά διαρκώς εξελίσσεται – φοβάμαι προς το χειρότερο. Και σε ό,τι αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην πόλη, αλλά προσφάτως και από τη διαπίστωση ότι η ναζιστική Χρυσή Αυγή έχει πλέον εγκαθιδρύσει τη δική της τάξη και συνεχώς "δοκιμάζει" τα όρια ενός πολιτικού συστήματος που την ανέχεται και της κοινής γνώμης που, σε μεγάλο μέρος, την επιβραβεύει. Κάποια στιγμή οι επόμενοι που θα "δοκιμαστούν" από τη Χρυσή Αυγή θα είμαστε εμείς (οι "θολοκουλτουριάρηδες", οι "αριστεροί", οι "ανθέλληνες", οι "λαπάδες"). Το καθεστώς του λαθρομετανάστη μάς πλησιάζει με βήμα γοργό.

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1968. Είναι πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Κυκλοφορούν 12 βιβλία του. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Αφηγηματικού Πεζού Λόγου της Ακαδημίας Αθηνών (2008). Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το αθηναϊκό χρονικό "Φακός στο στόμα" (Πόλις 2012). Έργα του έχουν μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες. Έχει φιλοξενηθεί σε κέντρα συγγραφέων και έχει δώσει διαλέξεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ήταν επισκέπτης καθηγητής και fellow στο MFA Creative Writing Program και στο International Writer's Program του Πανεπιστημίου της Αϊόβα και research fellow στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Πολιτισμού (European Cultural Parliament - ECP). Διδάσκει στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Η ιστοσελίδα του είναι chrissopoulos.blogspot.com.