Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Συζητώντας με τη Σοφία Κολοτούρου για την ανθολογία "Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό"

Το όνομα "Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό" αντιστοιχεί σε μια διαδικτυακή ανθολογία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης σε παραδοσιακές μορφές, την οποία επιμελούνται οι ποιητές Κώστας Κουτσουρέλης και Σοφία Κολοτούρου.

Θα τη βρείτε πληκτρολογώντας τη διεύθυνση: http://pampalaionero.wordpress.com/

Το “Βακχικόν” συζητά με τη μία εκ των δύο ανθολόγων, τη Σοφία Κολοτούρου, που αποτελεί και συνεργάτιδα του περιοδικού (γράφει τη στήλη : Ιστορίες της πόλης, - κατηγορία Σφηνάκια- , όπου δημοσιεύει ποιήματα γραμμένα σε παραδοσιακές μορφές, με θεματολογία εμπνευσμένη από τη σύγχρονη αστική καθημερινότητα των μεγαλουπόλεων και ειδικότερα της Αθήνας).

Πως προέκυψε η ανάγκη να δημιουργήσετε μια διαδικτυακή ανθολογία ποίησης σε παραδοσιακές μορφές;

Οι αναγνώστες του περιοδικού "Βακχικόν" γνωρίζουν, μέσα από τη δική μου στήλη, το προσωπικό μου ενδιαφέρον πάνω στις παραδοσιακές μορφές ποίησης, και την πεποίθησή μου πως μπορούν να γραφτούν και σε αυτές τις μορφές τα θέματα που απασχολούν τους σύγχρονους ανθρώπους και κυρίως αυτούς που ζουν στις μεγαλουπόλεις και ειδικότερα στη σημερινή Αθήνα. Καθώς εγώ έγραφα πάντοτε με αυτόν τον τρόπο, κάποια στιγμή στην πορεία της γραφής μου αναζήτησα να βρω τους σύγχρονους ποιητές που χρησιμοποιούν τις παραδοσιακές φόρμες με σκοπό να μιλήσουν για σύγχρονα θέματα. Ανακάλυψα ότι – και παρά την εσφαλμένη αντίθετη αντίληψη που επικρατεί- υπάρχουν και σήμερα πάρα πολλοί ποιητές που γράφουν σε παραδοσιακές μορφές. Ήδη έχουμε ανθολογήσει πάνω από 70 ποιητές και συνεχίζουμε. Στην πορεία αυτής της αναζήτησης έτυχε να γνωριστώ με τον ποιητή Κώστα Κουτσουρέλη, που είχε ακριβώς τις ίδιες απόψεις και ανησυχίες με εμένα σε αυτά τα θέματα και αποφασίσαμε από κοινού να κάνουμε τη διαδικτυακή ανθολογία : "Νέοι Ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό". Το πρώτο ποίημα αναρτήθηκε στα τέλη Απριλίου του 2009 και έκτοτε η ανθολογία μας ανανεώνεται καθημερινά πλην Σαββατοκύριακων. Πιο αναλυτικά μπορείτε να διαβάσετε στο δοκίμιο του Κώστα Κουτσουρέλη “Για την Αναβίωση των Παραδοσιακών Μορφών” που φιλοξενούμε στη σελίδα μας.

Τι μπορούν να προσφέρουν σήμερα οι παραδοσιακές μορφές ποίησης στον αναγνώστη και το κοινό; Ποια ανάγκη μπορούν να του καλύψουν;

Χαίρομαι που διαχωρίζεις το "κοινό" από τον αναγνώστη. Πράγματι, ο αναγνώστης διαβάζει κυρίως κατά μόνας, ενώ το κοινό μαζεύεται και “ακροάται” την ποίηση, έχουμε να κάνουμε με ακροατήριο πλέον. Θυμήσου πως ξεκίνησαν οι παραδοσιακές μορφές ποίησης από τα βάθη των αιώνων: Με τις ραψωδίες, την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τα άλλα έπη. Η ομοιοκαταληξία, το μέτρο, ο ρυθμός, οι παρηχήσεις, όλα αυτά είναι ηχητικά τεχνάσματα που τραβούν την προσοχή του ακροατή και τον βοηθούν στο να θυμάται, να απομνημονεύει στίχους. Το κοινό σήμερα μοιάζει να έχει χάσει την επαφή του με την ποίηση και να έχει απαξιώσει τους ποιητές. Αυτό βέβαια, κατά τη γνώμη μου είναι εν πολλοίς τεχνητό και οφείλεται ακριβώς σε αυτή την υποτίμηση της παραδοσιακής ποίησης που είχε συντελεστεί τις περασμένες δεκαετίες. Το κοινό δεν έχασε την επαφή του με τους στίχους, το τραγούδι, τη μουσική. Μέσα από τη μελοποίηση των μεγάλων μας ποιητών ήρθε σε επαφή και με την καλή ποίηση. Πόσοι θα ήξεραν τον Καββαδία πχ αν δεν είχε μελοποιηθεί; Κατά τη γνώμη μου, η συνειδητοποίηση του νοήματος γίνεται πολύ πιο άμεσα και ασυνείδητα με την ακρόαση, παρά με την ανάγνωση. Γι’ αυτό, αν και ζούμε στην εποχή της εικόνας, είναι απαραίτητο να επανέλθουμε στην απαγγελία της ποίησης σε ακροατήρια, στις μελοποιήσεις ποιημάτων και γενικότερα στην ηχητική διάσταση της ποίησης, ώστε να περάσουμε τα μηνύματά μας στο ευρύ κοινό. Εξάλλου, προσωπικά είμαι κάθετα αντίθετη στην αντίληψη ότι η ποίηση πρέπει να γράφεται από λίγους και να απευθύνεται σε λίγους μυημένους. Ασφαλώς απαιτείται μια κάποια ποιητική παιδεία για να αντιληφθεί κάποιος όλα τα ποιήματα, αλλά εάν είναι όλα στρυφνά και απαιτητικά, απευθυνόμενα σε λίγους μυημένους, αποθαρρύνουμε τον μέσο αναγνώστη από το να προσπαθήσει έστω να προσεγγίσει τα ποιητικά νοήματα και τελικά καταντάμε να διαβαζόμαστε μόνο μεταξύ μας.

Πως πιστεύεις ότι μπορούμε να προσελκύσουμε κι άλλους ανθρώπους στην ποίηση, ώστε να αποφύγουμε αυτό που λες, δηλαδή να καταντήσουμε να διαβαζόμαστε μόνο μεταξύ μας;

Οι νέοι σήμερα έχουν την παιδεία και τη δυνατότητα να ξεκλειδώσουν την ποίηση, αν τους δώσουμε τα ερμηνευτικά κλειδιά και τους προσελκύσουμε. Η ποίηση πρέπει να γίνει και πάλι ελκυστική στο ευρύ κοινό και οι παραδοσιακές μορφές είναι ένα καλό εργαλείο αμεσότητας και σύνδεσης με τον αναγνώστη και κυρίως τον ακροατή. Οι απαγγελίες ποίησης και οι διάφορες δραστηριότητες που διοργανώνονται (όπως και εκείνες που οργανώνει το Βακχικόν) είναι μια καλή αρχή. Εξάλλου, παρόμοιες εκδηλώσεις γίνονται πλέον στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, καθώς από τη δεκαετία του ’80 κι έπειτα παρατηρείται διεθνώς μια αναβίωση των παραδοσιακών μορφών στην ποίηση και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις απαγγελίας σε ακροατήριο. Ουσιαστικά αυτό που έχει γίνει είναι ότι βρίσκουμε νέους ήχους (ποιήματα) και τους ρίχνουμε στο παμπάλαιο νερό (τις αυστηρές παραδοσιακές μορφές) για να εκφράσουμε αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο γύρω μας. Πρόκειται για ποιήματα σημερινά, που γράφονται τώρα, από νέους και λιγότερο νέους ποιητές που ζουν ανάμεσά μας, κινούνται στον ίδιο κοινωνικό χώρο με μας και συμμετέχουν σε όλα τα κοινωνικά δρώμενα. Είναι πολύ πιθανόν, όταν τους ακούσετε να απαγγέλουν την ποίησή τους, να ξαφνιαστείτε κι εσείς από το πόσο σύγχρονοι μπορεί να είναι.

Με την ευκαιρία, θα θέλαμε να μας παραχωρήσεις κάποια ποιήματα από την ανθολογία ώστε να τα διαβάσουμε στους φίλους του "Βακχικόν" από κοντά στην επόμενη συνάντησή μας για να διαπιστώσουμε και μόνοι μας τη συγκίνηση και συμμετοχή του ακροατηρίου…

Εχω διαλέξει 10 ποιήματα για το "Βακχικόν", τα οποία θα διαβάσετε στη συνέχεια. Η επιλογή είναι ενδεικτική, και οι ποιητές παρατίθεται με αλφαβητική σειρά, εκτός από το πρώτο ποίημα της Αντειας Φραντζή, από το οποίο και πήραμε τον τίτλο της Ανθολογίας (Νέοι Ηχοι στο Παμπάλαιο Νερό), γι’ αυτό και το παραθέτω εκτός σειράς:

ΑΝΤΕΙΑ ΦΡΑΝΤΖΗ, "Ξέμαθα να γράφω στίχους…"

Ξέμαθα να γράφω στίχους
Μόνο μηνύματα στους τοίχους
Κι αυτά χλευάζουν τον καιρό
Ρίχνω λοιπόν τους νέους ήχους
Μες στο παμπάλαιο νερό.

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ, Δικηγορικό γραφείο

Βουΐζει σαν τροχός η πόλη
Φώτα και χρώματα υδαρή
Τη νύχτα θά ’ρθει να σε βρει
φορώντας στο μηρό βραχιόλι

Τίποτα βέβαια σοβαρό
Πες μια φυγή – σαν αυταπάτη
Σε ακολουθεί το ανήλεο μάτι
που φέγγει μέσα σου. Νεκρό

Πρωΐ νωρίς στην Εφορία
Στις ένδεκα οδοντογιατρό
Σαν τον κρυμμένο θησαυρό
σε αναζητώ. Στα μαυσωλεία

Θρηνούν τα περιπολικά
Χαμός στη στάση λεωφορείων
Δευτέρα δεκατρείς. Αρχείον
Να προσαχθούν τα σχετικά

Καταχωρείς τα δεδομένα
Κλείνεις τα νέα σου ραντεβού
Δεν είσαι πουθενά. Παντού
προβάλλουν σύνορα κλεισμένα

(Χρόνια και χρόνια καρτερείς
πέρ’ απ’ την έρημο του χρόνου
στον ερχομό του δολοφόνου
κάπου ένα πέρασμα να βρεις)

Προσθήκη – αντίκρουση. Προτάσεις
Ενστάσεις και παραγραφές
Θα ’χει κρυώσει πια ο καφές
Και πάλι δίχως να προφτάσεις

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ, Τώρα εδώ κάτω

Τώρα είναι ήσυχα εδώ κάτω. Γαλήνη.
Οι διάβολοι αναπαύονται στην παχιά αιθάλη.
Άλλοι κόβουν τα νύχια τους. Άλλοι
θυμούνται τα παλιά. Μια μωβ σελήνη,

οδοντωτή, ολοστρόγγυλη, βουτάει και σβήνει
στο ζεστό θειάφι, που έχει σχεδόν κοπάσει.
Οι φλόγες χαμηλώσαν. Από πισσωμένα δάση
πότε-πότε πετούν τραγουδώντας σμήνη

μαύρων αγγέλων (αγάλλονται τα ερέβη
με τα “Εν υψίστοις” σε largo ή andante),
ενώ ένας καθιστός —που ξέμεινε— αφοδεύει
πίσω από μια βλοσυρή προτομή του Ντάντε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, Ρέκβιεμ για έναν μαλάκα

Και για ν’ αλλάξω τόνο εδώ στα ξένα
λέω να μιλήσω τώρα και για σένα
συνθέτοντας, καθόλου όμως για πλάκα
αυτό το ρέκβιεμ, δίχως μουσική, για έναν μαλάκα.

Δε σε ξεχνάω, ξέρεις εσύ, εσέναν λέω
κι ας πέρασαν τα χρόνια, κι ας μην κλαίω
πια για όσα μου έκανες. Εδώ στα ξένα
με το αίμα εξόριστο, εγώ θυμάμαι εσένα.

Και τρέμω μην πεθάνω πριν πεθάνεις
και δεν σε κυνηγάει ώς να πεθάνεις
πλάκα στο στήθος σου κι επιγραφή στην πλάκα
γραμμένο αυτό το ρέκβιεμ — ενώ ζούσες.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού

Τα χέρια σου τα κέρινα
η Παναγιά εκράτει.
Χιόνιζε στα σεντόνια σου
και σ’ όλο το κρεβάτι.

Η κόκκινη λιανή γραμμή
του πλαστικού σωλήνα,
από τη φανερή πληγή
σαν ποταμάκι εκίνα.

Κι έφευγαν απ’ τα μάτια σου
σκιαγμένα τα τρυγόνια
και μ’ έφερναν σ’ άλλους καιρούς
και στα μικρά μου χρόνια.

Μικρά πολύ πικρά πολύ
χτισμένα γύρα γύρα
και μόνο από τη χούφτα σου
σπυρί χαράς επήρα.

ΣΕΣΙΛ ΙΓΓΛΕΣΗ ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ, Έρωτος Εγκώμιον

— Ιουλία με βάφτισαν, μα με φωνάζουν Τζούλια,
— Όνομα εξαίσιο και ποίηση γεμάτο !
Παίζουν τ’ αρχίδια του γκρανκάσα ήδη στακάτο
Κι ο δόλιος πούλος του σφηνώνεται στην Πούλια.

Τη ραίνει στίχους με παγέτες και ζουμπούλια,
Ουρανομήκους λυρισμού, περίσσιου πάθους.
Αχ, να γαμήσει εσπευσμένως, άνευ λάθους,
Μην μπλέξει άκων με κουφέτα και με τούλια.

Γλυκογκαβίζοντας εκείνη γουργουρίζει,
Με μυροστάλαχτη φωνή του ψιθυρίζει,
Ενόσω σκέφτεται αφροδίσια και λοιμώξεις

(Ψυχή και πνεύματι σαφώς του ’ναι δοσμένη) :
— Καμιά καπότα, αγαπούλα μου, σου μένει ;
Αλλιώς, την κάνω και σ’ αφήνω μ’ ονειρώξεις.

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ, Η φωνή από τα υπόγεια δώματα

Φτάνω στην κόλαση αναλφάβητος. Μαθαίνω
τα βογγητά και τον ωμό τρόμο του ξένου.
Ακούω τριγύρα αυτό μονάχα· να πεθαίνου-
νε μ’ ένα “μάνα” στην ψυχή. Διαβαίνει τραίνο

με μηχανοδηγό τυφλό που ’χει βοηθό του
πανέμορφη, φρικτή την τύψη των ανθρώπων,
στη μνήμη των καρφί καιρών, των ένδον τόπων.
Του παντοαδύναμου γαμώ το κέρατό του.

Αίφνης, εδώ θα ψάλλουν δέντρα· ελάτια, πεύκα·
κι εν τέλει εδώ θ’ ανθίσει ρόδο η δικαιοσύνη·
θα ’ρθεί ο Θεός, κανέναν πλέον να μην κρίνει·
και θα υψωθεί στο φως, μια φουντωμένη λεύκα.

Ουράνια λεύκα που εν τω βίω ποτέ δεν είδα,
να με φέρει σ’ εσέ τερπνή, αληθής πατρίδα.

ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ, Οιονεί ποίημα

Λαθρεμπόριο, γιατρέ μου, ιδεών
λαθρεμπόριο αισθημάτων.
Έκλεισα τα εξήντα κι είμαι παρών:
έτοιμος προς εκποίησιν των τραυμάτων.

Ξόδεψα τη νοσταλγία των ουρανών
βγήκα με ψευδώνυμο στο κυνήγι.
Διαπρεπής στοχαστής, σώφρων,
πλην όμως η πελατεία μου λίγη.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Λίγο πριν την Πτώση

Στη σκεπαστήν αυλή, όπου σεργιανάει
τ’ αρθριτικά του ο Μέγας Αδωνάι,
οι τρεις Αρχάγγελοι με τα μονύελα
ψάχνανε τον επιτελικό χάρτη
μπας κι εύρουν περιθώριο για κραιπάλη.
Κι είπε ο Γιαχβέ, κουνώντας το κεφάλι:
“Μανάρια μου, εδώ προμηνύεται θύελλα,
και μου ετοιμάζεστε για γκάρντεν-πάρτυ!;”

ΣΤΙΧΑΚΙΑΣ, BarbaRossa

Οι πειρατές πουλήσαν τις γαλέρες
και βγήκαν στη στεριά ν’ ανοίξουν φλόκο
με όπλα σκουριασμένα δίχως σφαίρες
να ξεχρεώσουνε της θάλασσας τον τόκο

Άλλος μονόφθαλμος και άλλος μ’ ένα χέρι
αξύριστοι βρομιάρηδες με ψείρες
κόβουν τα νύχια των ποδιών τους με μαχαίρι
και βάζουνε μπουρλότο με αναπτήρες
Και ο αρχηγός τους με τα κόκκινα τα γένια
ψάχνει γυναίκα για να κάνει οικογένεια. . .

Κι όταν βραδιάζει αραχτοί όλοι στο μόλο
πιωμένοι –αντί για ρούμι– με ρετσίνα
φτιάχνουν με τ’ άδεια τα μπουκάλια ένα στόλο
και βρίσκονται απ’ τον Πειραιά στην Αρτζεντίνα

Οι πειρατές –που κάποτε αράδα
είχαν σεντούκια θησαυρούς μέσα στο αμπάρι–
τώρα είναι ζήτημα αν θα βγάλουν μια βδομάδα
σε μια στεριά που όλο αρνείται να σαλπάρει

Και ο αρχηγός τους με τα κόκκινα τα γένια
ξυρίστηκε κι απέκτησε οικογένεια. . .