Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Στον καπνό του αορίστου - Νίκη Ανδρικοπούλου

Αθηναίοι εκλέκτορες

Ένας φοράει τα βρώμικα ρούχα του ανάποδα,
άλλος μετράει στα δάχτυλα τα λιγοστά του όνειρα,
άλλος κοιτάει αριστερά ή δεξιά με δέος παρωχημένο,
ο τελευταίος παραμιλά με μια φωνή στριγκιά—
όλοι νιώθουν μόνοι το ίδιο, το ίδιο.

Επιστρέφουν με βήματα αργά και σταθερά
στερημένοι από ελεύθερες κινήσεις,
στα χέρια ανεξίτηλοι οι λεκέδες απ’το αίμα.

Καμιά φορά, όταν το παχύ σκοτάδι ξεθωριάζει,
έχουν την αίσθηση ότι όποια κατεύθυνση
θα βγάζει πάντοτε στο ίδιο σημείο
είτε στην αρχή, είτε στο τέλος,
υπάρχει πάντοτε ακριανή συνέχεια.

Έχουν την αίσθηση πως κάποιος αθάνατος
δημιουργός τους παρακολουθεί συνεχώς
και μέσα σ’αυτή τη σαστισμένη μελαγχολία,
εσύ είσαι το σκοτεινό μέρος του φωτός,
μέσα σ’αυτή την ατέλειωτη ελπίδα
εσύ είσαι το κοφτερό παρελθόν.

Η νύχτα του γυρισμού τους φωτίζεται
καθώς σε βλέπουν ξαφνικά απ’το πλάι
να βηματίζεις με το χέρι τεντωμένο—
μπροστινή γροθιά να οδηγείς και να χιμάς.
Κι ίσα που προλαβαίνω να σου γνέψω,
πριν ξεκινήσει πάλι το πυροβολητό.

Ένας πέφτει μπροστά απ’τη σφαίρα,
άλλος πέφτει μπροστά απ’το ξίφος,
άλλος είναι πίσω απ’τη σφαίρα
και μέσα στο ξίφος— το πρόσωπο σου
ενός παιδιού, ο μαργαριταρένιος στόχος,
βγάζει δάκρυα θαυματουργά
σαν ψεύτικη εικόνα αγίου.

Εδώ, όσοι ζουν δρασκελίζουν ασταμάτητα
πάνω στον ίδιο δρόμο, μπρος και πίσω
σερνάμενα φαντάσματα σε αιώνια μάχη,
αργοκουνώντας τα σαγόνια, ψελλίζοντας
πως ίσως είναι πολύ νωρίς ακόμα:
δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα.

Εδώ, η ζέστη είναι βαριά κι υγρή
και πίσω απ’τα δέντρα οι φωνές απλώνονται
σαν μεμβράνη από μισόλογα.

*

Ο Θάνατος μιας Ιδέας

I

Είδα το φεγγάρι
να ανατέλλει
από την άλλη πλευρά,
τον ανθρώπινο αντίχειρα
να σημαδεύει το δάχτυλό του.

Είδα τα δέντρα ξεριζωμένα,
τα φρούτα ξεφλουδισμένα,
τα ποτάμια ξερά,
τους καταρράκτες
ήσυχους.

Είδα το Όλον,
λίγο λίγο
να χύνεται αργά.

Όταν ο αγαπημένος μου φίλος
οδήγησε το κεφάλι του
απέναντι απ’το όπλο,

είδα το θάνατο μιας ιδέας.

Κατέβηκε εκεί
για το καλό της σιωπής.
Κρατημένος απ’το δικό μου το χέρι,
να εξερευνήσει τον Άδη—
αρμένιζε την ώρα του εκεί.

Τα μάτια του ανοιγόκλειναν
μες σε μίλια σκοταδιού.
Μια μικρούλα τσιγγάνα
γύρισε τις παλάμες του,
δυο τρύπες άνοιξε
κι είδε στο μέλλον:

Είδε πως οφείλουμε να φέρουμε
τον κόσμο άνω κάτω
γιατί τίποτα λιγότερο δε μπορεί
να ελευθερώσει τo μυαλό
από τη καρδιά μας.

II

Προχώρησα έξω
για να φέρω τη φύση μέσα,
καταπίνοντας το χρώμα
απ’τα ουράνια τόξα,
ρίχνοντας μια αστραπή
στη μαύρη του ψυχή.

Πολλαπλασίασα τη μάζα μας
επί τη ταχύτητα φωτός,
κι όταν ανακάλυψα τον αχανή
ενεργειακό μας αριθμό,

απογειωθήκαμε
σα δίδυμα αστροπελέκια—
σπρώχνοντας πάνω
μια τεράστια απλωσιά
βομβαρδισμένης
ακεραιότητας.

Και κινήσαμε μαζί
το ίδιο επιμηκυμένο χέρι,
ξεριζώσαμε απ’τον κόσμο
την ατσάλινη καρδιά—
σώσαμε ότι ήταν
σουρεάλ.

Γιατί η πραγματικότητα ήταν πολύ μικρή,
ένα αιχμηρό κομμάτι ακινησίας
προορισμένο να παρενοχλεί αιώνια
την πολύτιμη, νικημένη,
τόσο άσχημη αυτό-εικόνα μας.

*

Πατρική Φιγούρα

Ο πιο συγκινητικός άνθρωπος
είναι αυτός που δεν φαίνεται
πως εύκολα ο ίδιος συγκινείται.

Μια σπίθα χαμόγελο στα χείλη
βάζει φωτιά μέσα στα μάτια.

Αυτός που δεν τρέμει
ούτε στιγμή από φόβο,
κατοικεί το ίδιο υπομονετικά
πάνω απ’την επιτυχία
και την αποτυχία.

Δεν κατακτά τον χρόνο,
δεν προσπαθεί.
Είναι γεμάτος σώμα,
γεμάτος ψυχή.

Καθώς μεγαλώνει,
η σιωπή γίνεται φωνή
στο λαιμό του που βασανίζει
την περηφάνεια.

Κορμοστασιά γερή,
το αίμα του φοράει τα βυσσινί
πέπλα της σοφίας.

Η αγάπη του λέγεται
μ’ όνομα αλλιώτικο,
κι απ’τη κρυφή ανταλλαγή
κοκκινίζουν τα κόκαλα.

Ανάσα που αχνίζει γκρι,
μια θαμπή γραμμή του χρόνου,
η όψη του αρχαία.

Κι ασπρίζουν τα κόκαλα ξανά
σα θυμηθεί τη βέβαιη ιδέα.

Δεν υπάρχει άλλο για να βρει—
έχει ανακαλύψει
εαυτόν ολότελα.

Έχει ανέλθει κι αγγίξει
την υψηλότερη ώρα

και τώρα,

η ψυχή του αιώνα
κρέμεται ύστατη
από ένα νήμα,
τινάζεται

το σώμα του
μέσα στον κύκλο
της αταραξίας,

σηκώνει μια απόσταση
πελώρια, μοιραία,
εκπνέει και κατεβαίνει

στον κάτω κόσμο.

*

Ντελίριο

Όλα γίνονται άσπρα, πέφτω
σε μια σκέψη μου
θαμπή.

Κάποιος με ονομάζει,
—η μορφή του τρεμοπαίζει—
τρέχουμε μαζί.

Στο τοπίο η ομίχλη
εξαλείφει το μυαλό—
μπερδεύομαι μες
στον καπνό του αορίστου.

Φαντάσματα με ξιπασμένα
ρούχα και μαλλιά
στοιχίζουν τη γραμμή
της ζωής μου.

Δεν αντέχω να μένω μόνη,
όμως αυτός ξέρει να μπαλώνει
εκείνες τις τρύπες
προς το φόβο.

Σκύβω, κόβω ένα λουλούδι
απ’τη ρίζα,
τα δόντια μου είναι κόκκινα—

πλησιάζω, ακούω
την κοφτερή του ανάσα
να θεριεύει,
τα δόντια μου είναι κόκκινα—

τεντώνω το υψηλόφρων στόμα μου
να του δώσω ένα φιλί
αλλά τα δόντια μου είναι κόκκινα,

τα δόντια του δαγκώνουν—

Δεν θα πεθάνω απόψε
από τις παρενέργειες
αυτής της συνάντησης,

εάν καταλάβω

(ότι τρεις μήνες ψήνονταν σε ένα κρεβάτι,
ανίκανος να κουνηθεί—
του είχαν κόψει και τα δυο του πόδια)

ότι μπορώ για πάντα να αργοσαλεύω 

                  μέσα

σ’έναν άλλο χωροχρόνο,
στις ξέχειλες καμπύλες του,
στην υπερβολική δόση
της τύχης,
στη φοβερή θλίψη
της τέχνης,

όπως ακριβώς αυτή τη στιγμή
μπορώ να νιώσω
την έλξη του μαγνήτη
να πιέζει πάνω στα γράμματα
τα απαίσια απαίσια
κενά μου.

Η Νίκη Ανδρικοπούλου ζει στην Αθήνα.