Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Στη σκηνή του λεωφορείου - Αλεξάνδρα Μυλωνά

photo © Αλέξιος Μάινας

photo © Αλέξιος Μάινας

Χωρίς χειροκρότημα

- Κιρίις κι κίριι, κιτάξτι μι! Ξίρου, μπουρί  να σας προυσβάλου, ισάς κιρία μου κι ισάς κι ισάς ίτσι που ξιγκιμνόνουμι μπρουστά σας,  όμους μόνου τα λόγκια ντιν φτάνουν.
Τι ήταν αυτό πάλι; Ο μεσήλικας ξένος εκεί μπροστά, δίπλα στον οδηγό, είχε ανοίξει με τα χέρια του σχεδόν σε πλήρη διάσταση τη μαύρη πατιναρισμένη από τον χρόνο και  την απλυσιά καμπαρντίνα του –μαύρο πουλί με ξέθωρες ξανθές τρίχες στο κεφάλι ήταν– και μας αποκάλυπτε  το στέρνο του  –στέρνο πλατύ, φτιαγμένο από τη φύση του ν’ αντέχει, γραμμωμένο από τα βάρη της ζωής, πληγωμένο από τα βάσανα. Ποιος, άραγε, κρατούσε το μαχαίρι που το έκοψε στα δυο;
- Ίκανα ιγχίρισι ανικτί καρντιά, ι γκιατρί μού δίνουν λίγκι ζουί ακόμα. Κιτάξτι μι. Ίχου κι τα χαρτιά του νουσουκουμίου,  είπε, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση να τα βγάλει από την τσέπη του να μας τα δείξει. Τρομαχτικό το σημάδι του έφτανε και περίσσευε.
- Κιρίις κι κίριι,  κι που μιλάου ίτσι ντινατά πουνάου –αυτός ο άνθρωπος είχε μια φωνή ξεχωριστή, μπάσα και βροντερή. Να μην του κάνου, μου ίπαν ι γκιατρί, θα σπάσουν τα ράμματα, Σέργκιο, μου ίπαν, όμους ιγκό ντιν ξίρου τι άλλου να κάνου κι πινάου.  Θίλου να φάου ψουμί, τιρί, ... Κιτάξτι μι, συνέχισε ο άνθρωπος με την ουλή σ’ ένα διαρκές κρεσέντο ταπείνωσης –σαν ελεγχόμενο έμοιαζε, σαν...– για να καταλήξει στην αναμενόμενη επωδό: Ντόστι μου κάτι, πινάου.
- Γιατί δεν πας να δουλέψεις, άνθρωπέ μου; Αν το θέλεις, κάτι θα βρεις να κάνεις, τον άρπαξε απ’ τα μούτρα ο διπλανός μου. Ποιος σου είπε πως έχουμε όρεξη πρωι πρωί για το θλιβερό σου θέαμα, του είπε και γύρισε το κεφάλι του επιδεικτικά αλλού. Έμαθαν όλοι πια στη ζητιανιά, συνέχισε να μουρμουρίζει απαξιωτικά.
- Μη μιλάς έτσι, δεν κάνει, είπε η γιαγιούλα απέναντί του που σταυροκοπήθηκε, γιατί          περνούσαμε εκείνη τη στιγμή απέναντι από την Παναγία Δέξα κι έβγαλε από το πορτοφόλι της μισό ευρώ –τόσο μόνο μπορούσε να διαθέσει από την πενιχρή τη σύνταξή της.
Από τα μεγάφωνα ακούστηκε άχρωμη μια γυναικεία φωνή: «Επόμενη στάση, next stop: Καμάρα».
- Κατεβαίνεις, του είπε άγρια ο οδηγός. ΤΩΡΑ!
Το λεωφορείο σταμάτησε, οι πόρτες άνοιξαν. Ο Σεργκέι έφτασε στην πίσω πόρτα μαζεύοντας πολλή παγωμένη σιωπή αλλά και κάτι λίγα ψιλαδάκια για ένα τοστ κι έναν καφέ, που πολύ τον ήθελε εκείνη τη στιγμή. Ευχαριστημένος γύρισε, μας κοίταξε, υποκλίθηκε και κατέβηκε. Αργότερα θ’ ανέβαινε κουτσαίνοντας σε κάποιο άλλο λεωφορείο, ξανά σα νυχτερίδα  –να βγάλει κάτι τις και για το μεσημέρι.  
Υποκλίθηκε;
 (Ο Σερκγέι Πέτροβιτς ήρθε πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, λίγο μετά το γύρισμα του αιώνα στη Θεσσαλονίκη, για να δουλέψει. Μπήκε αμέσως στην οικοδομή –δεν τη φοβόταν τη σκληρή δουλειά, την άντεχε, αναμετριόταν μαζί της κάθε μέρα. Το βράδυ έπινε βότκα στα σκαλιά του Κρατικού κι έκλαιγε, γιατί θυμόταν τότε που έπαιζε στο θέατρο στη Μόσχα. Θυμόταν πόσο του άρεζε εκείνη η μπορντό βελούδινη αυλαία που ανοιγόκλεινε συνέχεια συνέχεια συνέχεια μαζί με το χειροκρότημα στο τέλος κάθε παράστασης πριν από την απόλυσή του «Его уволили по причинам сокращения бюджета»(1). Μερικές φορές ξέμενε εκεί, στα μαρμάρινα σκαλιά, πίνοντας ως το πρωί. Ύστερα πήγαινε κατευθείαν στη δουλειά.
- Ποιος είναι για τα μπετά σήμερα, ρώτησε ένα πρωί σαν όλα τ’ άλλα ο εργολάβος.
Πήδηξε πρώτος στην καρότσα μουγκρίζοντας –πάλι θα τους ξεπάτωναν σήμερα, πάλι θα τους πλήρωναν μ’ ένα ξεροκόμματο. Τουλάχιστον ο  Παναγιώταρος ο εργολάβος είναι μπεσαλής, είχαν πει στην πιάτσα. Το μεροκάματο που υπόσχεται, το δίνει, δεν είναι σαν τους άλλους, εκείνους που το τρενάρουν βδομάδα με τη βδομάδα και στο τέλος της δουλειάς φωνάζουν τους μπάτσους, για να σε πιάσουν και να σε γυρίσουν πίσω, για να γλιτώσουν έτσι αυτά που σου χρωστάνε,  επαναλάμβανε από μέσα του τα λόγια που ’χε ακούσει. Μπορεί, αυτή τη φορά, να έπιανε καλά λεφτά, να περίσσευε και κάτι και –ποιος ξέρει;– μπορεί σιγά σιγά, σιγά σιγά να τα κατάφερνε και να γυρνούσε με κομπόδεμα στην πατρίδα, μπορεί και να ξανάπαιζε...
Εκείνο το πρωί ήταν που έπεσε απ’ τη σκαλωσιά. Σακάτεψε το πόδι.  Και τη μέση του. Ζορίστηκε χωρίς χαρτιά. Καταρρακώθηκε. Έπαθε έμφραγμα. Τον πήρε για τα καλά η κάτω βόλτα).
Ναι, υποκλίθηκε. Τι άλλο του έμενε να κάνει;

Παραπομπή
(1) «Για λόγους περικοπών του προϋπολογισμού».

**

Η Αλεξάνδρα Μυλωνά ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τα θεατρικά Η φωνή του νερού (εκδόσεις Άχθος 2001), Εγώ και μερικές φίλες μου (εκδόσεις Γράφημα 2009), τα παιδικά βιβλία Με μια ανάσα: Εννέα μικρά παραμύθια (Δημοτική Επιχείρηση Καλλιτεχνικής Παιδείας και Πολιτισμού Συκεών 2004), Τα απλά παραμύθια ενός σπιτιού (εκδόσεις Ρώμη 2015), καθώς και τη μελέτη Η χάρτινη Αντιγόνη (εκδόσεις Γράφημα 2013).