Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Στήλη: Το χαμένο πρόσωπο [Μέρος 2ο]

Γράφει η Άτη Σολέρτη*
spyker-painting-acrylics-a-light-against-the-dark-1997-solerti26.jpg
Spyker painting acrylics, a light against the dark, 1997
Ι. Το κερίΟ γενναίος ιππότης παρατηρούσε… Αναζητούσε κι εκείνος το χαμένο πρόσωπο. Ήταν κι εκείνος, ένας από τους πολλούς. Είχε βοηθήσει και αυτός για να τεθούν οι όροι του ανελέητου κυνηγητού μιας σκόπιμης εξόδου που οδηγούσε στη μεγάλη απελευθέρωση. Και δεν το είχε μετανιώσει. Ποιος δεν θα αφηνόταν να επιθυμήσει άλλωστε… ανόθευτα, ανελέητα κι αυθεντικά τον πλούτο της ανατροπής που του ‘χε μάθει η ανέχεια, την εξουσία της στιγμής που πάγωνε ο ένοχος χρόνος και την υπέροχη θωριά που φέρει το είδωλο της δόξας; Μπορεί να πίστευε πως θα ‘ταν δύσκολο να βγει εκείνος νικητής σε ένα σκληρό κυνηγητό, μπορεί να είχε κουραστεί από την ολονύχτια ιχνηλασία και από την έντονη κινητικότητα της σκέψης που του δημιουργούσε κάθε αίνιγμα. Μπορεί να ένιωθε… τύψεις που είχε σταματήσει λόγω της αναπάντεχης βροχής…, όμως δεν θα τα παρατούσε. Στο λόγο της τιμής του, δεν θα δείλιαζε. Το χαμένο πρόσωπο ήταν κοντά. Κι εκείνος θα ‘κανε τα πάντα για να το ανακαλύψει.

Όταν το έβρισκε, το ένιωθε πως εκείνο το συναίσθημα που θα ‘φερνε το πέρας της επιτυχούς του αποστολής θα ήταν αξιότερο από την πολυπόθητη υποσχόμενη ανταμοιβή της.  Το ένιωθε πως σαν ερχόταν αντιμέτωπος με το χαμένο πρόσωπο, θ’ απαξιούσε για όλα τα υπόλοιπα. Και θα ‘στεκε αμερόληπτος μπροστά στα μάτια του, ορθός αναμετρώντας το παράστημά του. Δεν θα τον ένοιαζε αν το χαμένο πρόσωπο θα έφερνε αντιρρήσεις. Οι όροι της γενναίας αναζήτησης ήτανε πλήρως κατανοητοί. Αν το χαμένο πρόσωπο γέμιζε πόνο και θλίψη σαν θα παραδινότανε στον δήμιο – τιμωρό του, θα έπρεπε υπακούοντας να τα αποβάλλει μέσω μιας τυπικής εξομολόγησης και μιας σωτήριας, οικείας προσευχής. Αν λύγιζε κι ικέτευε  με εκκωφαντικούς λυγμούς για τη ζωή του, η καταδίκη του θα ήταν το σκοτάδι της σιωπής. Αν πάλι υπέμενε απλά και στωικά  έναν επόμενο και προκαθορισμένο θάνατο, τότε δεν θα υπήρχε έγκλημα για να επιφέρει τιμωρία. Το φως της λογικής θα είχε επιτελέσει έναν ακόμα θρίαμβο κι ο γενναίος ιππότης θα είχε λύσει το αίνιγμα. Θα είχε προελάσει τιμητής, στεφανωμένος δάφνες απ’ αντίπαλα στρατεύματα, σε φιλικά εδάφη. Θα είχε καταφέρει δίκαια και επιτυχώς να  επικρατήσει νικητής σ’ ένα παιχνίδι που οι όροι του είχαν τεθεί και από τον ίδιο. Γιατί ο γενναίος ιππότης…, είχε πάρει τη θεϊκή εντολή του πλήθους, το χρίσμα ενός ανώτερου, κυρίαρχου εαυτού και θα την έφερνε εις πέρας. Θα έβρισκε αυτό που αναζητούσε το δίχως άλλο.

Τα μάτια της νύχτας ήταν ανοιχτά, έτοιμα να τον παραδώσουν μ’ ένα αφιλόξενο νεύμα στον άτυπο τιμωρό του Σκότους σε περίπτωση μιας πιθανής, αδικαιολόγητης αποτυχίας. Το ένιωθε.  Όμως εκείνος είχε ένα πλεονέκτημα κι ας μην το γνώριζε ακόμα. Ξάφνου η κόκκινη βροχή σταμάτησε. Κι ο γενναίος ιππότης φορτώθηκε την ταλαιπωρημένη πανοπλία του και ακολούθησε εκείνη τη μακρόσυρτη γραμμή του μονού, πεζού δρόμου που οδηγούσε στο πιο κοντινό πανδοχείο. Στα πρώτα μισά του παραπάτησε. Χαμογέλασε ταπεινά. Ύστερα κράτησε το αλυσιδωτό του κράνος στα χέρια και ισορρόπησε το βήμα του στην πέτρινη ευθεία που του υπαγόρευε το μονοπάτι. Στο τέλος της, βρήκε την φθαρμένη πόρτα του απομονωμένου πανδοχείου. Μπροστά της κοντοστάθηκε για λίγο. Κοίταξε πρώτα από το διπλανό παράθυρο κι αφού τίποτα δεν του φάνηκε ύποπτο, αποφάσισε να μπει μέσα. Μέσα στην αίθουσα δεν υπήρχε ψυχή. Μάλλον ήταν πολύ αργά. Γεμάτος περηφάνεια, τόλμη και θάρρος, κάθισε στο ξύλινο άδειο τραπέζι, αριστερά στο βάθος. Αργά άφησε το σκουριασμένο κράνος του να πέσει πάνω του, προκαλώντας ένα κουδούνισμα αργόσυρτο. Στο διπλανό τραπέζι έκαιγε ακόμα ένα κερί ανάμεσα σε δυο ποτήρια μισοάδεια ή θα ‘λεγε κανείς μισογεμάτα, κρασί. Ποιος άραγε βρέθηκε εκεί πριν απ’ αυτόν;  Ή μάλλον ποιοι; Το φως απ’ το κερί θα του ‘λεγε τα μυστικά του;

Ασυνάρτητες σκέψεις περνούσαν απ’ το νου του εκείνη την πλανεύτρα ώρα που κόντευε να ξημερώσει. Το φως απ’ το κερί τον έκανε να φαντάζεται. Να βλέπει παντού ύποπτα βλέμματα στο χώρο. Ορατές και αόρατες μαύρες σκιές γελούσαν μαζί του. Του έκαναν μυστήρια νεύματα. Καθρεφτίσματα από θολερές αναμνήσεις χόρευαν μπρος στα μάτια του. Το φως απ’ το κερί μίκραινε και γιγάντωνε τα πρόσωπα γύρω του. Τα ανύπαρκτα πρόσωπα που ήταν όμως παντού. Μεγάλα και μικρά μάτια, χρωματισμένα ειρωνεία κι υποψία, σχιστά βλέμματα βυθισμένα στο μίσος και σε μια υπόσχεση εκδίκησης, χείλη έτοιμα να μιλήσουν έβγαζαν άναρθρες κραυγές, μύτες μεταμορφώνονταν σε αναρριχητικά φυτά εντεταλμένα να υπάρξουν για την πορεία της ανάβασης, μαλλιά που πλέκονταν, κλαδιά από εφιάλτες. Το φως απ’ το κερί τον στοίχειωνε! Όμως εκείνος αδυνατούσε να το σβήσει! Το φως απ’ το κερί κάτι παράξενο του κένταγε στην αύρα. Το ένιωθε όπως και το επίμονο αίτημα της νύχτας για το χαμένο πρόσωπο. Για ό,τι θα του έφερνε τη δύναμη, τον πλούτο και τη φήμη. Δεν μπορούσε ν’ αδιαφορήσει. Έπρεπε απλά να δει. Να κυριεύσει με το βλέμμα του την κάθε θρονιασμένη επιθυμία και να τη θυσιάσει στο βωμό εκείνης της κυρίαρχης αναζήτησης. Στο βωμό της τιμής του χαμένου προσώπου.

Όμως… το φως απ’ το κερί τα έκανε όλα ν’ αλλάζουν! Να μην μπορούν να υπακούσουν στο ανυπόμονο αίτημα της νύχτας. Τι έφταιξε; Τι έγινε άραγε με λάθος τρόπο; Κάτι παγίδευσε τον μονοπρόσωπο εαυτό. Ο άτυπος τιμωρός του Σκότους περίμενε να δει τις σκιές να παίρνουν τη θέση τους στο τελευταίο παιχνίδι της αναζήτησης. Μαζί και τη δική του. Όλα θα εξαρτώνταν από τη θέση που κατείχαν τα πιόνια τους. Η σκιά του γενναίου ιππότη λύγισε. Ίσως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Κι ας κόντευε να ξημερώσει. Νωχελικά έσκυψε κι αποκοιμήθηκε. Οι άλλες σκιές, ευλαβικά υποδουλωμένες, υπάκουσαν στο νεύμα του άρχοντα της σκιερής εγκαρτέρησης. Το φως απ’ το κερί έκαιγε ακόμα, εκείνη τη κρυφή παρτίδα αποκαλύπτοντας μπροστά στα μάτια του γενναίου ακόμα ιππότη. Του υποσχόταν νοερά πως όσο και να θόλωνε τα βλέμματα των άλλων - που ήταν αιωνόβιοι και πολλοί - εκείνον  μέχρι τέλους θα  βοηθούσε. Άλλωστε ο γενναίος ιππότης, μπροστά στα μάτια του φωτός του, κρατούσε πάνω του μόνο αυτό που του ανήκε. Μονάχα το δικό του δέρμα. Το αλυσιδωτό του κράνος, βρισκόταν ξεχασμένο δίπλα του,  επάνω στο άδειο, ξύλινο τραπέζι, αριστερά στο βάθος της γωνίας. Δεν είχε επιλέξει να το χρειαστεί πια κι ας μη το γνώριζε. Ακόμα!

*H Άτη Σολέρτη έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Εβένινη δίνη (εκδόσεις Περί Τεχνών 2007) και Ερημία παθών (εκδόσεις Vakxikon.gr 2012). Έχει ανθολογήσει, μεταφράσει και επιμεληθεί την Ανθολογία σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης (εκδόσεις Vakxikon.gr 2014). H νουβέλα Δαίμονας χωρίς ταυτότητα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Vakxikon.gr, μέσα στο 2014. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα.