Top menu

Στήλη: Ιστορίες Δουβλίνου 1

 
 
Άνθρωποι. Μικροί, ασήμαντοι, ατελείς. Κοινοί, συνηθισμένοι. Μα ξεχωριστοί κι ιδιαίτεροι.

Κάθε άνθρωπος κι ένας ολόκληρος κόσμος. Μια ολόκληρη ιστορία. Και ο καθένας απ' αυτούς έχει κι από μια ιστορία να διηγηθεί. Μια ιστορία για το παρελθόν του, το μέλλον του, το παρόν του. Ιστορίες βγαλμένες απ' τα βιώματα, τις εμπειρίες, τη φαντασία, την πραγματικότητα που μας περιβάλλει.

Χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους της μικρής κοινωνίας του Δουβλίνου, εμπνέομαι να γράψω τις δικές μας ιστορίες. Για τη ζωή και τις μέρες που περνάμε μαζί. Για τον τρόπο που μαθαίνουμε να αλληλοεπιδρούμε, ν' ακούμε και να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Οι συνομιλίες, τα αγγίγματα, τα κοιτάγματα, τα γέλια, ο χορός, το σκούπισμα των δακρύων, όλα σημεία αναφοράς που συνθέτουν μια μελωδία που άλλοτε ανυψώνει την ύπαρξή μας στο φως, άλλοτε την κατεβάζει για να την κάνει να μάθει να βλέπει και μέσα απ' το σκοτάδι. Εμείς είμαστε εδώ. Συνεπιβάτες, συνταξιδιώτες μιας διαδρομής που το τέλος της δεν το γνωρίζουμε. Αλλά μπορούμε να το φανταστούμε, να το ονειρευτούμε και ως αποτέλεσμα να το βιώσουμε.

Και οι άνθρωποι αυτοί είναι...

Ο Martin που ξέρει ν' απολαμβάνει τη ζωή και να κάνει τους άλλους να γελάνε, ο Mark K. που διαθέτει μια γνήσια γοητεία και ως άνδρας και ως άνθρωπος, ο Michael που προσπαθεί σκληρά να γίνει ένας καλός τανγκέρο κι ένας καλύτερος κινηματογραφιστής, ο Keith με τα διεισδυτικά μπλε μάτια του και που με το έμφυτο πάθος του για τη μουσική καταφέρνει να μας κάνει να ταξιδέψουμε, η Kamila με τον άκρατο συναισθηματισμό της και την απεριόριστη αγάπη της για το τάνγκο, ο Anthony που στέκει αγέρωχα και μας παρατηρεί, η Deborah που βιάζεται να ζήσει όση ζωή της στερήθηκε, ο Piero που ερωτεύτηκε, ο Massimo που θα ήθελε να ερωτευτεί, ο Amos που αν και απουσιάζει, μόλις εμφανίζεται είναι σαν να ήταν πάντα εδώ, ο John R. που προσπαθεί να κάνει το καλύτερο που μπορεί, ο Philip με την αυθεντική ευγένεια και τρυφερότητα που τον διακρίνουν, ο Johan που όταν χορεύεις μαζί του είναι σαν να ζεις μέσα σε όνειρο, ο Mark A. που δεν βλέπει την ώρα να φύγει απ' τη χώρα, ο Damiano που ξέρει να κάνει τα πάντα με στυλ, ο Hernan που διαθέτει όσο χιούμορ χρειάζεται, η Jenny και η Caroline που αν και απογοητεύονται συνεχίζουν, ο Alan που ζει για να οργανώνει συγκεντρώσεις ατόμων, η Cristina που ακολουθεί τις συμβουλές μου, η Tunde που παραμένει πιστή σε αυτά που πιστεύει, η Niolee με τα γλυκά μπλε της μάτια, η Monina που δεν θα μάθει ποτέ να μιλάει σωστά Αγγλικά, ο Federico που διαθέτει Αργεντίνικο ταμπεραμέντο, η Mimma που ξαναγύρισε στο Βέλγιο και που μου λείπει, ο Danny ο καλύτερος τάνγκο χορευτής σε ολόκληρο το Δουβλίνο, ο Julian που είναι αφοσιωμένος σε αυτό που αγαπάει, η Kristina που μισούμε ν' αγαπάμε, ο George που τρέχει σαν παλαβός, ο Mauro που θεωρεί το τάνγκο φάρμακο για την ψυχή (γιατί είναι), η Jaro που την έχασα, ο Κωνσταντίνος που με κερνάει συνέχεια καφέ, ο Θοδωρής που αναρωτιέμαι τι να κάνει, η Ζαφειρία που την περιμένω να γυρίσει, η Eabha και ο Daire, τα δύο μικρά μου που με ανέχονται και τα ανέχομαι καθημερινά.

Και άλλοι, που αν τους ανέφερα όλους, αυτό το γράψιμο δε θα είχε τελειωμό. Σε όλους αυτούς, είναι αφιερωμένες οι μικρές ιστορίες της πόλης που μας αγκαλιάζει, μας δέχεται, μας κρατάει και μας εμπνέει καθημερινά. Ακόμα κι αν μας κάνει μούσκεμα και καθόλου δεν μας θυμίζει καλοκαίρι, εμείς συνεχίζουμε να την αγαπάμε όπως ακριβώς είναι. Γι' αυτό που είναι.

Ο χρόνος μου στην Ιρλανδία είναι η ζωή μου σε σμίκρυνση. Ό,τι μέχρι τώρα έχω ζήσει κι άλλα που δεν ήξερα, τα ζω τώρα γρήγορα, έντονα, βαθιά. Είναι ο χρόνος που σπατάλησα στην Αθήνα και που εδώ τον ξαναβρίσκω. Είναι ένα μάθημα ζωής. Πολύ μεγαλύτερο απ' όσο νόμιζα.

Είναι η γνώση που αποκτώ, ο απολογισμός που κάνω, το παρελθόν με το οποίο έρχομαι αντιμέτωπη, τα ψήγματα αλήθειας που βρίσκω, η συνενοχή που βλέπω στα βλέμματα των ανθρώπων που με κοιτάζουν, η αγάπη που δείχνω και που παίρνω, η βροχή που με δέρνει και που με καθαρίζει (όπως στον 'Ταξιτζή' του Σκορσέζε), η πίστη που δεν την αφήνω να με αφήσει, η ευτυχία που στοχεύω, τα δάκρυα που εξανεμίζονται, το ουράνιο τόξο που βγαίνει μετά τη βροχή, η ωριμότητα που όλο και πλησιάζω, οι απαντήσεις που βρίσκω.

Τελικά, ναι το ζήτημα είναι να μην αδημονείς ποτέ. Τα πάντα έρχονται στην ώρα τους.

Καλό ταξίδι...

Κατερίνα Καντσού


1. Ο Άνθρωπος που Περπατάει Ξυστά στον Τοίχο


Στον Keith

Τον είδα πρώτη φορά στο πάρκο Σεντ Στίβενς. Η βροχή μόλις είχε σταματήσει κι αποφάσισα να κάνω έναν περίπατο εκεί ανάμεσα στα βρεγμένα λουλούδια. Ήταν όρθιος κι ακουμπούσε με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου. Παρατήρησα ότι στεκόταν πολύ ώρα ακίνητος στο ίδιο σημείο χωρίς να κουνιέται. Τα ρούχα που φορούσε και η στάση του μου τράβηξαν την προσοχή. Αποφάσισα να τον πλησιάσω. Στάθηκα δίπλα του και κοιτούσα την λίμνη μπροστά μας. Δεν πρέπει να με είχε προσέξει. Γύρισα και τον κοίταξα. Κοιτούσε ίσια μπροστά, μα φαινόταν αφηρημένος, χαμένος στις σκέψεις του.

-Ευτυχώς που σταμάτησε να βρέχει, είπα και περίμενα την αντίδρασή του.

Σαν να ξυπνούσε από λήθαργο, γύρισε και με κοίταξε και με το ίδιο αφηρημένο βλέμμα είπε:

-Ναι, ευτυχώς. Καμιά φορά, όταν αρχίζει να βρέχει, ξεχνάει να σταματήσει.
-Το ξέρω, είπα και χαμογέλασα.

Γύρισε πάλι μπροστά κοιτώντας το ίδιο σημείο χωρίς να πει τίποτα. Τα μάτια του είχαν το χρώμα ενός παγωμένου μπλε, μα την ίδια στιγμή ήταν υγρά κι απέπνεαν μια αίσθηση ζεστασιάς. Πάντα μου άρεσαν οι άνθρωποι με υγρά μάτια. Είχαν κάτι το ιδιαίτερο κι απροσπέλαστο, που αδημονούσα ν' ανακαλύψω.

-Πώς σε λένε;, τον ρώτησα.
-Μάικλ, απάντησε, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. Του έτεινα το χέρι και συστήθηκα.
Γύρισε, μου έσφιξε το χέρι και με κοίταξε για κάποια δευτερόλεπτα τόσο βαθιά μες στα μάτια, που αναγκάστηκα να κατεβάσω το βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή, άρχισε πάλι να βρέχει απότομα και δυνατά και μέσα στην προσπάθειά μας να καλυφθούμε με τα παλτό και τις ομπρέλες μας, του πρότεινα να πάμε στο κοντινότερο καφέ μέχρι να σταματήσει η βροχή.

Έτσι τρέχοντας, βρεθήκαμε στο καφέ Μπιούλις στην οδό Γκράφτον ν' αναζητούμε τραπέζι να καθίσουμε, μιας και ήταν τα περισσότερα γεμάτα. Βρήκαμε ένα στον πάνω όροφο κοντά στο παράθυρο.

-Είναι ωραία εδώ, μου είπε.
-Έρχεσαι συχνά; τον ρώτησα.
-Ναι. Είναι απ' τα αγαπημένα μου καφέ.

Ήταν το πρώτο πράγμα που έμαθα γι' αυτόν. Στις δύο ώρες που πέρασαν, μου μίλησε για το μέρος απ' όπου κατάγεται, ένα μέρος που λεγόταν Σκέρις, έξω απ' το Δουβλίνο κοντά στην νοτιοανατολική ακτή, όπου του άρεσε πάντα να κάθεται να παρατηρεί τα καράβια στο λιμάνι, την αγάπη του για τα τραίνα και το πάθος του για την μουσική.

-Ήθελα πάντα να γίνω μουσικός. Προσπαθώ μόνος μου να μάθω κιθάρα εδώ και χρόνια. Κάποιες φορές, τα καταφέρνω. Κάποιες άλλες, απογοητεύομαι τόσο πολύ, που θέλω να τα παρατήσω. Αλλά δεν μπορώ. Κάτι με κρατάει εκεί.

Όταν μου μιλούσε για τη μουσική, τα μάτια του έλαμπαν. Μια λάμψη που επισκιαζόταν όμως, όταν τον ρωτούσα για το παρελθόν του ή την οικογένειά του. Γι' αυτά δεν μιλούσε. Μόνο κατέβαζε το κεφάλι και βυθιζόταν σε μια σιωπή που έδειχνε ότι απολαμβάνει να βρίσκεται. Δεν τον πίεζα να μου πει περισσότερα. Του άφηνα χώρο και χρόνο να εκφραστεί. Για εμένα του μίλησα λίγο περισσότερο. Φάνηκε να διασκεδάζει με τις πρωτοφανείς ιδέες μου περί σεναρίων ταινιών και η μόνη φορά που γέλασε ήταν όταν του είπα πως ακόμα κι αν δεν καταφέρω να σκηνοθετήσω ποτέ καμιά ταινία, θα ξέρω πως έχω σκηνοθετήσει μέχρι τώρα όλη μου τη ζωή. Δεν κατάλαβα τι αστείο βρήκε σε αυτό.

Ήξερα πως δεν είχε πολλούς φίλους κι έτσι τις επόμενες μέρες τον σύστησα σε όλους σχεδόν τους δικούς μου φίλους, οι οποίοι τον συμπάθησαν αρκετά. Κάποιοι σχολίασαν αρνητικά το ότι ήταν πολλές φορές χαμένος στον δικό του κόσμο, αλλά εμένα δεν μ' ένοιαζε, γιατί ήταν εύθραυστος κι ευαίσθητος κι αγωνιούσα να μάθω από πού πήγαζε εκείνη η θλίψη που αντίκριζα στα μάτια του. Ίσως εν μέρει, να μου θύμιζε και τον εαυτό μου.

Του πρότεινα πάντα να έρχεται μαζί μας για φαγητό ή όταν πηγαίναμε σινεμά κι ακολουθούσε. Ήθελα να τον συστήσω σε κάποιους φίλους που είχαν μια μπάντα μήπως και ήθελε να ξεκινήσει να παίζει μαζί τους μουσική. Αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας πως η μουσική του είναι κάτι πολύ προσωπικό και δε θέλει να την μοιράζεται με κανέναν.

Ύστερα από κάποιες εβδομάδες τον έπεισα να μου παίξει στην κιθάρα ένα τραγούδι που είχε γράψει και όπως μου είχε πει, ήταν απ' τα αγαπημένα του. Το τραγούδι ονομαζόταν: 'Ο άνθρωπος που περπατάει ξυστά στον τοίχο'. Γέλασα όταν άκουσα τον τίτλο, αλλά σοβαρεύτηκα αμέσως όταν τον άκουσα να μου λέει αυστηρά πως το τραγούδι είναι σοβαρό κι όχι για γέλια. Περίμενα λίγη ώρα μέχρι ν' αποφασίσει να ξεκινήσει κι όταν επιτέλους άρχισε να παίζει, ένιωσα πως χάθηκε ο κόσμος από γύρω μου. Έμεινα εκστατική να τον ακούω και στο τέλος μόνο που δεν έβαλα τα κλάματα. Έμοιαζε κι εκείνος πολύ ταραγμένος και μείναμε λίγη ώρα μέσα σε μια αμήχανη σιωπή.

-Αυτός ο άνθρωπος στο τραγούδι είσαι εσύ;, τον ρώτησα.

Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι να με κοιτάξει, γύρισε την πλάτη και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Μ' έκλεινε απ' έξω και ύψωνε πάλι ανάμεσά μας εκείνο το τείχος, το οποίο ήταν αδύνατο να σπάσω. Ήξερα πως ήθελε να μείνει μόνος κι έτσι έφυγα.

Πέρασαν κάποιες εβδομάδες και μια νύχτα, πρέπει να ήταν μεσάνυχτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Σηκώθηκα αλαφιασμένη ν' απαντήσω κι ήταν εκείνος. Ίσα που άκουγα τη φωνή του. Μου ζητούσε να πάω να τον δω. Ένιωσα ότι με χρειαζόταν. Ντύθηκα γρήγορα κι έτρεξα στο σπίτι του. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με πεταμένα χαρτιά κι άδεια μπουκάλια μπύρας σκορπισμένα στο πάτωμα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του κι άνοιξε τα χέρια του να με αγκαλιάσει. Δεν είχε ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Τον αγκάλιασα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Μείναμε έτσι αρκετή ώρα. Σήκωσα το κεφάλι να τον κοιτάξω και είδα πως τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Τον άκουσα να μου ψιθυρίζει να κλείσω τα μάτια. Τα έκλεισα και με φίλησε. Κάναμε έρωτα όλο το βράδυ υπό τους ήχους των τραγουδιών του Τομ Γουέιτς. Όταν κοιμήθηκε, τον κρατούσα αγκαλιά μέχρι το πρωί κι έμεινα ξύπνια ακούγοντας τη βραχνή ανάσα του κι αναρωτώντας τι να ονειρεύεται ή σε ποιον κόσμο να ταξιδεύει. Υπέθεσα πως κάπως έτσι θα ήταν η ευτυχία. Αν διαρκούσε.

Το επόμενο πρωί σχεδόν δεν μου μιλούσε. Δεν ήξερα τι σκεφτόταν, τι ήθελε και φοβόμουν να τον ρωτήσω. Νόμιζα πως μετάνιωσε που με άφησε να εισβάλλω στον κόσμο του.

-Πώς κοιμήθηκες;, με ρώτησε.
-Δεν κοιμήθηκα. Σε κοιτούσα όλο το βράδυ. Το τραγούδι που μου έπαιξες την προηγούμενη φορά, με συγκίνησε πάρα πολύ. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα γι' αυτόν τον άνθρωπο. Μίλησέ μου.
-Όταν έρθει η ώρα.

Για την επόμενη μία εβδομάδα δεν απαντούσε στα τηλέφωνα. Φοβήθηκα μήπως έπαθε τίποτα. Αναγκάστηκα να περάσω απ' το σπίτι του δύο φορές, αλλά δεν ήταν εκεί. Δεν τον έβρισκα πουθενά. Αποφάσισα να τον αφήσω να επικοινωνήσει μόλις θα ένιωθε έτοιμος.

Ένα μήνα μετά, έλαβα μια κάρτα απ' το Παρίσι όπου μου έγραφε πως με ευχαριστούσε για όσα είχα κάνει για εκείνον, πως ήταν ευγνώμων που με είχε γνωρίσει και πως κατάφερε ν΄ανεβεί σ' ένα από κείνα τα τραίνα που πάντα ήθελε και να δραπετεύσει. Είχε αποφασίσει να ταξιδέψει και όταν κάποια στιγμή επέστρεφε, είπε πως θα ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που θ' αναζητούσε να δει.

Πέρασαν δύο χρόνια από τότε. Δεν επέστρεψε ποτέ. Ακόμη αναρωτιέμαι ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος με τα μυστήρια υγρά μάτια κι αν κατάφερε τελικά να περπατήσει κόντρα στον τοίχο. Σ' εκείνον τον τοίχο που ακόμη ανυψωνόταν ανάμεσά μας.

 
Κατερίνα Καντσού