Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Στήλη: Εξ αφορμής Τα πράγματα (μας) θυμούνται - Της Αναστασίας Γκίτση

7gitsi30.jpeg
φωτό: Ευγενία Χατζηχρήστου
Το κάδρο του χρόνου, μας περιποιείται κατά το δοκούν, το είθισται και το πρέπον. Η φωνή σου μοιράζει το δωμάτιο στα δυο, μια ευθυτενής πλαγιογραμμή που ξεκινά από το πάνω χείλος σου για να καταλήξει με φόρα στο αριστερό μου αυτί. Δεν άφηνες περιθώρια για δευτεροσκέψεις ή αντιφωνήσεις. Τις λέξεις, τις τόνιζες με φωνητική σταθερότητα και πνευματική διαύγεια. 

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
Και ότι, αλήθεια, εχεις δύναμη
Και ότι αλήθεια, αξίζεις,
Και μαθαίνεις. μαθαίνεις,
με κάθε αντίο μαθαίνεις.”


Έχουμε τη δύναμη να αντέχουμε ό,τι μας συμβαίνει. Έμπηγες το “ό,τι” σαν βέργα κάθετη στις χωμάτινες εκβολές της πρότασης, έπειτα σκάλωνες τη γλώσσα στα μπροστινά δόντια. η γλώσσα έμενε εκεί. Δεν σου άρεσε να παίζεις σκάκι, σε ενοχλούσε το pied de Coq, όπου και αν το συναντούσες. Ακόμη χάσκει σπασμένο το φιλντισένιο σκάκι της Πόλης στο δωμάτιο. Με μιας το αναποδογύρισες, όταν κατάλαβες πως θα έχανες. Την βαριά μαύρη σου ομπρέλα τη συγχώρεσα για την επιθετική της διάθεση προς τα πιόνια. Δεν ήξερε, δεν μπορούσε να ξέρει η ομπρέλα πως

“Ακόμα κι όταν θα αποσυρθούν οι παίχτες,
από του χρόνου τη ροή εξαντλημένοι,
η δράση συνεχίζεται, επιμένει.”


Έτσι έξοικειώθηκα σιγά σιγά με τα πράγματα. Η πυρωμένη σόμπα, η κατακόκκινη φλοκάτη, η άσπρη κούπα του καφέ με το περίγραμμα του Kafka, απόκτημα σουβενίρ από το ταξίδι μας στη Πράγα τον Γενάρη του 2013, τα μισοκιτρινισμένα χαρτάκια που πετούσες κάτω από την πόρτα του δωματίου, οι ήχοι των κεραμιδιών του απέναντι σπιτιού με τον περίεργο γέρο που πηγαινοερχόταν με την κόκκινη σακούλα στο χέρι, το παγκάκι που στεκόσουν με τη μαύρη ομπρέλα, κάθε που έβρεχε και έκανες το τριγάρο σου, κρατώντας την ανοιχτή. Μύριζες το χώμα. Μύριζες την άσφαλτο της διπλανής γειτονιάς, μύριζα στην μαύρη σου ομπρέλα τις λέξεις που δεν έλεγες. Έτσι έμαθα να αγαπώ τα πράγματα. Τα πράγματα.

“Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά, κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δε θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και ανάμεσα στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα -ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αλησμόνητης ασφαλώς μα ήδη ξεχασμένης-
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό φαντασίας”


Την ψίχα της φωνής σου κράτησαν τα κλειστά μπουκάλια tequilas του σαλονιού, τα σπασμένα μπρελόκ που αγοράσαμε στη σαμοθράκη το 2009, το στραπατσαρισμένο πακέτο τσιγάρα που μου χάρισες στα εγκαίνια της εκθέσεως. Τόσα πράγματα δίχως εμάς. Δίχως εμάς πια.

“Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλέυον για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλά και απολύτως βουβά!
θα επιζήσουν περ’από τη λήθη μας˙
δίχως να ξέρουν καν πως έχουμε υπάρξει”


Την ψίχα της σιωπής σου την φύλαξαν εξαίσια τα ρημαδιασμένα σαράκια της μισόκλειστης ντουλάπας της ψυχής μου. Σε διαβεβαιώ, το αίμα μου κοχλάζει ακόμη από λαχτάρα βλέποντας στο δρόμο αναποδογυρισμένη μια κάποια όποια μαύρη ομπρέλα.

Σημείωση
Οι στίχοι ανήκουν στον Jorge Luis Borges.