σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει»
Με το βιβλίο το χίλιουπογραμμισμένο των φοιτητικών μας χρόνων, το μικρό βότσαλο που βρέξαμε τα μπατζάκια μας προκειμένου να το κλέψουμε από της φουσκοθαλασσιάς το ξέσπασμα, το γυαλιστερό ταληράκι, από την εποχή ακόμη της δραχμής, που ξέμεινε στο μαγκωμένο ύφασμα ανάμεσα στην φόδρα και στην μπαλωμένη τσέπη, το ξεχειλωμένο κομποσχοίνι, ενίοτε προσευχητάρι, ενίοτε διακοσμητικό χεριού, με το βλέμμα καρφωμένο στο πλακόστρωτο του πεζοδρομίου ψάχνω, ψάχνω
αδιάφθορες μες στο μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες»
Δεν πονάει το κόκκαλο από την υγρασία της πόλης, δεν πονάνε τα δάκτυλα απ’ το ανέφικτο της επαφής, δεν πονάει η στιγμή από το ματαιωμένο της επιθυμίας, δεν πονούν τα βλέφαρα στης κούρασης το ξενύχτι, δεν πονάει η φτέρνα στο σκληρό της μοναξιάς, σφαδάζει μια ολόκληρη πόλη μέσα στη φλέβα μου.
Και όλο το ξεχνώ, όλο το ξεχνώ κυρ’ Νίκο αυτό που ψιθύριζες
Τι μας τραβάει μέσα στη νύχτα και μας σέρνει στα σκοτάδια της πόλης; Τι μας κρατά από το λαιμό και οι λέξεις μπουκώσανε τις έννοιες; Τι έχει φθαρεί περισσότερο πάνω μας; μέσα μας τι φθείρεται;
η αγωνία που φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλον,
η μοναξιά μέσα στον άλλο»
Και όλες οι πόρτες που κλείνουν πίσω μας, ποιον θα βρούνε για να φιλέψουν; σε ποιο τραπέζι θ’ακουμπήσουμε τις σιωπές μας, όταν θα’ναι για να μοιραστούμε το κρασί και το ψωμί; Ποια νύχτα θα μας αθωώσει για την άσκοπη αγρύπνια μας;
Όταν πια θα έχουν όλα παρέλθει. Πίσω από την κλεισμένη πόρτα, ο καθένας μας με τις φθαρμένες ψηφίδες στα χέρια και στα μάτια, ακίνητη σκιά, στο κρύο του παράξενου τούτου κόσμου, θα αρχίζει να ψελλίζει ακατανόητες λέξεις ανεπανάληπτης ομορφιάς.
ανάβοντας την ομορφιά στο σκοτωμένο νόημα»