Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

Στήλη: Εξ αφορμής - Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον


Από παιδί αγαπούσα τα κοιμητήρια. Τότε, κυρίως, τα λέγαμε νεκροταφεία. Παίζαμε με τα παιδιά της γειτονιάς επικίνδυνα παιχνίδια θάρρους. Βάζαμε στοιχήματα  πως μπορούσαμε να τα διασχίσουμε περπατώντας χωρίς να επιταχύνουμε το βήμα μας, πως μπορούσαμε να κάτσουμε πάνω σε τάφους –τυχαίους ως επί των πλείστων- για μερικά, έστω, δευτερόλεπτα, πως μπορούσαμε να διαβάσουμε τα ονόματα και την ηλικία των νεκρών δίχως να τρέμει η φωνή.

Μεγαλώνοντας συνέχισα να τα αγαπώ, ίσως,  λόγω σπουδών που με έφεραν εγγύτερα στη σπουδή του θανάτου. Μια σκέψη ανάμεικτων θεολογικών, φιλοσοφικών, ψυχολογικών γνώσεων που πρόσθεταν ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες στην επαφή μου με το άγνωστο. Ώσπου κάποτε μου τέλειωσαν οι λεπτομέρειες και έμεινε μόνο το τραγούδι το λυπημένο τη νύχτα.


«ίσως γι΄ αυτό αγαπώ τα νεκροταφεία, γιατί βάζουν τέλος στις λεπτομέρειες.
 Ένα τραγούδι λυπημένο τη νύχτα είναι πάντα ένας αποχαιρετισμός.»


Αποχαιρέτησα ό,τι είχε να κάνει με φιλοσοφικά και ψυχολογικά νοητικά κατασκευάσματα ή καλύτερα με αποχαιρέτησαν αυτά, καθώς άρχισαν να κατακρημνίζονται μέσα μου κατά την πρώτη μου επαφή στον θάνατο κάποιου οικείου. Κι όσο και ν’ αξιωνόταν μέσα μου παντοδύναμο το περίγραμμα του ανθρώπου εν ζωή, εν στιγμή, εν τω χρόνω, όσο και να φάνταζε αυτοδύναμο το κάλλος του σώματος και η εμβέλεια του μυαλού, τόσο απαξιωνόταν οι λεπτομέρειες που με κρατούσαν στην επιφάνεια ζωής.     

«Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα·
μία ῥοπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται.»


Τίποτα λιγότερο. «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ.» Τίποτα περισσότερο. Η περίτρανη δήλωση της αλήθειας μας δείχνει ποιοι πραγματικά είμαστε. Που πραγματικά ανήκουμε. Δεν σέρνουμε παρά το δισυπόστατό μας, από εδώ και από εκεί, το σέρνουμε σε λεπτομέρειες που τις κουβαλάμε μέσα μας, πάνω μας, γίνονται σάρκα μας, γίνονται το πρόσωπό μας, εν τέλει γίνονται εμείς. Εμμονικοί, υποχόνδριοι, κατά φαντασίαν τελειότατοι ανθρωπίσκοι που ουδεμίαν σχέση δηλώνουν με αρρώστια και θάνατο. Τον εξοστρακίζουν από το μυαλό τους, με την ψευδαίσθηση πως αφορά τους άλλους. Ακόμα και η θλίψη και ο επικείμενος πόνος είναι υπόθεση αλλότρια και αλλότριων. Κι όμως το λυπημένο τραγούδι της νύχτα σέρνει μαζί του και τον απολογισμό

 «Νύχτωσε. Ώρα πού αναρωτιέται κανείς τι έπραξε στη ζωή του.
 Κι οι νεκροί πλάγιασαν και σταύρωσαν τα χέρια, σαν αυτό που
 Ψάχναν να το αγγίζουν, επιτέλους, μέσα τους.»


Από παιδί θυμάμαι αγαπούσα πολύ τα νεκροταφεία. Τώρα πια τα λέω κοιμητήρια. Μεγαλώνοντας βλέπετε έμαθα να ξεγελώ καλά τους φόβους πίσω από τις λέξεις!

Aναστασία Γκίτση (ποιήτρια)

 

Η στήλη Εξ αφορμής γράφεται από το τεύχος 10 του Vakxikon.gr.