Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά / Που νύχτα-μέρα διασχίζουν τον αέρα.”
Δεν με φοβίζουν πια οι παλιάτσοι ερωμένοι της στιγμής, που χαμογελούν στο απρόσιτο του τίποτα, που παλεύουν σε πείσμα άδικων εποχών να αποκτήσει περίγραμμα το σώμα τους στο άγγιγμα του άλλου και απ’ την ταραχή του απρόσμενου οργασμού λερώνουν σελίδες και σελίδες λέξεων, συμπαγή μεταλλεύματα τρυφερών συναισθημάτων. Μετά από κάθε έρωτα βρέχει. Μετά βρέχει ξανά. Μετά διευρύνεται η θάλασσα και το αριστερό μου χέρι γίνεται σταγόνα.
Καμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες
Κ΄ οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.”
Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, σπειροειδής απόγνωση καλά καμουφλαρισμένη -ως γενναία απόφαση σιγής- τί κι αν κοχλάζει στα νεφρά η απαίτηση της ολοτελούς υποταγής! Με παίρνει ο δρόμος της επιστροφής, αναζητώντας χαραμάδα δίχως σαύρα, ανασαίνοντας το ανοίκειο οικείας μνήμης. Μέσα έξω, μέσα έξω, μέσα έξω στις μνήμες ζαλίστηκαν οι εικόνες, τα πρόσωπα, οι φωνές. Μόνο κάποιοι ψίθυροι τρυπώνουν ακαριαία στο μυαλό και φέρνουν τα πάνω κάτω στη λήθη. Την εξασθενούν ουρλιάζοντας το χαμηλόβλεπο της έντασής τους στα ανίσχυρα σωθικά της, την μετουσιώνουν σε μανία αναζωπύρωσης του περασμένου, σε εμμονή επίκτητη να αγγίζει ό,τι το βλέμμα αποσύρει στις ενδότερες αυλαίες των ματιών.
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ”
Ποιά ψίχα της μοίρας προτρέπει την κατάρα ή την ευχή στα χείλη μας. Πώς το βλέμμα ανοιγοκλείνει στο επιθυμητό και πως χάσκει στο λησμονημένο; Πώς η γλώσσα μας αλλάζει πλευρά από το φως στο σκότος; Πώς η αιωνιότητα του “l’infinie” γίνεται ένα τηλεφωνικό “ciao”; Πώς τα ακροδάκτυλα ιχνογραφούν νέα τοπία δίχως φειδώ; και όλοι όσοι μας πλησιάσαν, άραγε, μας άγγιξαν ποτέ τους; Όταν βρέχει το σώμα ορφανεύει αναζητώντας το περίγραμμα του κρεβατιού, το αριστερό χέρι ψαύει να αγγίξει ό,τι έχει ακρωτηριαστεί από το δάκτυλο. Και με μισό δάκτυλο, και με μισή τη μνήμη, και με κομμένη λέξη, και με ή δίχως σαύρα στον τοίχο θα σου λέω, θα λέω, δεν θα σταματήσω να λέω
Στην τρίτη ή τέταρτη πτυχή του ύπνου συνήθως, τραντάζεται το αριστερό μου χέρι κάτω από την κουβέρτα. Στραγγαλίζει τη σαύρα του τοίχου μου.
Σημείωση: Οι στίχοι ανήκουν στον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Η Αναστασία Γκίτση έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ξέρω! Είναι κάπως αργά... (εκδόσεις Παρατηρητής 2000) και Κορίτσι των σκοτεινών δασών (εκδόσεις Μπαρμπουνάκης 2010). Ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη.