Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Στήλη: Διεκδικήσεις - Επανάσταση, επανάληψη, επανεκκίνηση, επανένωση...

Κάθονταν και οι πέντε στον καναπέ του σαλονιού με τις ματιές τους να αιωρούνται στην επιφάνεια μιας τριαντάρας πλάσμα. Το κανάλι που υποτίθεται ότι παρακολουθούσαν, μετέδιδε σε απευθείας σύνδεση τα γεγονότα του Συντάγματος. Είχαν πατήσει όλοι τους τα σαράντα και λίγο πολύ, μέχρι τώρα τα είχαν κουτσοκαταφέρει με τις ζωές τους. Τουλάχιστον έδειχναν ότι ήξεραν πως θέλουν να τις ξοδέψουν. Ο Γ είχε ένα μπαράκι στο κέντρο της Αθήνας, πριν απ΄ αυτό ήταν δημοσιογράφος, κάποια μέρα είδε κι απόειδε με τη βρωμιά του επαγγέλματος, τα παράτησε όλα και άνοιξε αυτό το μικρό μπαρ, σ’ αυτό το κρυμμένο στενάκι της πόλης. Στο κεντρικότερο σημείο του μαγαζιού τοποθέτησε μια παλιά κινηματογραφική μηχανή, απ’ αυτές που στέκουν περήφανες πάνω στο σκοροφαγωμένο, ξύλινο τρίποδο τους και καταγράφουν σιωπηρά τον κόσμο. Ακριβώς πάνω από την μηχανή – τρόπαιο, είχε κρεμάσει μια αφίσα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Τα βράδια της Κυριακής, όταν οι φίλοι είχαν τελειώσει την περαντζάδα τους από τα υπόλοιπα μαγαζάκια του κέντρου, πάντα κατέληγαν σ’ εκείνον για το τελευταίο ποτό της βραδιάς. Καθισμένοι σε παράταξη, από τον ψηλότερο προς τον κοντύτερο, κάθονταν στη δρύινη μπάρα του μαγαζιού και παρατηρούσαν τη νύχτα που τέλειωνε, και λες και φεύγοντας έπαιρνε κάτι μαζί της – κάτι δικό τους, κάτι από τα σώματα τους, κάτι απ’ τους έρωτες τους – τότε αισθάνονταν έναν απροσδιόριστο πόνο στο στομάχι, που συνήθως τον απέδιδαν στην κούραση της μέρας και στις μπόμπες του Γ.Όπως όλες οι αντροπαρέες έτσι κι αυτοί είχαν τον αρχηγό τους. Αυτόν που έκανε τα τηλέφωνα και κανόνιζε τις συναντήσεις, που είχε τα περισσότερα γυναικεία ονόματα στην ατζέντα του και που φυσικά ήταν αμετανόητος εργένης. Αν ο Γ λοιπόν ήταν ο υπαρχηγός, ο Α ήταν σίγουρα ο αρχηγός. Σκηνοθέτης με αδυναμία στο Γκοντάρ και στις ξανθές, δεν τον έβρισκες ποτέ με μόνιμη δουλειά και μόνιμη κατοικία για περισσότερο από έξι μήνες. Πάντα ο άντρας ή στη χειρότερη περίπτωση ο πατέρας κάποιας, θα τον ανακάλυπτε και θα του κούναγε αυστηρά το δάχτυλο, υποδεικνύοντας τον ως τον ηθικό αυτουργό της ανήθικης συμπεριφοράς, της γυναίκας ή της κόρης του. Με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια, μετά από κάνα δυο μέρες ακολουθούσε πάντα και το «θύμα», παροπλισμένο με καμιά δεκαριά βαλίτσες, αναζητώντας καταφύγιο στο εργένικο ερμητήριο του Α, στον οποίο και μόνο η ιδέα των λιμανιών και των παντοτινών δηλώσεων πίστης, προκαλούσε μια πρωτοφανή ναυτία που καταλάγιαζε μόνο με την αλλαγή διεύθυνσης. Κάπως έτσι είχε κυλήσει η ζωή του μέχρι σήμερα, και η αλήθεια είναι πως παράπονο δεν είχε. Προχτές όμως την ώρα που ήταν στο τρόλεϊ και πήγαινε προς το σπίτι, αισθάνθηκε κάτι περίεργο να συμβαίνει στο πρόσωπο του. Ένιωσε λες και οι δύο ρυτίδες, που εδώ και χρόνια είχαν με τόσο θράσος εγκατασταθεί γύρω από το στόμα του… λες και ξαφνικά βάθυναν, και παρέσυραν και τα υπόλοιπα μέλη του προσώπου του σε μια καθοδική κίνηση. Στράφηκε γρήγορα στο τζάμι, ψάχνοντας απεγνωσμένα για την αντανάκλαση του ειδώλου του έτσι όπως το θυμόταν. Αφού όλα ήταν στη θέση τους, γιατί εξακολουθούσε να αισθάνεται ότι κάτι τον τραβάει προς τον πυρήνα της γης ;

Εκείνο το βράδυ διηγήθηκε το περιστατικό στους άλλους τέσσερις, και σαν να είδε έναν απροσδιόριστο φόβο να περνά για λίγο από τα πρόσωπα τους, και να εξαφανίζεται σ΄ ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Ευτυχώς εκείνη των ώρα έπαιξε το βίαιο σήμα ενός έκτακτου και τους γλύτωσε από την υποχρέωση να εφεύρουν δύο – τρία καθησυχαστικά σχόλια. Η εικόνα έδειχνε το κέντρο μιας πόλης να καίγεται. Δεν έχει σημασία ποιος απ’ τους πέντε πρότεινε να κατέβουν στην πλατεία. Σε λίγο ήταν ανάμεσα στον κόσμο, και φώναζαν ρυθμικά συνθήματα υπέρ εκείνων που είχαν ξεχάσει ότι πιστεύουν. Ο Α ένιωσε και πάλι το συναίσθημα του μεσημεριού, κοίταξε γύρω του τους ανθρώπους που έτρεχαν και φώναζαν, που διαλύονταν και ξαναμαζεύονταν και για πρώτη φορά παρατήρησε ότι σχεδόν όλοι – με μικρή εξαίρεση τους πολύ νεαρότερους – έφεραν δύο δίδυμες γραμμές γύρω από το στόμα…

Aνίσσα Χασίμ


Η στήλη Διεκδικήσεις γράφεται από το τεύχος 7 του Vakxikon.gr