Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Στήλη: Δαίμονας χωρίς ταυτότητα 8

Μια αλλαγή! Αυτό που πάντα ήθελε να κάνει στη ζωή του.
Μια αλλαγή χωρίς αυτή να προϋποθέτει μεταμέλεια ή μετάνοια για τις σκέψεις του. Μια αλλαγή χωρίς να συνεπάγεται αλλαγή τρόπου σύλληψης και καταγραφής των πραγμάτων. Μια αλλαγή!
Τι είδους αλλαγή θα μπορούσε όμως πραγματικά να πετύχει;
Τι είδους αλλαγή θα μπορούσε άραγε να επιδιώξει;
Η μόνη αλλαγή που πέτυχε, ήταν ν' αλλάξει...  ενδιαίτημα - μόνιμη ίσως θέση και κατοικία - στον κόσμο των ζωντανών-νεκρών ή των νεκρών-ζωντανών. Στον κόσμο των σοφών, των τρελών, της παράνοιας, του ορθολογισμού και του παραλόγου. Του μίσους και του ελέους. Στον κόσμο του Θεού-Δαίμονά του.
Τώρα πια περπατούσε άσκοπα όλη νύχτα, γιατί τη μέρα ονειρευόταν. Χανόταν ψάχνοντας λύση στα ανεξήγητα φιλοσοφικά αινίγματα που του έθετε η σκιά του, ο μισός εαυτός του, ο Θεός-φύλακας άγγελος-Δαίμονάς του.
Με μάτια πρησμένα, κατακόκκινα, μ' απλανές βλέμμα, βάδιζε αργά και σταθερά, κλεισμένος στο μακρύ μαύρο παλτό του. Περπατούσε άσκοπα χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Ποτέ δεν τον ενδιέφερε εξάλλου η επαφή της επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Όν αντικοινωνικό εκ γενετής. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η παρατήρηση της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Χωρίς να καταλάβει πότε και πώς, βρέθηκε μέσα σ' ένα μπαράκι με χαμηλωμένα φώτα κι απαλή μουσική. Κάποιος τον κέρασε ένα ποτό. Γύρισε να τον ευχαριστήσει. Είδε έναν ταλαιπωρημένο γεράκο με μακριά άσπρα γένια. Η ανάσα του μύριζε έντονα αλκοόλ. Φαινόταν να 'χε πιεί πολύ. Ο γέρος κάθισε δίπλα του και σαν να κατάλαβε τι ήθελε να του πει (απλά ένα ευχαριστώ) ψέλλισε...
-Δε χρειάζεται να μ' ευχαριστείς για τίποτα. Δώρο. Καταραμένο. Κερασμένο από μένα για σένα... επειδή σε συμπάθησα ή μάλλον επειδή... σ' αντιπάθησα.
-Μα...
-Κοίτα το! Παρατήρησέ το! Χάσου μέσα του. Βυθίσου.


Είναι κι αυτό μια θάλασσα γλυκόπικρη. Μια θάλασσα αναμνήσεων που θες να τις πνίξεις μέσα σου, ρουφώντας την με δύναμη και κλείνοντας τα μάτια δυνατά από την έντονη προσπάθεια. Ανώφελο...; Ίσως. Η αλήθεια είναι ότι μόνο αυτό με κάνει να ελέγχω λιγάκι το χρόνο. Πώς; Απλά τον ξεχνώ. Αδιαφορώ για το πέρασμά του και για τα ίχνη του.
-Αυτός όμως δε σε ξεχνά ποτέ.
-Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ! Τι το θες; Όλα μάταια, ανώφελα, άδικα.
-Μη λέτε άδικα!
-Σωστά. Συγνώμη! Σσσσσ! Πίνω στην υγειά σου φίλε μου! Αχ...!  Τι ωραία που γλιστρά μέσα μου! Δίνει μια μοναδική αίσθηση. Πιες. Στην αρχή ίσως να καίει λίγο... σα μια φωτιά, αναμμένη απ' το χέρι του Ήλιου, στη μέση μιας στοργικής ερήμου. Μη φοβηθείς! Μην το φτύνεις! Έτσι ξερνά τα μυστικά του ένα-ένα... και γίνεται ολοένα και πιο δελεαστικό. Πιες. Σε καθρεφτίζει, σε λυτρώνει απ' ό,τι σε σκλαβώνει. Το μόνο θεϊκό ποτό που σαν παλίρροια ξεριζώνει ό,τι σε στοιχειώνει. Σ' ελευθερώνει. Σε ταξιδεύει... σ' όνειρα, σε κόσμους αλλιώτικους... αλλαγμένους... Εκεί ο Θεός είσαι εσύ.
-Θεός; ή.... Διάβολος;
-Δεν έχει σημασία..... Δεν έχει διαφορά. Αυτό που έχει σημασία... είναι η αίσθηση και η εξουσιαστική του δύναμη. Η δική σου δύναμη. Αυτή που σε κάνει ν' αποκτάς.
-Πίνω...
-Δυνατός; Δεν το νιώθεις; Τώρα κυλάει μέσα σου. Σ' ευφραίνει. Σου αφαιρεί την αδράνεια και... σου δίνει θάρρος... ζωή.
Σε κάνει ακαταμάχητο. Σε κάνει Θεό.
-Κι αν σε κάνει Διάβολο;
-Τότε σε θολώνει. Σε αλλάζει. Σε κάνει να τα βλέπεις όλα στραμμένα εναντίον σου, όλα εχθρικά, όλα ανεπανόρθωτα.

Σε κάνει να ζεις μέσα στα όνειρα-εφιάλτες σου, φέρνοντάς τα στην πραγματικότητα. Σε κάνει να ζεις παρέα με τα πιο απόκρυφα πάθη σου και να χορεύεις στον κύκλο της φωτιάς, παρέα μ' όλα τα δαιμόνια που σε κρατούν αλυσοδεμένο για να σου πάρουν αυτό που θέλουν. Ό,τι πολυτιμότερο... την Ψυχή σου.
-Μόνο που εγώ δεν έχω δική μου ψυχή.
Ο γέρος γέλασε σαρκαστικά πίνοντας το.... (είχε χάσει τον αριθμό) ποτό του.
-Εσύ φίλε μου, είσαι πιο πολύ μεθυσμένος κι από μένα. Κι ήπιες μόνο τρία ή τέσσερα;
-Ένα ήπια. Μόνο ένα.
-Έτσι λένε όλοι... Έτσι λέμε όλοι. Όλοι. Όλοι ίδιοι. Όλοι.
Είπε ο γέρος τραυλίζοντας, ενώ έψαχνε κάτι στις τσέπες του. Έπειτα σηκώθηκε απ' την καρέκλα του, έβαλε έναν σκοροφαγωμένο μπερέ στο κεφάλι του και προσπάθησε να σταθεροποιήσει το βήμα του. Τα πολλά ποτά τον είχαν ζαλίσει για τα καλά. Άφησε κάτι κέρματα στο ξύλινο πάγκο δίπλα απ' το τελευταίο ποτό του... κάτι μουρμούρισε....
-Λέω αντίο και στους δυο σας! Ίσως σας ξαναδώ! Αντίο σας!

Το γκαρσόνι γύρισε προς το μέρος του συνομιλητή του, κι έσπευσε να διευκρινήσει, έχοντας ακούσει τα τελευταία λόγια του γεράκου: ''Θα κατάλαβες πως σε βλέπει διπλό. Καλός άνθρωπος, φιλότιμος, πάντα αφήνει καλό πουρμπουάρ, μόνο που κάθε βράδυ μεθά και... τα χάνει λίγο... δε ξέρει τι λέει''.
Αυτά είπε, μετρώντας βιαστικά τα  κέρματα που ο γέρος του είχε αφήσει, κι αμέσως έφυγε, υπακούοντας στο κάλεσμα κάποιου πελάτη.
- Κι όμως ξέρει...! Ξέρει τι λέει και... βλέπει.
 

Άτη Σολέρτη


Η στήλη Δαίμονας χωρίς ταυτότητα γράφεται από το τεύχος 9 του Vakxikon.gr.