Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Σπασμένα χωριά, σπασμένοι άνθρωποι ή η ηθογραφία ως ουτοπία [Μέρος 1ο]

Γράφει η Αγγελική Δημουλή
dimoulikolaz26.jpg
Χωρικοί θλιμμένοι, χωρικοί πονηροί, μάγοι και μάγισσες που συμβολίζουν όλες τις πιθανές παρεκκλίσεις του κόσμου καθώς εκμεταλλεύονται τους αδαείς∙ μια συγκρουσιακή σχέση με το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Παντού, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τη δυστυχία και υπάρχει ένα κλίμα άρνησης της ομορφιάς και της ευτυχίας. Έχουμε την εντύπωση οτι βρισκόμαστε απομονωμένοι και εγκλωβισμένοι ανάμεσα στις γραμμές των βιβλίων του Γεώργιου Δροσίνη και του Ανδρέα Καρκαβίτσα, όπως οι ίδιοι οι χωρικοί βρίσκονται απομονωμένοι μέσα στο χωριό των έργων τους.Διαβάζοντας τα προηγούμενα δε θα νόμιζε κανείς ότι μιλάμε για τη χρονική περίοδο του τέλους του 19ου αιώνα στην Ελλάδα και για το λογοτεχνικό ρεύμα το οποίο καλείται «ηθογραφία». Ο αναγνώστης των έργων της παραπάνω περιόδου θα φανταζόταν ίσως μια πιο αισιόδοξη και «ηλιόλουστη» εικόνα ενώ η λογοτεχνική κριτική αφήνει την υπόνοια άλλοτε πιο ξεκάθαρα κι άλλοτε λιγότερο ότι το εν λόγω κίνημα είναι πολύ επιδερμικό.

Εμβαθύνοντας όμως στη μελέτη των παραπάνω θα λέγαμε ότι οι σκιές και κάποτε το βαθύ σκοτάδι περιβάλλουν τα «χωριά» του Δροσίνη και του Καρκαβίτσα και κατ΄ επέκταση η αμφιλεγόμενη κατά τη γνώμη μας έννοια της «ηθογραφίας» διεκδικεί πέρα από τη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά της.

Όπως κάθε λογοτεχνικό κίνημα έτσι και αυτό της ηθογραφίας έχει γνωρίσει πολλές και ποικίλες κριτικές ερμηνείες. Ο Κ. Θ. Δημαράς της αποδίδει μια αρνητική χροιά εξισώνοντάς τη με έναν τύπο κατώτερης λογοτεχνίας (1)  λόγω της θεματικής της. Για τον Παναγιώτη Μουλά, η ηθογραφία συνταυτίζεται με το λαογραφικό κίνημα και καθιερώνει έναν διαχωρισμό της σε ηθογραφία ανώτερη και ηθογραφία κατώτερη.(2) Απ΄την πλευρά του ο Κώστας Στεργιόπουλος εισάγει στη λογοτεχνία τον όρο «ανανεωμένη ηθογραφία»(3) κάνοντας έτσι διάκριση ανάμεσα στο τι είναι ωφέλιμο και τι ανώφελο στο κίνημα αυτό. Για τον Henri Tonnet στο κίνημα αυτό συνυπάρχουν οι λογοτεχνικές παραγωγές των δυο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα∙ ο όρος κατά τη γνώμη του, είναι λίγο υποτιμητικός και μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε είδος περιγραφικής λογοτεχνίας που δίνει έμφαση στο λαογραφικό στοιχείο.(4) Ο Χριστόφορος Μηλιώνης στο άρθρο του «Παπαδιαμάντης και ηθογραφία ή ηθογραφίας αναίρεσις» υποστηρίζει ότι ο όρος χρησιμοποιείται απερίσκεπτα από τη λογοτεχνική κριτική δίχως να έχει διασαφηνιστεί πλήρως το περιεχόμενο του όρου(5) εφόσον υπάρχει σύγχυση και με τους όρους ρεαλισμός και νατουραλισμός και προτείνει στην εν κατακλείδα παράγραφό του να διαγραφεί ο εν λόγω όρος. Τέλος, ο Παντελής Βουτούρης αποπειράται να δώσει μια νέα οπτική στην ηθογραφία, διακρίνοντάς την στο τρίπτυχο της αγροτικής ηθογραφίας, στην ειδυλλιακή ηθογραφία και στη ρεαλιστική ηθογραφία.(6) Προτείνει μια θεματοποίηση των συγγραφέων της περιόδου προκειμένου ν΄ αναδειχθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός.

Αν αποδεχτούμε εν τέλει,  το γεγονός ότι η «ηθογραφία» αποτελεί μια έννοια αμφιλεγόμενη καθώς επίσης και τον ορισμό ότι πρόκειται για ένα ρεύμα το οποίο στρέφεται ξεκάθαρα προς τον ρεαλισμό, θα μπορούσαμε τότε να στραφούμε προς δυο ιδιαίτερους συγγραφείς: τον Γεώργιο Δροσίνη (1859-1951) και τον Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865-1922). Η επιλογή των δυο συγγραφέων δικαιολογείται γιατί ο καθένας χωριστά αλλά και οι δυο μαζί  αποτελούν τους δυο πόλους ενός κινήματος το οποίο παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις στον τρόπο εμφάνισής του: από τον φαντασιακό ρεαλισμό στην ψυχρή ρεαλιστική απεικόνιση του ελληνικού τοπίου.

Καταρχάς θα βασιστούμε στην άποψη ότι ένας φαντασιακός κόσμος, όσον αφορά στη δομή του, θα μπορούσε με τα κατάλληλα ερευνητικά εργαλεία, να εξισωθεί με μια πραγματική κοινωνική ομάδα.(7) Εφαρμόζοντας το παραπάνω στα έργα του Δροσίνη και του Καρκαβίτσα θα παρατηρήσουμε ότι οι συγγραφείς και τα έργα τους έχουν αντιστοιχίες– σε ιστορικό και κοινωνιολογικό επίπεδο- με τον κόσμο των χωριατών του τέλους του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.

Αυτή η εξωτερική προσέγγιση του κόσμου των χωρικών πρόκειται να επεκταθεί και σε ένα δεύτερο εσωτερικό επίπεδο το οποίο τείνει να παραπέμψει εν τέλει  στο υποσυνείδητο των συγγραφέων.

Αν αποδεχτούμε τον ορισμό του Lucien Goldman ότι η κεντρική ιδέα ενός διηγήματος είναι οι ανθρώπινες πράξεις(8)  οι οποίες αποτελούν σχεδόν πάντα σημασιολογικές δομές σφαιρικού ενδιαφέροντος το οποίο βρίσκει πρακτική εφαρμογή μόνο αν θεωρηθεί σε ένα πλαίσιο αξιών. Με βάση τα παραπάνω λοιπόν θα παρουσιάσουμε μια σειρά από τόπους οι οποίοι καταδεικνύουν οτι στα πλαίσια του χωριού, ρεαλιστικού ή φαντασιακού, το άτομο παρουσιάζεται εκμεταλλευόμενο από διάφορους παράγοντες και αφετέρου οι θεσμοί της χωρικής κοινωνίας παρουσιάζονται διεφθαρμένοι. Σημαντική θέση στην παραπάνω διαπίστωση αποτελούν οι ενέργειες του ατόμου οι οποίες λαμβάνουν ποικίλες ερμηνείες.

Α.

1. Ο μάγος και η μάγισσα του χωριού ή η εκμετάλλευση των συμπατριωτών τους

Τη ζωή μέσα στην κοινότητα του χωριού τη διαχειρίζονται άγραφοι, σιωπηλοί νόμοι οι οποίοι όμως είναι εγγεγραμμένοι στο συνειδητό των κατοίκων του. Η ύπαρξη των νόμων αυτών έρχεται ως συνέπεια ποικίλων αιτιών. Τα μέλη της κοινότητας τους παρατηρούν και άλλοτε ενδόμυχα ή φανερά, όλοι, επιβλέπουν τη σωστή ή μη εφαρμογή τους. Έτσι, σε κάθε μικρή πόλη και σε κάθε χωριό υπάρχει μια εν δυνάμει και σιωπηλή συνενοχή των κατοίκων του για το άγραφο δίκαιο. Είναι αυτό που ο Επαμεινώνδας Μπαλουμής καλεί «ο έλεγχος όλων για όλους(9)».

Ο Καρκαβίτσας και ο Δροσίνης παρουσιάζουν μια κοινωνία στην οποία ο μάγος, η μάγισσα συνήθως, η γητεύτρα της φύσης αλλιώς, κατέχει υπεράνθρωπες δυνάμεις ή οι χωρικοί της έχουν αποδώσει τέτοιες. Συνήθως, βέβαια, οι μάγοι και οι μάγισσες είναι απλοί άνθρωποι, ανώτερης ευφυΐας από αυτή των συγχωριανών τους οι οποίοι εκμεταλλεύονται την άγνοια και την αφέλεια των συμπατριωτών τους. Γι΄ αυτό και σχεδόν πάντοτε πρόκειται για ανθρώπους της περιοχής οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά, πέρα από τις βασικές δομές των μικρών κοινωνιών, και τους ίδιους τους χωρικούς προσωπικά εφόσον συγκατοικούν στον ίδιο κοινωνιοχωροταξικό περίγυρο.

Αν θα θέλαμε να αναπαραστήσουμε σε μια κλίμακα αξιών τις αξίες του ελληνικού χωριού θα λέγαμε ότι ο μάγος ή η μάγισσα του χωριού τοποθετείται στο χώρο μεταξύ των χωρικών και της τοπικής εξουσίας.

Μολονότι η λογοτεχνική κριτική έχει τοποθετήσει τον Δροσίνη στο χώρο της «ειδυλλιακής ηθογραφίας» η οποία εξ ορισμού δεν αναπτύσσει βαθείς και σφαιρικούς χαρακτήρες αλλά έχει περισσότερο περιγραφικά χαρακτηριστικά, εμείς παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας, αν και έχει κρατήσει την εικόνα του παντογνώστη μη αυτοδιηγητικού αφηγητή, έχει μια τάση να κρίνει στηλιτευτικά την ειδυλλιακή αυτή κατάσταση που ο ίδιος περιγράφει.

Επιπρόσθετα, ο τοπικός μάγος αρχίζει να εμφανίζεται με διπλή ιδιότητα: ως μέλος της κοινότητας του χωριού και ως το πρώτο σκαλοπάτι προς την εκμετάλλευση του ατόμου ως Υποκειμένου.

Οι ικανότητες και οι εξουσίες του μάγου και της μάγισσας είναι σεβαστές από όλους, είτε από φόβο είτε από παράδοση. Η προσωπικότητα της μάγισσας στη Λυγερή του Καρκαβίτσα επιβεβαιώνει ότι:

«Ο γόης και η γόησσα είναι ανάγκη εις τα χωριά, όπως και ο πάρεδρος∙ διά τούτο δεν λείπουν από καθένα δύο και περισσότεροι τοιούτοι, αρσενικοί και θηλυκοί∙ αλλ’ η κυρά Παγώνα ήτο ανωτέρα όλων δια την επιτυχίαν των γοήτρων και τηυν ποικιλίαν των γνώσεών της. Αν η γριά Ζωγάκαινα, λόγου χάριν, ήξευρε να δένη και να λύνη τ΄αποδέματα κ΄έφερε τρανόν σημάδι της ικανοτητός της, ορμαθόν κλειδιών εις την ζώνην της∙ και η θεία Κωσταντινιά να ιατρεύη διά βοτάνων τους γεράδες∙ αν ο Πέτρος Νυχάκης, ο επιλεγόμενος Ζούδιαρης, κατώρθωνε να βγάνη από τους ανθρώπους και να καρφώνη είς τους κορμούς των δένδρων τα ζούδια∙ και ο Μαστροθειοχάρης, ο κτίστης, να κτίζη τους ίσκιους των νέων σπιτιών∙ αν η Ασήμω η Μπραζερονύφη, η Ρίχτισσα, ήξευρε να ρίχνη εις τ΄άστρα και να μαντεύη τα μέλλοντα∙ και η Ρουχιτσοπούλα η Κεβή να βλέπει ως αλαφροίσκιωτη και να συνομιλή με τα στοιχειά, η κυρά Παγώνα, ως μυθική δύναμις, εσσυμάζωνεν όλα ταύτα και άλλα πολλά ακόμη εις τας γεροντικάς χείρας της. Καμιά αρρώστεια δεν ήτο μυστική είς αυτήν[...](10).

Για τους χωρικούς ο μάγος λύνει πολλά από τα πρακτικά τους προβλήματα και έτσι ενισχύει τη λαϊκή πίστη υπέρ του. Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε το μάγο του χωριού με τον σημερινό ψυχολόγο. Με τον ίδιο τρόπο που πληρώνουμε τον ψυχολόγο προκειμένου να μας βοηθήσει να λύσουμε τα προβλήματά μας πάσης φύσεως έτσι και οι χωρικοί φροντίζουν εξαιρετικά πολύ την αμοιβή του μάγου και της μάγισσας προκειμένου να επιληφθούν ιδιαίτερα των λύσεων των προβλημάτων τους. Έτσι βρίσκουμε στη Λυγερή του Καρκαβίτσα ότι :

«Αι γυναίκες της γειτονιάς την επεριποιούντο διαδοχικώς∙ [...] Δια τούτο δεν είχεν λόγον η κυρά Παγώνα να φροντίζη περί της παρούσης ζωής κ΄εφρόντιζεν μόνον περί της μελλούσσης»(11) .
Οι λόγοι λοιπόν που παρακινούν τα Υποκείμενα του χωριού να απευθυνθούν στους ντόπιους μάγους είναι αρχικά η ασθένεια και η επιθυμία ίασής της όπως μαρτυρεί ο Δροσίνης στις Αγροτικές Επιστολές:

«εκμεταλλεύονται την ευπιστίαν των χωρικών, αναγιγνώσκοντες αυτοσχεδίους ευχάς περί εξοντώσεως της ακρίδος, της μηνιγγίτιδος και των τυφοειδών πυρετών και της από πάσης ασθένειας και κακού απαλλαγής των τε ανθρώπων, ζώων, δένδρων, αμπέλων και λαχάνων».(12)

Το δεύτερο στοιχείο που συνδέει τους χωρικούς με το μάγο είναι κοινωνικής υφής. Ο μάγος αποτελεί μια παράμετρο η οποία ευνοεί τη δημιουργία δεσμών μεταξύ των ανθρώπων. Ανάλογα με το γεγονός γίνεται ο προξενητής ή η προξενήτρα του χωριού όπως βλέπουμε και στον Καρκαβίτσα η μάγισσα «εφημίζετο αύτη ως προξενήτρια, όπως και γόησσα. Ήτο ικανή, έλεγον, να περάση την κουκουβάγια για πέρδικα κ΄επετύγχαναν τα συνοικέσια, όσα ανελάμβανεν, όπως και τα γόητρά της»(13) .

Η μάγισσα προικισμένη με ικανότητες πειθούς οι οποίες συνδυασμένες με την ισχυρή επιρροή της στη χωριάτικη κοινωνία, καθίσταται ικανή να διαλύσει σχέσεις και δεσμούς που ενώνουν υπό κανονικές συνθήκες τους ανθρώπους. Έτσι ο Βρανάς στη Λυγερή:

«επήγε να φιλήσει το χέρι και να πάρει την ευχήν της κυρά Παγώνας και να την προσκαλέση εις τον γάμον. Τούτον δεν είχε άλλον σκοπόν παρά να εξουδετερώση την τυχούσαν κακοβουλίαν της οικογένειας Στριμμένου. Διότι η γόησσα, όπως τόσα και τόσα, κατείχε και την δύναμιν του αμποδέματος»(14) .

Η μάγισσα πέραν από την κοινωνική της δύναμη παρουσιάζεται φορτισμένη και με ιατρική δύναμη. Μπορεί να σώσει τους χωρικούς και από τον φυσικό αλλά και από τον υπερφυσικό θάνατο χάρη στα βότανά της. Η αναπαραστατική εικόνα του μάγου και της μάγισσας, του γόη και της γόησσας μέσα από τα προς μελέτη διηγήματα μας οδηγεί επίσης στην διαπίστωση ότι έχουν κοινά χαρακτηριστικά με εφαρμογές της λευκής και της μαύρης μαγείας. Στις Αγροτικές Επιστολές του Δροσίνη βλέπουμε ότι:

«Το μεν σώμα του κορασίου τεθαμμένον εντός σωρού αποτελεσθέντος εξ όλων των εν τω οίκω μαλλίνων σκεπασμάτων, τη δε κεφαλήν κολυμβώσαν εν τω αίματι ζεύγους ορνιθίων, τη στιγμή εκείνη σφαγέντων και τεθέντων επί των κροτάφων του ασθενούς κατά συμβουλήν γραίας τινός πεπειραμένης. Οπισθοχώρησα έντρομος∙ τόσο φρικώδη εντύπωσιν μοι ενεποίησε η αιμόφυρτος παιδική κεφαλή».(15)

Οι μάγοι και οι μάγισσες του χωριού καταλήγουν να είναι προσωπικότητες δεμένες σε μια παράδοση αέναη και να αποτελούν τους ιστούς και τους εκφραστές των κοινών πεποιθήσεων. Εκπροσωπούν ακόμα τους φόβους και τις αγωνίες του περιβάλλοντος στο οποίουν ζουν και δρουν τα μέλη της κοινότητας. Τα μέλη εμπιστεύονται τους μάγους υπακούοντας στις υποδείξεις τους και οι μάγοι παρουσιάζονται να εκμεταλλέυονται αυτή την εμπιστοσύνη εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των χωρικών.

Ο μάγος έτσι συμβολοποιείται και συμβολίζει ένα υποκείμενο που ανταποκρίνεται στην «φυσική επιλογή»(16)  έτσι όπως αυτή έχει αναπτυχθεί από τη Δαρβινική σκέψη και έτσι είναι ο ισχυρότερος και το δίκαιο του που επιβιώνουν εις βάρος του πιο αδύναμου. Σύμφωνα με τη Τζίνα Πολίτη μέσα στο φυσικό περιβάλλον ορισμένες πρακτικές της επιβίωσης και της κυριαρχίας τείνουν στην τεχνική του καμουφλάζ, της μίμησης και της μεταμόρφωσης. Αφορούν επίσης ικανότητες και ένστικτα που ελέγχουν ανάλογα με την περίσταση της φυσικές πράξεις για την επικυριαρχία της προσωπικότητας του ατόμου.(17)

Για να καλυφθούν τα τυχόν κενά της παραπάνω υπόθεσης οφείλουμε να εξετάσουμε όχι μόνο την προσωπικότητα του ντόπιου μάγου, ο οποίος είναι αναγνωρίσιμος από όλους αλλά και την παρουσία του ξένου μάγου καθώς και την εξουσία και την επιρροή που ασκεί πάνω στα υποκείμενα.

Και οι δυο συγγραφείς προτάσσουν την άγνοια των χωρικών και τους παρουσιάζουν ως τους πιο αδύναμους στην κοινωνική κλίμακα. Αυτή η άγνοια και η αδυναμία είναι τα πρώτα σκαλοπάτια στα οποία πατάν οι μάγοι προκειμένου να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή συμφέροντα τους. Ο μύθος του εύχαρι χωρικού καταλύεται ισχυρά στα διηγήματα του Δροσίνη και του Καρκαβίτσα.

2. Ο ξένος μάγος

Στα διηγήματα λοιπόν των παραπάνω, οι εξωτερικοί μάγοι, αυτοί που δεν ανήκουν δηλαδή στα στενά όρια της κοινότητας του χωριού είναι δυο. Ο Τζιριτόκωστας στο Ζητιάνο του Καρκαβίτσα και η Ζεμφύρα στο  Βοτάνι της Αγάπης του Δροσίνη. Αυτοί οι δύο εκπροσωπούν την περίπτωση του ξένου μάγου στο χωριό ιδωμένον μέσα από μια κοινωνική προοπτική. Η πρόθεση και των δυο συγγραφέων φαίνεται να είναι εδώ να αφαιρέσουν το πρώτο, ωραιοποιημένο πέπλο της ηθογραφίας ώστε να διαφανεί το δεύτερο επίπεδο του χωριού, το πιό σκοτεινό. Η οπτική αυτή απομακρύνει κατά συνέπεια και τον αναγνώστη από τη γάργαρη εικόνα του νεοελληνικού χωριού στα τέλη του 19ου αιώνα.

Έτσι λοιπόν, ο τόπος ο πιο κοινός στα παραπάνω διηγήματα φαίνεται να είναι του μάγου οποίος χειραγωγεί τους συμπολίτες του για το προσωπικό του όφελος. Οι μάγοι παρουσιάζονται ως τσαρλατάνοι(18) ενισχύοντας τις απόψεις των κριτικών που φρονούν οτι ο Τζιριτόκωστας ως προσωπικότητα συμβολίζει την κακοδιοίκηση, την ξεδιάντροπη δικαιοσύνη και εν γένει τον άνθρωπο που δεν έχει αρκετές πνευματικές δυνάνεις ωστέ να αποτελέσει μέρος των άξεστων του χωριού.(19) Γι΄ άλλους πάλι η προσωπικότητα του Ζητιάνου συμβολίζει τον Έλληνα πολιτικό, τον Έλληνα διανοούμενο, τον Έλληνα έμπορο, τον Έλληνα τον πιο ικανό εκείνης της εποχής. Είναι αυτός ο οποίος εκμεταλλεύεται την αφέλεια και την αθωότητα του λαού. Είναι άτεγκτος όταν μιλάει για λεφτά, ταπεινός και γλοιώδης όταν μιλάει σε κάποιον ισχυρότερο από αυτόν∙ χειραγωγεί∙ είναι κακός άνθρωπος, δίχως έλεος και δίχως αξίες ή ιδανικά.(20)

Και η Ζεμφύρα και ο Τζιριτόκωστας προσπαθούν αφενός ν΄ αποδείξουν τη φύση τους και αφετέρου να πείσουν οτι είναι αυτό που δεν είναι στην πραγματικότητα. Έχουμε δηλαδή την διπολική αντίθεση του «είναι» και του «φαίνεσθαι». Ο Τζιριτόκωστας εκεί που προσπαθεί να πείσει για τη μιζέρια του αναδεικνύει τη μεγαλοφυΐα του:

«Σαν τα χαριτωμένα εκείνα πλάσματα των παραμυθιών, που κρύβονται για μήνες και καιρούς στο καρύδι από ξόρκια μαγικά είτε θεία θελήματα κι έξαφνα πετούν λαμπροφορεμένα και ανθρώπινα, έτσι και ο Τζιριτόκωστας τώρα επρόβαλλε μές από τα κουρέλια του, λεβεντοκαμωμένος και υπερύψηλος. Καμμιά δεν είχε πλέον ομοιότητα με το σαρακοφαγωμένο γεροντάκι. Αν και κακόμοιρο, ήταν χρωματισμένο με τα χρώματα της υγείας και της ζωής στο προσωπό του. Οι ώμοι του εφαίνονταν πλατείς και καλοδεμένοι∙ το στήθος του χορταριασμένος τοίχος∙ οι βραχίονές του μεστωμένοι και πολυδύναμοι∙ βεργολυγερή η μέση του∙ κυματιστά τα μηριά του από τη λαχτάρα σάρκας ζωντανής∙ οι κνήμες του ορθοκαθισμένες στη γη και αλύγιστες. Ζωή και θέλησις ακατάβλητη έλαμπε στα καστανά μάτια του. Η ιδέα του σημερινού θριάμβου του, η σκέψις οτι εκατόρθωσε ν΄ απατήση όλους τους Καραγκούνηδες, να τους συγκινήση και να τους αρπάξει το έλεος, με φεγοβόλλημα επροδινόταν που επεριέλουζε θαμπωτικό το άτομό του ολόκληρο».(21)

Απ΄ την άλλη η Ζεμφύρα προσπαθεί ν΄ αποδείξει την ισχυρότητα του έρωτα της που όμως έχει προκληθεί από το μαγικό βοτάνι που η ίδια πούλησε ενσυνείδητα  σ΄ εκείνον που της το έδωσε:

«Μ΄αν δεν είνε αληθινό το βοτάνι;... αν είναι κανένα ψευτόχορτο εκεί κοπανισμένο, κι ούτε αγάπη φέρνει ούτε διάολο;... αν μου τώδωσεν η παλιιατσιγγάνα για να κάνει σεργιάνι;... αν κατάλαβε τίποτις και τώκανε έτσι για να της δώσω τάχα να φάη κ΄ ύστερα αντί νάρθη ν’ απέση σ΄ τα ποδάρια μου, νάρθη να μου πή: όρσε πέντε φάσκελα και σένα και του βοτανιού σου και της αγάπης σου;...».(22)

Οι μάγοι πείθουν τους χωρικούς μιμούμενοι μια προσωπικότητα και αυτή η μίμηση έχει σκοπό την παραπλάνηση και κατόπιν την εκμετάλλευση των εύπιστων χωρικών. Το έπαθλο; χρήματα, υλικά αγαθά ακόμα και συναισθήματα. Οι χωρικοί λοιπόν ανοίγοντας αρχικά την ψυχή τους στους μάγους καταλήγουν να ανοίγουν το σπίτι τους και τελικά αδειάζουν και τα δυο επίπεδα, και συναισθηματικά και υλικά. Η αντίθεση ανοιχτό-κλειστό φέρει συνέπειες τραγικές για τους χωρικούς. Όσο οι χωρικοί ανοίγουν την ψυχή τους στους μάγους και στις δυνάμεις τους, όσο παραμένουν δέσμιοι των παραδόσεων το πνεύμα τους μένει έγκλειστο, φυλακισμένο σε μια κοινωνική φυλακή . Από κει και πέρα παύουν να θεωρούνται άνθρωποι και παρομοιάζονται είτε με ζώα στον Καρκαβίτσα:


«Κάτω στο λασπωμένο μεσοχώρι μισόγυμνα, ξυπόλητα και ξεσκούφωτα εκυλιόνταν κι΄ έπαιζαν τα παιδιά, ανάκατ με τις κότες και τους χοίρους και τ΄ άλλα χτήνη του χωριού».(23)  
είτε με αφελή παιδιά στον Δροσίνη:

«Πόσον δε ομοιάζουσι πρός παιδία οι Έλληνες αγρόται, προκειμένου περί προλήψεων και δεισιδαιμονιών, είνε γνωστόν είς όλους»(24) .

Σε μια δεύτερη ανάγνωση των κειμένων παρατηρούμε ότι στο σκηνικό που έχει στηθεί από τους συγγραφείς εφαρμόζεται η  θεωρία της Τζίνας Πολίτη σχετικά με τη «δουλεία» και με την «κατασκευή σκλάβων»(25) . Οι παραπάνω αρχές ανιχνεύονται στα κείμενα δια μέσου της «αρχής της κληρονομικότητας» καθώς και των «επίκτητων χαρακτηριστικών».(26) Για παράδειγμα στον Ζητιάνο ο Ντεμή-Αγάς ο οποίος «με την ασήκωτη αγερωχία, που χάρισε στη φυλή των αιώνων όλων δεσποτική ανατροφή»(27)  ξυπνάει στους χωρικούς «την κρυμμένη μέσα τους από αιώνας δουλοσύνη»(28) και τους κάνει να αισθάνονται «τον προπατορικό τρόμο μέσα τους».(29)


Ο Τζιριτόκωστας λοιπόν είναι ένας ο οποίος εκμεταλλεύεται ένα ολόκληρο χωριό ενώ η Ζεμφύρα, μια αυτή,  αποπλανεί έναν μόνο, το Γιαννιό. Η προσωπικότητα του Τζιριτόκωστα είναι πιο επικίνδυνη από εκείνη της Ζεμφύρας. Ο Ζητιάνος ενσαρκώνει το Κακό που είναι ικανός ως γνήσιο διαβολικό πνεύμα να μιμηθεί την πραγματικότητα, να την μεταμορφώσει όπως ακριβώς μεταμορφώνει τον εαυτό του.
Επίσης, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διαχωριστεί στα εν λόγω διηγήματα πέρα από το βαθμό εκμετάλλευσης των πολιτών, η αληθοφάνεια του ψέμματος. Για να επιτύχει στο στόχο του ο μάγος οφείλει να έχει καταστρώσει το δικό του σχέδιο δράσης κατασκευάζοντας κατά συνθήκη  πράγματα και καταστάσεις. Η Ζεμφύρα πιστεύει σε μεγάλο βαθμό κάποια από τα κατασκευασμένα ψέματά της και πέφτει και η ίδια στην παγίδα της:

«Τώξερες αυτό από καιρό, πρίν με κάνης δυστυχισμένη και έρημη όπως με κατάντησες τώρα. Τώξερες και γι΄ αυτό μ΄ έσυρες σ΄ τα δίχτυα με το ίδιο βοτάνι που είχα τη στραβομάρα να σου παραδώσω σ΄τα χέρια σου για κακή μου τύχη ».(30)

Απ΄ την άλλη ο Τζιριτόκωστας είναι πιο συνειδητός όσον αφορά στις πράξεις του αλλά και στον έλεγχο του εαυτού του:

«Ο ζητιάνος όμως ούτε τα μάγια του επίστευεν, αλλ΄ούτε και το βρικολιάκιασμα του παραγιού του. Ποτέ τέτοιες προλήψεις δεν εκόλλησαν στο θετικό εκείνο πνεύμα».(31)

Η πρώτη αυτή σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ξένων μάγων ενισχύεται με την ανάλυση των πράξεων της ζητιανιάς ιδωμένων μέσα από μια αναπαραστατική οπτική, σα σκηνή θεάτρου.

3. Οι πράξεις της ζητιανιάς, πράξεις μαγείας

Ο καθένας απ΄ τους συγγραφείς προτείνει μια διαφοροποιημένη οπτική του φανταστικά (;) κατασκευασμένου χωριού του∙ μια οπτική που παίρνει τη μορφή σκηνής θεάτρου. Η είσοδος του ζητιάνου και της τσιγγανοπούλας  στα διηγήματα, καταλύει κατά κάποιο τρόπο το παγιωμένο κοινωνικό συμβόλαιο δηλαδή εκείνο το «ιερό όριο»(32) που διαχωρίζει την πραγματικότητα από μια θεατρική σκηνή. Το σώμα του ζητιάνου περιπλανιέται αρχικά στον χώρο όπου θα λάβει χώρα η υποκριτική. Ο Τζιριτόκωστας και η Ζεμφύρα πρωτοπαρουσιάζονται σαν ερμηνευτές της ίδιας τους της δυστυχίας. Έτσι, μέσω της υπόκρισης, οι δυο ήρωες ξεκινάν την χειραγώγηση των απλοϊκών χωρικών και κυριαρχούν στην ψυχή και στο σώμα τους:

«Αν και η καρδιά του Καραγκούνη δεν είνε μαλακώτερη από την πέτρα, όμως εψυχοπόνεσε τώρα», λέει ο αφηγητής.(33)

Οι σκηνές της ζητιανιάς λοιπόν διακρίνονται από κάποιους κοινούς τόπους. Αρχικά έχουμε τον χώρο στο οποίο λαμβάνουν χώρα όλες οι πράξεις κι έπειτα έχουμε την καταγωγή των προσωπικοτήτων που ενισχύουν την χωρική υπόκριση. Όπως ο ηθοποιός κουβαλά στην κάθε ερμηνεία του και στοιχεία βιωματικά έτσι και ο λογοτεχνικός ήρωας με σφαιρική προσωπικότητα φέρει τη λογοτεχνική καταγωγή του η οποία βέβαια επηρεάζει την υπόκρισή του.

Οι ήρωες συχνά παρουσιάζονται φοβισμένοι  και ανήμποροι χωρίς στην πραγματικότητα να ισχύει αυτό:

«Και ο ζητιάνος [..] ακουμπώντας το αριστερό χέρι στο ραβδί του και στηρίζοντας επάνω τη δεξιά παλάμη ανοιχτή, συμμαζωμένος μέσα στα κουρέλια του, ελάχιστος στην ταπείνωσή του, άθλιος στο ήθος[...]»   ή ακόμα «η ταλαίπωρος επάιτις υπό το βάρος των λόγων, οίτινες απηυθύνοντο πρός αυτήν, πονούσα και εκ του κτυπήματος της βαναύσου χωρικής είχε φύγη πέραν είς την σκιάν και έκρυπτε την κεφαλήν επί κορμού δέντρου».(35)

Η όλη σκηνοθεσία της ζητιανιάς και της κακομοιριάς στοχεύει επίσης να πείσει μαζί με τους απλούς χωρικούς και τον αναγνώστη να συμμετάσχει στη σκηνή, στοχεύει στο να αφυπνίσει τη φιλανθρωπία του, τη συμπόνοιά του καθώς και το θρησκευτικό του αίσθημα. Χρησιμοποιείται λοιπόν το σύστημα της υπόκρισης(36) και της μίμησης(37) και όπως σημειώνει ο Ζαχαρίας Σιαφλέκης(38) ο Καρκαβίτσας χειραγωγεί τον αναγνώστη καθ΄ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος και ιδίως στο τέλος ο αναγνώστης μένει έκθαμβος μέσα στη γνώση του τώρα που πριν αγνοούσε, δηλαδή ότι ο Τζιριτόκωστας έκρυβε στις αποσκευές του μια στολή ναυτικού. Και ο ακραίος ρασιοναλισμός του ήρωα μέσα σε ένα τόσο παράλογο περιβάλλον όπως αυτό του Ζητιάνου, φορτίζει ακόμα περισσότερο τον αναγνώστη.

Έτσι παρατηρούμε ότι ο μάγος και η μάγισσα όντας όντα με υψηλή νοημοσύνη είναι ικανά και το κάνουν, να χειραγωγήσουν προς όφελός τούς τους χωρικούς και έπειτα να παραπλανήσουν τους αναγνώστες.

Για μια πληρέστερη κατανόηση των προθέσεων των συγγραφέων και για μια αναίρεση της ηθογραφικής ευτυχίας θα μελετήσουμε της σχέση των Υποκειμένων του χωριού, μάγων και χωρικών σε άμεση συσχέτιση με το περιβάλλον τους και τις διάφορες εκφάνσεις του.

Σημειώσεις
(1) ΜΗΛΙΩΝΗΣ, Σταύρος, «Παπαδιαμάντης και ηθογραφία ή ηθογραφίας αναίρεσις», Γράμματα και Τέχνες, Αθήνα, 1992, σ. 20.
(2) ΜΗΛΙΩΝΗΣ, ό. π. , σ. 15.
(3) ΜΗΛΙΩΝΗΣ, ό. π. , σ. 19.
(4) ΤΟΝΝΕΤ, Ηenri, Histoire du roman grec des origines à 1960, L’Harmattan, Paris, 1966, σ. 121.
(5) ΜΗΛΙΩΝΗΣ, ό. π. , σ. 20.
(6) ΒΟΥΤΟΥΡΗΣ, Παντελής, «Ώς είς καθρέπτην...» Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Νεφέλη, Αθήνα, 1995, σ. 260-261.
(7) ΒΟΥΤΟΥΡΗΣ, Παντελής, ό. π., σσ. 260-261.
(8) GOLDMAN, Lucien, Pour une sociologie du roman, Gallimard, Paris, 1959, σ.7.
(9) ΜΠΑΛΟΥΜΗΣ, Γεώργιος., Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999, σ. 137.
(10)ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ, Ανδρέας, Η Λυγερή, Εστία, Αθήνα, 2007, σ. 10.
(11)ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ, Η Λυγερή, σ. 13.
(12)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Γεώργιος, ΄Άπαντα, τόμος 4ος: η πεζογραφία (1882-1886), φιλολογική επιμέλεια Γ.Παπακώστα, Σύλλογος Πρός Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα, 1997, σ. 36.
(13)ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ, ό.π., σ. 35.
(14)ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ, Η Λυγερή, σ. 133.
(15)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Άπαντα, σ. 88.
(16)ΠΟΛΙΤΗ, Τζίνα, «Η παγίδα της μίμησης στον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα», στο Ο νατουραλισμός στην Ελλάδα: διαστάσεις-μετασχηματισμοί-όρια, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007, σ.131.
(17)ΠΟΛΙΤΗ, ό. π., σ. 131-132.
(18)Ο Τζιριτόκωστας είναι μια αληθινή προσωπικότητα. Γεννήθηκε στην Πέριστα, ένα χωριό το οποίο παρουσιάζεται στον Ζητιάνο ως τοπωνύμιο, και πέθανε τυφλός στα 1948. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Τσίρος, εξού και το Τζιριτόκωστας με αναστροφή όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Ο Καρκαβίτσας συνάντησε τον ηρωά του στο Μεσολόγγι κάπου ανάμεσα στα 1896 και στα 1899, τότε δηλαδή που έγραφε τον Ζητιάνο. Οι Κραβαρίτες περνούσαν από το Μεσολόγγι  είτε για να λύσουν νόμιμα τα προβλήματά του είτε για να ανεφοδιαστούν με εμπόρευμα για τα ταξίδια τους, ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, Θανάσης, «Ο Καρκαβίτσας και ο «Ζητιάνος» του», Νέα Εστία, 799, Αθήνα, [χ.χ], σ. 1378-1379.
(19)ΧΑΡΗΣ, Πέτρος, Έλληνες πεζογράφοι, Εστία, Αθήνα, [χ.χ], σ.109.
(20)ΜΠΑΛΟΥΜΗΣ, Επαμεινώνδας, Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999.
(21)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Παναγιώτης, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1982, σ.119.
(22)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Γεώργιος, Το Βοτάνι της Αγάπης, Ματιάτος Παναγής, Αθήνα, 1901, σ. 86.
(23)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, σ. 87.
(24)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Το Βοτάνι της Αγάπης, σ. 39.
(25)ΠΟΛΙΤΗ, «Η παγίδα της μίμησης στον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα», σ.136.
(26)ΠΟΛΙΤΗ, ό.π., σ.136.
(27)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, ό.π., σ. 86.
(28)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, σ. 86.
(29)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, ό.π., σ. 87.
(30)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Το Βοτάνι της Αγάπης, σ. 182.
(31)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, ό.π., σ.182.
(32)ΠΟΛΙΤΗ, «Η παγίδα της μίμησης στον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα», σ. 137.
(32)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ,  Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, σ. 114.
(33)ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, ό.π., σ. 97.
(34)ΔΡΟΣΙΝΗΣ, Το Βοτάνι της Αγάπης, σ. 19.
(35)ΠΟΛΙΤΗ, «Η παγίδα της μίμησης στον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα», σ. 142.
(36)ΠΟΛΙΤΗ, ό.π., σ. 142.
(37)ΣΙΑΦΛΕΚΗΣ, Ζαχαρίας, «Amour, mariage, magie dans la littérature néohellénique du tournant du siècle», Etudes Rurales, No 97-98, janvier-juin, σ. 198.