Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Σοφία - Εύη Γεωργαντζή

Φόρεσε παλιόρουχα στη ζωή της… είχε κουραστεί να την καλοντύνει και να την περιφέρει σε σπίτια συγγενών και φίλων… ήταν όλα υπερβολικά  όμορφα για να την κάνουν ευτυχισμένη… ό,τι πανέμορφο φάνταζε ψεύτικο, ό,τι αρμονικό φάνταζε βαρετό… αλλά είχε βολευτεί κιόλας σ’ αυτή την πολυτελή νωθρότητα…
Ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί δούλευε σα σκυλί… λεφτά είχε και πολλά μάλιστα… μεγάλο σπίτι και ακριβό αυτοκίνητο… αυτό το τελευταίο ξεπερνούσε κατά πολύ τις ανάγκες της - και κατά βάθος καθόλου δεν το χώνευε. Ήταν πολύ γρήγορο, ενώ εκείνη δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται.
Γι’ αυτό, εδώ και λίγο καιρό το χαιρόταν τόσο πολύ που μεταμφίεσε τη ζωή της με κουρέλια… αντάλλασε βρώμικα μηνύματα με έναν χυδαίο τύπο… ήταν πολύ άσχημος, κουτσός και υπερβολικά, μα υπερβολικά, κοντός. Σε κείνη όλοι έλεγαν ότι είναι μια κούκλα… αντικειμενικά μπορούσε να το δει κάποιες φορές, μα ποτέ δεν το είχε νιώσει, ποτέ δεν το είχε πάρει μέσα της. Και σίγουρα δεν το είχε πάρει πάνω της. Ήξερε μάλιστα και τι έφταιγε: η διαπαιδαγώγησή της, η σκληρή διαπαιδαγώγησή της.
Ποτέ δεν ήταν εύκολα τα πράγματα με τη μάνα της. Ποτέ δεν της έδωσε ένα χάδι και συχνά όταν έψαχνε την αιτία της δυστυχίας της σκόνταφτε σ’ αυτό… και τότε δάκρυζε με έναν εκνευριστικό αυτοματισμό. Κάθε φορά προσπαθούσε να συγκρατήσει το δάκρυ στο κουκούλι του, αλλά αυτό αμέσως μεγάλωνε και ακολουθούσε το νόμο της βαρύτητας. Αντιθέτως,  δεν κατάφερε ποτέ να κλάψει με κανένα άλλο θέμα, ακόμη κι όταν το είχε τρομερή ανάγκη. Και πάλι εκείνη έφταιγε, που από μωρό παιδί είχε καταλάβει πόσο ευαίσθητη ήταν η κόρη της και φρόντιζε να της τρυπά το μυαλό: «Μην κλαις με το παραμικρό παιδί μου, επιτέλους!»

Αυτός ο τύπος λοιπόν, το ήξερε εξαρχής, δεν άξιζε καθόλου τον κόπο. Είχε συμπεριφορά γλοιώδη, χρησιμοποιούσε μια χυδαία γλώσσα και δεν της μιλούσε για τίποτε άλλο παρά μόνο για σεξ. Παρότι είχε μια εμφάνιση τόσο μέτρια, έτρεφε έναν αδικαιολόγητο ναρκισσισμό, που συχνά την έκανε να αναρωτιέται πού στο διάολο τον στήριζε! Έπαιζε μαζί του με τις λέξεις, απολαμβάνοντας να τον ανάβει και μετά να χάνεται. Δε θα χρειαζόταν ποτέ να κυκλοφορήσει μαζί του, δε θα χρειαζόταν ποτέ να συζητήσουν για τέχνες και κυρίως για θέατρο και ζωγραφική, που εκείνη παρακολουθούσε με πάθος. Έτσι, δε θα προδιδόταν ποτέ η διαφορά του επιπέδου τους.
Ώσπου εκείνος άρχισε να ζητάει να τη δει. Δεν έφταναν τα μηνύματα, ήθελε και εικόνα. Κάθε μήνυμα και πιο αριστοτεχνικά φτιαγμένο. Ήταν πια βασανιστικό: κάθε του λέξη καρφωνόταν ακριβώς ανάμεσα στα πόδια της. Έπρεπε να φύγει επειγόντως, γιατί ήξερε ότι εκείνος για πρώτη φορά κέρδιζε έδαφος! Του έγραψε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθούν, ότι θα λείψει για ένα μήνα στο εξωτερικό, για να διεκπεραιώσει κάποιες δουλειές. Τον αποχαιρέτησε και συνεχάρη τον εαυτό της που γλίτωσε την τελευταία στιγμή.

Και τώρα βρισκόταν εδώ, στην πιο ήσυχη άκρη του εαυτού της, στην πιο τρομακτική του άκρη, και έκλαιγε γοερά για όσα ακολούθησαν… αναρωτιόταν πώς μπορεί να έχασε τον έλεγχο και να χάρισε έτσι αφειδώς το πιο ανεπίδοτο κομμάτι της…  κάποια στιγμή στη ζωή της, είχε νιώσει να πνίγεται μέσα στο τεράστιο σπίτι της… είχε παραδεχτεί τότε ότι το μόνο σπίτι που είχε πάνω στη γη ήταν το κορμί της. κι είχε ορκιστεί να το κρατήσει κατάδικό της, ακόμη κι αν σκυλοβαριόταν να το ξεντύσει για χάρη του άντρα της… για να ‘χει κάπου να πηγαίνει όταν πονάει, να μπορεί να κουλουριάζεται και να λουφάζει σ’ αυτό το ενάμιση τετραγωνικό του κορμιού της.
Κι όμως τώρα είχε πετάξει τον εαυτό της στο δρόμο, σε μια έξωση εφ’ όρου ζωής… προσπαθούσε να μη θυμάται τα λόγια του χυδαίου τύπου, που μέσα στο ρίγος του υποσχόταν ότι θα ερχόταν από την άλλη άκρη του κόσμου για να τη βλέπει, αλλά εξαφανίστηκε αμέσως μετά.
Σκούπισε τα μάτια της και ανέπνευσε… άναψε τσιγάρο μετά από μήνες… ένιωσε ξαφνικά πως δεν την πείραζε τόσο που έχασε το καταφύγιό της, ήξερε πως είχε τη δύναμη να ζήσει σα χαμίνι στο δρόμο. Την πείραζε περισσότερο η εξαπάτηση, γιατί λίγες μέρες νωρίτερα έλεγε στον εαυτό της- για να τον συγκρατήσει - ότι ο εισβολέας της αυτό ακριβώς το σενάριο θα ακολουθούσε. Σίγουρα ήθελε να την ταπεινώσει, που τόσον καιρό του αρνούταν τα πάντα. Ίσως δεν έφταιγε τόσο εκείνη, τουλάχιστον δεν ήταν ηλίθια, αφού ήξερε τα πάντα από πριν και μάλιστα βήμα προς βήμα… σχεδόν ένιωσε σοφή…
Έπιασε το μολύβι της και άρχισε να τον ζωγραφίζει: θα τον έκανε όπως τον ήθελε. Έστω για λίγο θα τον έκανε όμορφο. Τον ψήλωσε πολύ, του έβαλε αμυγδαλωτά μάτια και του τα έβαψε πράσινα. Μίκρυνε και ίσιωσε τη μύτη του, έσβησε όλες του τις πρόωρες ρυτίδες, μίκρυνε το μεγάλο κεφάλι του και του πάχυνε τα χείλη. Μέσα σε κλίμα παραληρήματος άρχισε να γελάει δυνατά, καθώς μόνο με το μολύβι της είχε καταφέρει να εξαφανίσει τη βασική αιτία της συμφοράς της.
Η Εύη Γεωργαντζή ζει στην Αθήνα.