Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Σολίστ - Ανάγνωση του Νίκου Σκούτα

Σολίστ, Ποίηση, Νίκος Σκούτας, Εκδόσεις Κέδρος, 2012


Σολίστ. Η τέταρτη κατά σειρά ποιητική συλλογή του Νίκου Σκούτα (γεννημένος το 1961 στην  Πάτρα, εργάζεται ως δικηγόρος). Έχουν προηγηθεί το Πρώτο λεπτό (2006), οι Πολύτιμες λέξεις (2008), ξ ι (2010), όλες από τις εκδόσεις Κέδρος. Ο ποιητής Νίκος Σκούτας, που έχει γράψει και δύο μυθιστορήματα το Ρίξε λίγο άσπρο, μην το φοβάσαι (εκ. Σύγχρονη Εποχή, 1988) και το Ένα νησί στον ουρανό (εκ. Κέδρος 2003) μας συστήνεται εξαρχής γυμνός από κάθε φορτίο, βιρτουόζος της δικής του σύνθεσης, με το ομότιτλο ποίημα- προοίμιο της συλλογής:

Σολίστ

Αυτός
που παίζει βιολί
ξέρει καλύτερα
πώς κόβονται
οι φλέβες.


Ξαφνιάζει, η φωνή του ποιητή, τον αναγνώστη του. Όπως η πολυπόθητη αλήθεια, που όταν αρθρώνεται, ξαφνιάζει την ύπαρξη. Ακαριαία, ο Σκούτας, μιλάει για αυτό που νιώθει ο ίδιος, χωρίς επιτήδευση, κορώνες και σχήματα περίτεχνα- κενά τις περισσότερες φορές προσωπικών αναζητήσεων.
Ο ποιητής μοιάζει φορές, σαν ένας απλός περιπατητής στο χώρο. Παρατηρεί τις εικόνες της πόλης, τις καθημερινές ιστορίες των αγνώστων, τις κάνει μνήμη. Παρατηρεί τις εικόνες της προσωπικής του ζωής, τις κάνει ανάμνηση. Ανάμνηση που βγαίνει αθέλητα από μια γεύση, από έναν τυχαίο ήχο, από μια μυρωδιά, από την αφή. Φορές πάλι, μοιάζει σαν ένας απλός περιπατητής στο χρόνο. Αντέχει να θυμάται, ηθελημένα, έναν κόσμο που τον ορίζει η υποκειμενική κίνηση και όχι η αντικειμενική ακινησία, κάνοντας ο ποιητής τον αναγνώστη του, συνεργό σε αυτή την ανάπλαση του κόσμου. Τόσο η περιπλάνηση, όσο και η αποκάλυψη βρίσκονται πραγματικά στην ίδια την ποιητική πράξη, όπως στο ποίημα:

Γενέθλια

Αυτή την κρύα νύχτα
του Δεκέμβρη
ανάβω φωτιές στα σοκάκια
και στις πλατείες
ζεσταίνω τα νερά στα σιντριβάνια
κλέβω κεριά από εκκλησίες
και με τα χνότα μου θερμαίνω
τους βοριάδες.
Μοιράζω αναμμένα κεριά
στους ρακένδυτους
και στους πεινασμένους
ψιθυρίζοντας τα συνθηματικά
στο μισοκόταδο.
Ανασαίνουμε όλοι με την αφή.
Προσευχόμασταν να έρθεις
μου λένε
τόσους αιώνες τώρα.
Ακολουθήστε με, τους είπα.

Ξημέρωνε
για τελευταία φορά
Χριστούγεννα.

Η συλλογή του είναι μια ενότητα ανθρώπινων συναισθημάτων, που μέσα από το φίλτρο της προσωπικής του ευαισθησίας, μας μαθαίνει τις έννοιες αλλιώς, ή και ξανά. Την έννοια του έρωτα, της τρυφερότητας, της φύσης, του αστικού τοπίου, της στιγμής, εισάγοντάς μας με τρόπο συντροφικό και όχι διδακτικό, στο πεδίο του προβληματισμού για το πώς ζούμε, αν, και όταν ζούμε. Και λέω συντροφικό, γιατί ο Νίκος Σκούτας, δε θέτει ερωτήσεις, ούτε παροτρύνει, ούτε απαγορεύει, ούτε συμβουλεύει. Γράφει αυτό που βιώνει. Άλλωστε, αυτό δεν κάνει τον ποιητή; Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα:

Χαρτόκουτο

Έτσι μου έρχεται
να βγω έξω
στο κρύο
να κάνουμε έρωτα
είπε.

Πληθαίνουν
οι άστεγες
αγάπες
που ζούσαν
με συσσίτια
της εκκλησίας.

Ο Νίκος Σκούτας, αρέσκεται στην πολύ μικρή φόρμα. Τα ποιήματά του είναι ολιγόστιχα, που όμως προκαλούν διαφορετικές αναγνώσεις. Με ύφος λακωνικό, λόγο λιτό, χτίζει με τις λέξεις του τις δικές του αφηγήσεις. Χωρίς έτσι να κουράζει τον αναγνώστη, τον οδηγεί στο να σκεφτεί πάνω σε διαφορετικά επίπεδα, την ανθρώπινη ύπαρξη, αφού προηγουμένως ο ίδιος έχει σκεφτεί πάνω στην επικαιρότητα, στην επιστήμη, στην πολιτική και την ιστορία.


Δε φοβάται να υπαινιχθεί τα όσα γύρω του συμβαίνουν, κυρίως δε, να αυτοσαρκαστεί. Και το στοιχείο αυτό, του αυτοσαρκασμού, κατά τη γνώμη μου, είναι που τον κάνει τόσο αφοπλιστικά απρόοπτο και έντιμο, τόσο απέναντι στην τέχνη του, όσο και απέναντι σε εμάς, τους αναγνώστες του. Χαρακτηριστική είναι η διάθεσή του, για ανάλυση της ποιητικής διαδικασίας. Πώς τον βρίσκει το ποίημα, πώς  αυτός το αναλύει, πώς τον προκαλεί, αν τον διαψεύδει, αν ολοκληρώνεται. Ενδεικτικά αναφέρω το:
Σιδηροπωλείο

Τι θέλει να πει
ο ποιητής.
Τίποτα
αν τυλίξετε
με τα φύλλα
των ποιημάτων του
μια χούφτα πρόκες.

Ο Νίκος Σκούτας λέει πολλά και το σημαντικότερο, δε μας αφήνει να αναρωτιόμαστε για τα όσα γράφει, και το τι θέλει πραγματικά να πει. Ρεαλιστικός μέσα στην πραγματικότητά του, συλλογικός μέσα στην ατομικότητά του. Με μία μόνο λέξη: Ποιητής.

Μαρία Τσιράκου