Top menu

Σαντάλ Μπιτσινί: Ποιήματα

Μεταφράζει η Αγγελική Δημουλή

Αίνιγμα

Για ποιο λόγο φωνή να σας δώσω
σχέδια που προέρχεστε από μπογιά που χει ξεφτίσει;
Αίνιγμα
της φθοράς και της ανθεκτικότητας.
επιδεικτική εμφάνιση που πολύ θα ‘θέλαμε να χει κάποιο νόημα,
κάποια προσθήκη, κάποιο σχόλιο
και στο τέλος επιστροφή
σ’ ένα χειρόγραφο όπου διαβάζουμε των πραγμάτων
τ’ ανάποδο…

Ας  γίνουν κάστρα
τα γράμματα τούτα,
τα φτιαγμένα από λάσπη και μελάνι!
Ας φουντώσει ας αναγεννηθεί ο διάλογος,
Τροφοδοτημένος με των λέξεων τ’ οξυγόνο
κι ας ηρεμήσουν έτσι οι βιαστικές αναπνοές,
δείχνοντας τα όνειρα σε σέπια
σαν τοπία
που διασχίσαμε κι επιστρέψαμε!
Είναι τα βιβλία κι είναι κι αυτό το μέταλλο
το φθαρμένο, αυτή η ύλη η αλλιώτικη  της γραφής,
τυχαία, κι όμως σαν τον καθρέφτη του πνεύματος τη χρησιμοποιούμε,
που αντιστέκεται σ’ ό, τι κι αν ψάχνει.

Λουξόρ, παλάτι του σινεμά

Κατηφορίζοντας την ψυχρή λεωφόρο,
το πλήθος πιεσμένο, σαν κύμα
ποδοπατά, παραπατά
στο άνισο πεζοδρόμιο
γλιστρά
στα σκουπίδια όλων των ειδών.
Σταματά για μια στιγμή,
τη ροή του κόβει
ένας μονοπόδαρος ζητιάνος, ένα παιδί που δείχνει
τα παραμορφωμένα χέρια του, μια τυλιγμένη
στο μαντήλι της γυναίκα με γυαλιά,
σε μια σαρκοφάγο εγκλωβισμένη
από κούτες,
ένας καστανάς, καπνισμένος απ’ το κάρβουνο
-αναδύει μυρωδιά λεχρή καυσίμου-
αναδεύει τα κάρβουνά του
μέσα σε μια σόμπα
ακουμπισμένη σ’ ένα καρότσι σούπερ μάρκετ.
Βιτρίνες, γαμήλια στολίδια
λάμπουν, λάμπουν
στα μοντέλα των διαφημήσεων
που παίρνουν πόζες αλλοτινών καιρών.
Συνθετικές δαντέλες στα μανίκια πουκαμίσων
που στον αέρα παραδίδονται,
παππούτσια ανακατεμένα σε κάθε νούμερο,
λίγο βρώμικα απ’ τα χέρια που τα ψάχνουν,
για ποια μοντέρνα κοπέλα με γούστο επιτηδευμένο
να προορίζονται;

Η βροχή κυλά στη φαγωμένη απ’ τη σκουριά και γυαλισμένη απ’ τη βρώμικη στάση
εκεί οπού τα περιστέρια θα βρούν να ροκανίσουν τα μουστάκια του καλαμποκιού
ή τ’ απομεινάρια από λιπαρά σουβλάκια στα κάγκελα•
τρεις άντρες με μυρωδιά παράξενη
κοιμούνται κουκουλωμένοι
ανάμεσα στις καινούριες ράγιες.
Αναμονή, η αποβάθρα γεμίζει με κόσμο.
Το παλάτι είναι εκεί, πίσω απ’ τις παγωμένες βιτρίνες.
Το βράδυ ξανανιώνει ο χρυσός απ’ τ’ ανάγλυφα στολίδια του,
ο νεφρίτης και το τιρκουάζ
του μωσαίκού του
και το παλάτι αφημένο ξυπνά
σε μια πόλη απελευθερωμένη από
σταυροδρόμια με κίνηση
κι από το θόρυβο του μετρό που έρχεται
αγγιγμένο το μισό απ’ το φως
και το υπόλοιπο μισό χαμένο στο ημίφως.

Το βλέμμα ακολουθεί τις ράγιες, την προοπτική•
μια χαραμάδα ουρανός που ανοίγει στη σιδερένια γέφυρα,
τα σύννεφα παίρνουν χρώμα•
οι εργάτες χαιρετίζονται και
λαγοκοιμούνται σ’ έναν υπνάκο παιδικό•
σύντομα, ο νέος συρμός
θα φανεί στο ημίφως
στιγματισμένος με κακοφτιαγμένα γκράφιτι.

Το χρώμιο είναι το χρώμα της σκληρότητας
Η πόλη είναι ένα πράγμα
για να σπάει
Σχίζουμε τους τοίχους
για να κάνουμε να κλάψουνε οι τυφλοί
Για μένα η βάση του πράγματος είναι αυτός ο βανδαλισμός
Νιώθω περισσότερο βάνδαλος
παρά επαναστάτης. Καλύτερα θα έλεγα ως ορισμό: βανδαλίζω•
οι τύποι που διαλύουνε τα καθίσματα, που σπάνε τις βιτρίνες
με τρελαίνουν. Πιστεύω οτι αυτό συμβαδίζει πλήρως
με τη σύγχρονη κοινωνία

βιαζόμαστε, τρελοί και κωφοί
ξεχνώντας οτι έρχεται κι άλλη μέρα,
αντικατοπτρισμός, το παλάτι
του χτες, το παλάτι με τις αλαβάστρινες κολώνες,
που γεννιούνται μέσα σε ανθισμένους λωτούς
ανάμεσα στη συμφόρηση του πεζοδρομίου, στους πάγκους που συνωστίζονται,
έμποροι αρωμάτων και t-shirts.

Προς Σαπέλ, Στάλινγκραντ,
το μάκρος των δρόμων, οι ράγιες, τα καλώδια,
εμφανίζονται τοπία,
που ξεχωρίζουν από το λεπτό γκαζόν ολόγυρα, κάγκελα σιδερένια,
περάσματα στενά και δύσβατα
σηματοδοτημένα με αλλόκοτα σχέδια μιας γης
έξω από τον χαρτη
και περνάμε μπροστά από τις πολυκατοικίες
τις περιτειχισμένες, τις παλιωμένες, τις διαβρωμένες
όπου προχωράει το μονοπάτι της μπουλντόζας που χτυπά,
ξεκοιλιάζει, δείχνει
αυτό που οι προσόψεις κρύβουν ακόμα: τις νησίδες
με το συντριβάνι και το δέντρο
στέγη και ανάπαυση αλλοτινές
τα υπόστεγα με τις χαμηλές στέγες
την άρρωστη ζωή, τις καταλήψεις, τα τυφλά σπίτια,
οι βρώμικοι λεπροί δρόμοι
που λένε οτι εκεί εκδίδονται παιδιά.

Το κάρβουνο των ματιών τους
κι η μέντα της ανάσας τους.

Μεταμφιέσεις

Επιστροφή στη σκιά του τήλιου
και στον θόρυβο του χειμμάρου τον απόμακρο πια;
Άραγε γι’ αυτό πρόκειται;

Κάνε ένα βήμα, πριν πέσει η νύχτα.
με τα μάτια καρφωμένα σ’
έναν χαμένο μέντορα, ξαναπές τα λόγια του.
Έτσι θ’ αντιμετωπίσεις αυτή τη μέρα;

Το Φθινόπωρο βάφεται στο χρώμα του ονείρου.
Πόσες φορές επιστρέφει αυτή η εποχή!
Να το περίγραμμα ενός χώρου
που κάποτε καπνίζαμε, τον κοιτώ
υποδεχόμενη το καινούριο συναίσθημα
μεταμφιεσμένο μυθολογικά.

Ξανακατεβαίνουμε στις υπόγειες σάλες
τις αφιερωμένες στους αρχαίους θεούς,
εκεί όπου ο συλλέκτης μάζεψε
της πίστης τις μορφές.
Ο φύλακας προτείνει
να μεταμφιεστώ εγώ σε σένα
και τ’ αντίστροφο
με ρούχα
που είχαμε φανταστεί.
Αλλά μια κραυγή
στη σκιά στης σκάλας τη γωνιά.

Μια άλλη μέρα επίσης, στην εξοχή,
διαβάζαμε τους σβησμένους στίχους
στους γκρι τάφους• άρχισε να βρέχει.

Mετακινήσεις

(Βασισμένο στο έργο του Στηβ Ράιχ, Σε διάφορα τραίνα)

1. Αμερική - πριν τον πόλεμο

The sun’s moved to Jersey, the sun’s behind Hoboken.
Covers are clinking on typewriters, rolltop desks
are closing; elevators go up empty, come down
jammed. It’s ebbtide in the downtown district,
flood in Flatbush, Woodlawn, Dickman Street,
Sheepshead Bay, New Lots Avenue, Canarsie.
Pink sheets, green sheets, gray sheets, FULL
MARKET REPORTS, FINALS ON HAVRE
DE GRACE. Print squirms among the shopworn
oficeworn sagging faces, sore fingertips,
aching insteps, stongram men cram into subway
expresses. SENATORS 8, GIANTS 2, DIVA
RECOVERS PEARLS, $800, 000 ROBBERY.
It’s ebbtide on Wall Street, floodtide in the
Bronx.
The sun’s gone down in Jersey.

John Dos Passos, Manhattan Transfer

Πάντα εκείνος ο άνδρας να δουλεύει, απέναντί μου•
δεν κοιτάζει τη βροχή, τα αυλάκια της
πάνω στο τζάμι που θολώνουν το τοπίο,
την εξοχή, αυτό το βράδυ...
άραγε να ‘ναι πρόσωπο εκείνη η αντανάκλαση που διαφαίνεται στο σκοτεινό τζάμι;
άραγε είναι αληθινό το τοπίο που περιστρέφεται έτσι,
σαν μπομπίνα
που τελειώνει και διαχέεται σε σύννεφα από μελάνι;

Στην αίθουσα προβολής, συνέχεια
σε άσπρο και μαύρο, εικόνες διάστικτες, σκιώδεις, ριγέ,
τώρα πια μετατοπισμένες,
Ο άντρας που γελά,
το παιδί,
το χιόνι, τα γυμνά του πόδια,
το σταθερό γέλιο του
ακόμα και μέσα στον πόνο
και η οδύνη,
η μηχανή προβολής χαλάει,
η ταινία μασιέται, λιώνει, τεντώνει, διπλώνεται
η οθόνη κατασπαράσσεται απ’ το φως
το φίλμ πήρε φωτιά...

Ξαναπαίρνει το δρόμο της παιδικής του ηλικίας: προς το Νότο, προς τη Δύση,
άλλοτε από τη Νέα Υόρκη προς το Σικάγο,
ένα πεπρωμένο αφιερωμένο στους δρόμους•
πάει αντίθετα σ’εκείνους που πήγαιναν στο νότο,
ή που προχωρούσαν προς τη δύση•
και οι περιπλανώμενοι εργάτες, ποια έλλειψη αποφάσιζε για τη φυγή τους
πώς κρεμάστηκαν
στο τραίνο
και στο ρυθμικό του χτύπημα;

Στο δρόμο τα μονοπάτια που αφήνουμε διαχέονται,
και οι κραυγές δεν είναι πια αυτές των ζώων
που θηρεύονται στην έρημο και στα βουνά,
αλλά είναι αυτές του ανέμου.

Τα ζώα κρύφτηκαν, μακριά
απ’αυτά τα μονοπάτια, μακριά απ’ τις ράγιες που οδηγούνε
σε ανθρώπινες συγκεντρώσεις
-κάποια έχουν αιχμαλωτιστεί, έχουν βασανιστεί, έχουν φαγωθεί,
ή καλοαναθρεμμένα σε καθεστώς αιχμαλωσίας,
βασανισμένα, ακρωτηριασμένα-
εκεί που τα όντα συναντιώνται, δουλεύουνε, πολλαπλασιάζονται
στη δυστυχία της επανάληψης.

Ωστόσο, πάνω στην ταπετσαρία, ένα ειρηνεμένο λιβάδι σπαρμένο με λουλούδια
τα ζώα χαμογελούν:
μονόκερος και λαγοί,
πουλιά...

Υπάρχει μια κατεύθυνση: τι σημαίνουν
αυτά τα ονόματα των πόλεων
γι’αυτόν που τα λέει:

-Σικάγο, Νέα Υόρκη

πότε η μνήμη
και η φωνή αντηχούνε;
Ποιά να ‘ναι τώρα η ηχώ τους;
...μπορούμε να μετρήσουμε τα κύματα;
...
Στα γόνατά σου,  εκείνο το βιβλίο, η διαδρομή των γραμμών,
κέντημα των βίων, κάρτες σβησμένες, διπλωμένες, χαλασμένες
απ’αυτά τα πήγαιν-έλα
διασχίζοντας το τοπίο
-Αλλά απ’ τη μια κι απ’ την άλλη πλευρά των αποβάθρων
ζει ό, τι ξεφεύγει απ’την ευθύγραμμη πορεία,
απ’την πλευρά των δασών, απ’ την πλευρά των βουνών
και των πηγών,
ποια ζωή διαφεύγει ακόμα;

Το ρεύμα αυτού του ποταμού δεν δονεί πια αυτή τη νέα
βιομηχανική περιοχή, δε δίνει πια ζωή ούτε μέθη
ούτε ευνοεί την εγκατάλειψη του ταξιδιού
προς το δέλτα, προς τον κόλπο,
...
Στο καθημερινό σου μονοπάτι (τι σημαίνει καθημερινό;)
ποια η ποικιλία στην επανάληψη;
Διάφορα τραίνα οδηγούν πέρα απ’ τις καταιγίδες.
το να τα βλέπεις να περνούν δεν σε κάνει να καταλαβαίνεις το γιατί...
Εκεί, σφυρίχτρες της προόδου,
ράγιες, κι αυτό το συγκεκομμένο χτύπημα...
Κατευθύνσεις: απ’ το ένα σημείο στ’ άλλο,
μπαίνουν κατ’ επέκταση
πώς λοιπόν να τις αντιμετωπίσουμε...;
ίσως πηγαίνοντας προς την ευτυχία...
πώς λάμπει ο ήλιος;
σήμερα, ή
μήπως βρέχει;
...αύριο...
αλλά εσύ,
είσαι δυό φορές ο ίδιος;

Η τροχιά,
είναι ήδη χαραγμένη,
κομμένη στα δάση, στις πέτρες
στο χώμα και στις ζωές των ανθρώπων•
και ‘μεις προχωράμε προς αυτή την αραίωση
σ’αυτό το τέλος
στους μεγάλους δρόμους ανάμεσα στα κτήρια
που πυκνώνουν πολύ ή λίγο ανάλογα με τις  αντανακλάσεις
στο γυαλί, στο μέταλλο,
στην πορεία των σύννεφων•

...στην ενέδρα των υψών, αλλά πάντοτε στο ποικιλόχρουν φως
και ο άνεμος,
που έρχεται απ’ τη θάλασσα
φτάνει σ’αυτό το ειρηνικό νησί
που λαμβάνει και που δίνει κι όπου η παραμικρή αντίφαση
δεν είναι, στη Μπριγιάν Σκουέαρ,
η περιστροφή των κλαδιών των δέντρων στις κάθετες και οριζόντιες γραμμές
των κτηρίων,
ή αυτοί οι γερανοί από μακριά που ανεβαίνουν ακόμα πιο ψηλά
και σε κάθε τους κίνηση αναπτύσσουν τον ουρανό, τα πάρκα, τους ίσκιους
και οι εκκλησίες ανοιχτές στον διερχόμενο δρόμο φωτίζονται
το βράδυ.
Τα ταξί κίτρινα γλιστράνε, αργά,
και το πλήθος πάει με τα πόδια
ανάμεσα στις φωτισμένες βιτρίνες...

Να, τα μικροσκοπικά γιαπωνέζικα δώρα,
αυτά νέα τα φρούτα, πιο ζαχαρωμένα, τεχνητά
που λιώνουν στα χείλη σαν το φιλί
των λουλουδιών
και τα μπουκέτα τους,
στο υπόγειο, στο ημίφως
του εστιατορίου,
στην ισχνότητα των κλαριών
διατεταγμένα,

άλλά όλα αυτά δεν είναι παρά αναμνήσεις παλιές,
(θυμάσαι εκείνη τη χάρτινη μάσκα;)
-πριν την επιτάχυνση, τον κίνδυνο-
που ταξιδεύουν και εναλλάσσονται: λόγια, γράμματα, κάρτες, φωτογραφίες..
ορίστε ένα νέο έτος στο οποίο η πρόοδος μας οδήγησε...
Κριστάλ Παλάς και Κτήριο της Κράισλερ...
είμαστε καλά μετά την ανεμελιά...
κι ανεβαίνουμε,
-Εμπάιερ Στέιτ Μπίλντινγκ
πολύ ψηλά, για να δούμε
το ναυαγισμένο πλήθος, κάτω,
ή να επισκεφτούμε το μουσείο
όπου αναβοσβήνει το μοντέλο, ένα τεράστιο παιχνίδι:
μπορούμε να στριφογυρίζουμε σ’αυτή την πόλη-μινιατούρα,
ο χρόνος περνά και η μέρα με τη νύχτα εναλάσσονται, φωτίζεται,
έπειτα σκοτεινιάζει,
τρεμάμενη από ηλεκτρική ζωή•

Πρόσφυγες σ’ αυτά τα σύνορα
του κόσμου
ή άστεγοι,
τυφλοί,
χτυπάμε στα χωρίσματα
-πικρή όχθη,
που είχε στο στόμα τη γεύση μιας υπόσχεσης,
σε μια άλλη γλώσσα.

Πού πρέπει να είμαστε για να δούμε πάλι
να εναλλάσσονται οι ήλιοι και οι νύχτες;
Ναυαγοί,
ναυαγοί  στη Νέα Ορλεάνη, ναυαγοί
στη Νέα Υόρκη,
και όχι πια μόνο στο νησί το αποκλεισμένο απ’ τις θαλάσσιες οδούς,
ναυάγιο που συνέβη στον καθένα από μας•
πορώδη τειχώματα, ιστοί,
ανεμοδείκτες ευαίσθητοι στις κραυγές, στις λάμψεις
των φάρων,
άνθρωποι,
ζώα
τώρα τρελάθηκαν...

ένα καγκουρό στέκεται, με
τα μάτια γουρλωμένα και τα σαγόνια ορθάνοιχτα, ακινητοποιημένο
απ’τη δέσμη που το σταμάτησε
μέσα στη νύχτα...

2. Ευρώπη - στη διάρκεια του πολέμου

Denn es ist Blut von ihrem Blute und der Inhalt ist von dem Inhalt der unwirklichen, undenkbaren, keinem wachen Sinn erreichbaren, Keiner
Erinnerung zugänglichen und nur in blutigem Traum verwahrten Jahre,
da Operettenfiguren die Tragödie der Menschheit spielten.

Karl Kraus, aus: Die letzen Tage der Menschheit (Vorwort)

Εύθραυστοι, στα καλέσματα των σειρήνων,
και ξαφνικά
προβεβλημένοι εκεί όπου δεν υπάρχει χρόνος
για τα προαισθήματα•
άφησαν χώρο για τις συσκευές των οποίων διασταυρώνονται τα καλώδια
-και μας ενώνουν-
η βροχή πέφτει παχιά,
το σύννεφο εξαπλώνεται όπως
ο καπνός της νύχτας...
επαναλαμβανόμενα λόγια, έπειτα
είναι ερωτήσεις, μια εκκίνηση μέσα στη νύχτα...
κάποιος χτυπά, πολλά χτυπήματα, γρήγορα,
στο ρόπτρο,
κανείς,
ξαναρχίζει,
έπειτα είναι βρυχηθμοί, τριψίματα και επιτάχυνση,
σηκωνόμαστε, στο κρεβάτι,
ο ιδρώτας μουλιάζει τον άρρωστο,
και η μάνα έχει  βλέμμα χαμένο...

κανένας δεν μπορούσε να αγνοήσει ότι
περνώντας από την εξοχή, βλέπαμε τους ανθρώπους,
στα στρατόπεδα, πίσω από τα συρματοπλέγματα...

κανείς δε μπορεί ν’ αγνοήσει...

οι σειρήνες σε όλες τις πόλεις,
αντί να τ’ ανακοινώσουν,
δημιουργούν ένα νέο κλίμα,
ζωή
ταραγμένη από το πέρασμα των μεγάλων σκιών,
βαγόνια
που βλέπουμε γεμάτα με ανθρώπους,
γεμάτα με ζώα,
οι οποίοι δεν ξέρουν που οδηγούν
παρά τις ανακοινωθείσες κατευθύνσεις,
τα ονόματα των πόλεων, στους σταθμούς που δε σταματάμε•
και το μελάνι παγώνει στο μελανοδοχείο και η νύχτα διαρκεί...

The melancholy days are come, the saddest of the year,
Of  wailing winds, and naked woods (…)

Αυτά τα ίδια χρόνια, σε άλλα μέρη,
η ταχύτητα είναι χαμηλότερη, αλλά ένας ελαφρύς άνεμος
διατρέχει την Ευρώπη, υφαίνεται ένα δίκτυο,
και ερημώνουν οι δρόμοι που διασταυρώνονται•
στους δρόμους οι άντρες και οι γυναίκες, με τα πόδια,
ανταλλάσσουν λόγια...
παγωμένα χρόνια•
αλλά πάντα τα χαμόγελα παιδιών,
στο σκοτεινό πρωινό...

Ταξίδι με τραίνο σημαίνει πλέον φυγή,
πείνα, κρύο, κίνδυνο•
πώς να ξεφύγεις;
με το ζόρι αναπνέεις και
γίνεσαι άλλος•
γιατί τα τραίνα γεμίζουν μέχρι την κόλαση,
όλα, τριγύρω, γίνονται περίεργα,
είμαστε...
τα μπράτσα μας,
τα αλλοτριωμένα σώματά μας...
το χιόνι είναι εδώ, παντού,
αντανακλά καπνό και μεγάλες φλόγες,
τους ομοίους μας,
σ’αυτό το χάος με τις ευδιάκριτες δυνάμεις,
με τις φωνές,
χωρίς κρίση,
χωρίς αναμονή,
επιβίωση...

και ωστόσο, στην καρδιά των πόλεων,
γίνεται ο Μεγάλος Χορός
όπου καταφτάνουμε μεταμφιεσμένοι,
τα λόγια είναι πνιγμένα κάτω απ’τη μάσκα,
στόματα ανοιχτά, γεμάτα χιόνι,
γκριμάτσες, σώματα
εξαρθρωμένα, εξαντλημένα,
ανθρώπινη γιρλάντα,
προπονημένη στο χορό, και οι εξαναγκασμένες φωνές μιλούν, στραγγαλισμένες...

Η ειρήνη;
Η μέρα βαθαίνει την ταλαιπωρία
και μπορούμε να επισκεφτούμε τα παλιά καταφύγια
που στημένα στη θάλασσα βουλιάζουν στην άμμο,
αντιστέκονται ακόμα στην επίθεση των κυμάτων,
και γίνονται σπηλιές no future
μετά από αυτές τις πυρκαγιές,
αυτές τις κατολισθήσεις, αυτές τις πλημμύρες,
η ανακάλυψη των σωρών από αδύνατα πτώματα...

...στο βάθος το πάρκο, ο σκύλος
ζεσταίνει ακόμα τα πόδια του αγάλματος της επιτύμβιας στήλης
όπως συνοδεύει αυτόν που καταλύει
στα υπόγεια της πόλης ή που κοιμάται στις σχάρες εξαερισμού
του μετρό.

 

3. Μετά τον πόλεμο

in coldest Europe     end of that war
frozen domes     iron railings frozen     stoves lit in the
streets
memory banks of cold.

Adrienne Rich, Victory, Midnight Salvage.

-Δε θέλησε αυτό το τέλος,
αυτή την κληρονομιά μιας Άνοιξης που γεννήθηκε νεκρή•
-μια ξαφνική αρμονία;
-ναι, γεννημένη κατά μήκος στις ράγιες, καλώδια που διασταυρώνονται•
το νέο εξαπλώνεται
μιας συμφωνίας που δε διαδόθηκε
απ’ τις σειρήνες,
-αλλά η ύπαιθρος είναι έρημη...

είσαι σίγουρη;

Επιμονή,
δυσπιστία,
έπειτα όραμα της φύσης,
(εκείνη την εποχή, αυτήν της παιδικής μας ηλικίας)
που θ’ αναγνωρίζαμε στις αρμονίες της.
Τα ρεύματα, τα βουνά
κι από το λίπασμα, τα φρούτα στους θάμνους,
γεντιανές, κρίνα,
και στις πόλεις, άλλες πιθανές ζωές.
Πώς να πιστέψεις, με αυτές τις πληγές,
ότι τα πουλιά...

Επιστροφή στις πλημμυρισμένες εξοχές,
η ανάμνηση του αίματος, η επιστροφή στη δουλειά
έχοντας ακόμα στα μάτια μας, τις μεγάλες φλόγες
που τρώνε τον ορίζοντα.

Μια άλλη διασπορά L.A. L.Α.
New York New York
η φωνή, στο ράδιο,
κι ένα συγκεκριμένο βαθύ πράσινο.

Το τραγούδι ευτυχισμένο, πρέπει να το ψάξουμε στο παρελθόν,
μακριά,
ένα τραγούδι του πριν, αλλαγμένο,
είναι δυνατόν;
Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι,
δε θα είμαστε ποτέ πια•
μέσα στην ελπίδα διαμένει ο λυγμός, η στρογγυλή φωνή,
ηχογραφημένη πάνω στην ωδή αυτού του μουσικού φθινοπώρου
διότι είναι το φθινόπωρο της γης
και οι καινούριες διαδρομές προς τους παλιούς προορισμούς
δε θα ‘χουν πια την ίδια ορμή.

Τώρα κολυμπάμε
στα χρώματα του πρωινού, σχεδόν κόκκινα, έρχονται απ’ τα βουνά
μέχρι και τις γκρίζες σκιές,
τόσο απλωμένες πάνω στην άσφαλτο, στις θέσεις
της φωτεινότητας•

εποχές που εκφράζουν, η μια μετά την άλλη,
τα κύματα της θάλασσας
και το γέλιο τους, η χιονώδης εξάπλωσή τους
στην άμμο, οι ατελείωτες ώρες, έτσι...
-θα μπορούσαν ποτέ να μας απελευθερώσουν;

Μετά τον πάγο και το χιόνι παντού απλωμένα,
νέα λόγια,
νέες κατευθύνσεις,
τοκετός από φώτα και μπριγιάντι των μηχανισμών,
και πλέον η μνήμη,
οι ιστορίες της,
διακόπτουν τη ζωή που αναλαμβάνει,
πτήσεις πάνω από τις εξοχές, η Βιρτζίνια,
γραμμή των Λευκών Όρων,
σκακιέρα, ίχνη των αγρών,
των πλοίων
και των αεροπλάνων, στο απαλό μπλε, όπου
διασταυρώνονται τα λευκά ίχνη τους•
και πλέον η πάχνη του πρωινού
και το μικροσκοπικό ζώο στο μίσχο του ξαναγίνονται ορατά.

Τα κτήνη έφευγαν και κρύβονταν,
προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε απ’ τον άνθρωπο
και συλλαμβανόμασταν.
Αλλά οι λάμψεις ενός πρωινού χωρίς φόβο
είναι λίγο πιο μπλε.
Η ανάπαυλα του σώματος,
κι αυτή η βροχή που δε μουλιάζει πια, αλλά λάμπει στην ειρηνεμένη εξοχή.

-κατευνασμένοι;
-αλλά όχι συμφιλιωμένοι.

4. «Ορίστε η κατάσταση των πραγμάτων.»

Wir leben unter der Kanone. Und da sich jener mit Gott verbündet hat, so sind wir verloren. Das ist der Zustand.

Karl Kraus, Die letzten Tage der Menschheit, 1.Akt /3.

...
αυτό το πρωί, παιδιά, σε ομάδα,
βγαίνουν στο χωριό
από τροχόσπιτα
σταθμευμένα κάτω απ’τον αυτοκινητόδρομο.
Σπρώχνουνε μπροστά τους
καροτσάκια
όπου χώνουν τη λεία τους...
γελούν.
πλυμένα χαλιά στεγνώνουν στην όχθη του καναλιού•
στην άλλη όχθη, μια μεγάλη φωτιά.
Τριγύρω, τρεις μορφές, μπροστά σε μια αχανή
ρωγμή από μπετόν,
ένα γράφιτι γράφει Νο enter
or dead
ένα ζευγάρι, πάνω σ’ ένα χλοώδες ανάχωμα
ξυπνά, μαζί ένα παιδί, καινούριο πρωινό,
συναντάμε επίσης δυο άντρες, στη βόλτα τους,
ο ένας κουβαλά ένα μπουκάλι κρασί
από το λαιμό.

Μεταλλική λάμψη

Το νερό αντιμαχόταν το φως•
κι όμως έπαιζαν
και τα σπασμένα κοχύλια δεν πλήγωναν τα πόδια τους•
το τείχος έπεφτε,
υδάτινο τείχος στη λευκή πόλη, οχυρωμένο
με ύφαλους και πολυκατοικίες,
στη δυσωδία των φυκιών
ανάμεσα στις ξεχαρβαλωμένες σανίδες, στα λάστιχα,
τα βιδωτά πώματα, στα ξεβαμμένα πλαστικά γάντια,
συντρίμια πλαστικών, σωροί από σχοινιά ή δίχτυα,
και πάνω σε μια λωρίδα πλαστικό, το σφουγγάρι, η καστανή φτέρη
σφηνωμένη στο χώμα,
τα έντομα και τα πουλιά.

Κάθε αυγή θα είναι πιο φρέσκια,
θα σηκώνεται, σημαδεμένη απ’τις προηγούμενες, θα κουβαλάει
τον ουρανό, περιπλεκόμενη με εναλασσόμενα σύννεφα μέσα στο νερό
που τα αντικαθρεφτίζει
-κάθε νέα αντανάκλαση δίνει στο νερό το χρώμα του φωτός•
στα νερά της λίμνης, που ακουμπά σε κώνους ηφαιστείων,
διαγράφεται ένας ακίνητος ουρανός.

Όλα σκοτεινιάζουν.

Τούτη η όξινη φωτεινότητα με γεύση νερού με άρωμα πορτοκάλι
εμπεριέχει τη διαφθορά των πηγών,
του κρυστάλλινού νερού
που κοκκινίζει τα πονεμένα μέλη,
όπου λευκά, βελούδινα λουλούδια σχεδιάζονται σε αστέρια
-τα μαζέψαμε ψηλά πολύ, στην αύρα των κορυφών-
και ο κόπος του να πιείς το νερό αυτό
αντηχεί μέσα μας και μας διαλύει
σαν να ‘ναι ανανεωμένη και αυξημένη.

Στα ρεύματα αστέρια.
Ο άνεμος ζητάει πυροβολισμούς
για να διασπείρει τα λαμπερά αεροπλάνα
πίσω από τα κλαδιά με τα μπουμπούκια κόμπους,
στη σιωπή εκεί όπου η σκέψη και το σώμα χωρίζονται
και χαλάνε τη σειρά τους.

Κατάρρευση των τοίχων• καινούρια παράθυρα•
μακριά αναθυμιάσεις στη νέα ημέρα,
κάποια γκρίζα σπίτια.
Αυτή όμως η μέρα δεν έχει τίποτα από μια αυγή: οι τοίχοι σκάνε.
Οι ψηλότεροι τοίχοι καταρρέουν προς το μέρος μας
-μάχη που βαστά ακόμα
παρόλο το κάθετο ίχνος που χτυπά τις θυελλώδεις αναλαμπές•
από πάνω μας, ολόγυρα, πολύ φωτεινότητα.

Μετάφραση

Το λευκό υφάδι ενός ονείρου
ανασηκώνεται σαν κουρτίνα λευκή απ’ το
έξω φύσημα
καιρό μετά την περιστροφή του πνεύματος
σε κουβάρι που ήταν μπερδεμένο, απερίφραστος
ο καταιγισμός των αυτοκινήτων, φορτηγά
κοντέινερ που αναπηδούν,
το σπίτι τρεμουλιάζει στο περασμά τους
οι εικόνες οι εικόνες του συναρμολογημένου παρελθόντος
αποφέρουν
έφτασε τελικά η μέρα
μπαίνεις ανάμεσα απ’ τα πλεγμένα
κλαδιά τα πουλιά
εναλάσσουν το καλεσμά τους
τα τραγούδια τους μπλέκονται κι απαντάνε το ένα στ’ άλλο
και η συνείδηση γεννιέται από το θρήνο
μιας κατεύθυνσης ξεκινώντας από
το προφανές παρελθόν
το δικό σου
το δικό μου
από τον αποχωρισμό
έως και την επιτυχή παρουσία
εσύ να με συνοδεύεις
εγώ να διστάζω παρά μονάχα μπροστά στο μονοπάτι
το πρωί είναι στις εξοχές, στα λευκά παράθυρα
στον ορίζοντα
μαύροι μπλεγμένοι μίσχοι

φύλλα και πουλιά που τραγουδάνε
το σπίτι τ’ αμάξια
στην οδό Σάρτρ.

Τα πουλιά μας

Το σχέδιο παίρνει μορφή,
ένα κλαδί  από αγιάζι
απομακρύνεται απ’ το τζάμι
και γέρνει με τα λουλούδια του βαριά
προς τα χόρτα•
ακόμα κι η νύχτα υποκύπτει
στο ψεύτικο ξημέρωμα μιας μαβιάς σελήνης,
αρρωστημένης•
η εξοχή έχει
την απαλότητα του βελούδου, ανάμεσα
στα μαύρα δέντρα, εκεί όπου το χιόνι
κρατά ακόμα, τα πουλιά
πολύ άρτια ζωγραφισμένα
ξεκινάν να κελαϊδούν κοντά
έπειτα πιο μακριά,
τραγουδούν κι η μέρα υποκρίνεται
αυτή την αντιστροφή.

η χλόη είναι καλυμμένη
με σχιστόλιθους
και με φόντο τη βροχή, ο κήπος
κουβαλά το ραγισμένο κορμό
της αχλαδιάς•
πού θα μπορούσε να ‘ναι η αυγή;
ένα θρόισμα
στο σεντόνι της εξοχής
η μετακίνηση
του απαλού πεπλού
ζωντανεύει
τους αυλόγυρους των σπιτιών
ή μήπως είναι το πέταγμα
των ζωντανών πουλιών;
Στην ασπίδα πάνω
του πεσμένου στρατιώτη
ειναι ζωγραφισμένη η Μοίρα:
ορίστε τα λουλούδια της Λήθης,
του ύπνου
και του μουδιάσματος,
το βελούδο απαστράπτον ερεθίζει
την κουρασμένη παλάμη•
Μαύρο,
Άσπρο:
παιχνίδι της ντάμας με ανακατωμένα
γράμματα
σ’ ένα διήγημα,
που νομίζουν
ότι το πρωί
δεν έχει
παρά
τη νυχτερινή παγωνιά
και καμία απολύτως ηρεμία•

η εραλδική
εικόνα
κουβαλά
τον ραγισμένο κορμό
σ’ ένα φόντο,
από άμμο,
όπου το κόκκινο
αίμα το έχουν πιεί,
όπου η καταιγίδα,
σιωπηλή και βίαιη,
με τη ζωώδη ανάσα της
χάλασε το σεντόνι
της σελήνης
αποκαλύπτωντας έτσι τις λέξεις: Πόνος,
Χαρά και σαγήνευσε τα ζωντανά
χέρια μας.

Της άνοιξης τάφος

Γυρνώντας το πρόσωπο
απ’ τη σκέψη
μπορεί ακόμα
να βυθιστεί στον πόνο,
αυτό το μαύρο
ανοίγει ένα σπιράλ
και σε πρώτο πλάνο
ορίστε, η πτώση,
-ενώ στην καρδιά,
αυτή η λευκότητα,
η λάμα, λάμπει
ενός νέου πόνου-
προς το ασυνείδητο,
αλλά όχι ακόμα η ίδια
η σβούρα του θανάτου.

τα βήματά μας πηγαίνουν στους
ίδιους δρόμους:
δεν είναι πια η νύχτα
με το βαθύ και τρεμάμενο φύλλωμα
στον τοίχο που φαίνεται από τα φώτα
των πλοίων-ταξί,
να ένα δέντρο που το διαπερνά ο ήλιος,
όλα άλλαξαν,
πρέπει, παραπαίοντας,
να περάσουμε κάτω απ’ τις πέτρινες αψίδες
όπου το εκκλησιαστικό όργανο συνθλίβει
το μέλλον
αυτού που υπήρξε:
της Άνοιξης τάφος
το καλοκαίρι,
άφημα
σ’ αυτή τη συντριβή, αποκήρυξη•
προς τις αψίδες λοιπόν
το βλέμμα χάνεται
και η πέτρα επιμηκύνεται
από ηλεκτρική ακτίνα ακουμπισμένη,
εικόνα
μια νέα πανίδα
-μια αλέα, μια κίνηση
κάτω απ’τους σφιχτοδεμένους
μίσχους-
που τρεμουλιάζει ανεπαίσθητα
ίσαμε ‘δω•
κι έξω το πλήθος των ανθρώπων, οι τραγουδιστές
με τους ήχους ενός
Φέντερ Ρόντ•

θα μπορούσαμε να σταματήσουμε, ανάμεσα στα μηχανάκια
τα ακουμπισμένα στον τοίχο,
κι έτσι θα ‘ναι σαν να ξαναζούμε βλέποντας εκ νέου,
κι ακόμα περισσότερο θα ‘ναι σα ν’ ακούμε ολόγυρα
τα ουρλιαχτά και τα γέλια
των αναχρονιστικών περιπατητών•

δεν μπορούμε ν’ αγγίξουμε
το λουλούδι που λέγεται φούξια
και που κινείται
με την ανάσα
του Επέκεινα:
ήμασταν εκεί
στον ήχο του ανέμου
στα χόρτα και στα φύλλα,
που δεν προκαλεί πια
την εκτεταμένη σκιά
που όλο και περισσότερο επεκτείνεται•
σκέψη
με την οποία συνδέονται όλα,
το λουλούδι είναι εδώ
προεικονίζει
το εκτυφλωτικό
πυροτέχνημα
στη νύχτα
που αναμένουμε στην όχθη του αόρατου ποταμού•

 

Σημείωση: Για τη Γαλλίδα ποιήτρια και μεταφράστρια Σαντάλ Μπιτσινί διαβάστε εδώ.