Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 17

Ρώμος Φιλύρας ή τα ποιήματα ενός "γελοίου"

Γράφει η Αγγελική Δημουλή
Σάβανο Γελοίου
Στη φιλντισένια των δοντιών φραγή,
να τρέμει ο λόγος λαξευτός με σμίλη
κι' όταν μαζί το γέλοιο σου σμιγεί,
κι' οι νότες τρίξουν σκαστές στα χείλη
Οργάνου πλήχτρα ηχούν στη σμαραγή,
που δάχτυλα κινούν λόγια και γέλοια
κι’ οι αρμονίες μηνούνε μια σφαγή,
παραφωνίες μάγες σ’άυλα τέλια.

Κι' η σιταρένια σου ώχρα κυλιστή
μονόχρωμα, σαν σκέπη, σαν αυλαία,
θαρρείς πως πέφτει στην καμπανιστή

Επάνω ανάκρουση την τελευταία,
-σάβανο τάχα μιας γλυκειάς οδύνης,
ενώ χαρά τρελλή μέσα σου κλείνεις.
(ΘΥΣΙΑ)

Με την ποιητική του συλλογή Ρόδα στον Αφρό εγκαινιάζεται και η παρουσία του μετασυμβολισμού και του νεορομαντισμού στην Ελλάδα. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, ο Φιλύρας, έφαγε την «πετριά» του ποιητή όταν σε ηλικία 7 χρονών έφαγε πραγματικά μια πέτρα στο κεφάλι από κάποιον φίλο του. Κι έτσι ξεκίνησε η ποίηση...


Η εξωτερική του εμφάνιση, τα υπερμεγέθη γυαλιά με τους χονδρούς φακούς, η μπέρτα και η έξαλλη ματιά τον καθιστούσαν συχνά αντικείμενο ποιητικών και όχι μόνο χλευασμών. Ο Φιλύρας όμως θαύμαζε. Θαύμαζε την ποίηση και τους ποιητές. Θαύμαζε τις γυναίκες και τις ανήγαγε σε μυθικά επίπεδα. Γι’αυτό στα ποιήματά του συναντάμε τόσες Δουλτσινέες, Μελαχρινές, Ξανθές, Τσιγγάνες, νεραϊδες σε οργασμό. Θαύμαζε τους συναδέλφους του ποιητές και γι’αυτό δε φειδόταν χαρακτηρισμών, «μ’ ανακύρηξε, θυμάμαι, απερίφραστα Σέλλεϋ της Ελλάδος!», αναφέρει ο Λαπαθιώτης για την πρώτη συνάντησή του με τον Φιλύρα.

Υποχρεώθηκε, μολονότι φριχτά μύωψ, να υπηρετήσει στους Βαλκανικούς και μάλιστα τοποθετήθηκε στην πρώτη γραμμή και στα χιόνια της Μανωλιάσσας εξαιτίας κρυοπαγημάτων, του έκοψαν δυο δάχτυλα του ποδιού. Τότε αποφάσισε να αυτοκτονήσει τον επινοημένο εαυτό του, τον Ρώμο Φιλύρα, το οποίο ήταν ψευδώνυμο. Ο στρατιώτης λοιπόν Ιωάννης Οικονομόπουλος ανακοίνωσε με τηλεφώνημα στις εφημερίδες οτι ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας αυτοκτόνησε. Πανικοβλήθηκαν οι γνωστοί και φίλοι ψάχνοντας τα αγγελτήρια θανάτου. Ο πόλεμος σκοτώνει τους ποιητές!

Στο ζενίθ της σύφιλης και λίγο πριν τον κλείσουν στο Δρομοκαΐτειο γράφει τον Πιερότο. Δηλώνει το προσωπείο του ποιητή απέναντι στην επαπειλούμενη τρέλα. Αεικίνητος και περιέργος έχει μια αίσθηση του χιούμορ η οποία του προκαλεί προβλήματα στο τότε κοινωνικό περιβάλλον της Αθήνας αφού ενίοτε φτάνουν στη μεγαλομανία, χαρακτηριστικό σύμπτωμα του εκφυλισμού του νευρικού συστήματος λόγω της σύφιλης. Παρουσιάζεται στη Λέσχη των Αξιωματικών με ψεύτικες επωμίδες, τον αντιλαμβάνεται ένας στρατηγός κι αρχίζει να τον κυνηγάει στην οδό Ερμού.
Λίγο αργότερα, το 1922, υποβάλλει υποψηφιότητα για ανεξάρτητος βουλευτής Κορινθίας έπειτα Αθήνας. Νομίζει, όσο τα συμπτώματά του οξύνονται, ότι είναι διάδοχος του θρόνου του Βυζαντίου, ότι διάφορες βασίλισσες και πριγκίπισσες τον ερωτεύονται, στέλνει γράμματα και τηλεγραφήματα στους βυζαντινούς προγόνους του. Γίνεται τρελός. Άλλο ένα προσωπείο.

Η ποιητική του έχει έναν αισθηματικό υποκειμενισμό που εκφράζει το αίσθημα απομόνωσης του ποιητή από το περιβάλλον του. Τόλμησε να διαφοροποιηθεί από την ποιητική φεουδαρχία του Παλαμά και να μην πολυασχοληθεί με νόμους, κανόνες μετρικής και τεχνικής στίχου. Ωστόσο, η ποίησή του έχει συνέπεια και ρυθμό εσωτερικό. Γράφει σονέτα σε πλήρη αρμονία και έχει στοιχεία από τον αισθητισμό του Wilde και από τον λυρισμό των Γάλλων συμβολιστών. Ισορροπεί ποιητικά ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο γίγνεσθαι. προσωπείων. Πάντα οι ποιητές είχαν προσωπεία.
Στον Φιλύρα όμως υπάρχει παρέλαση. Από τις μορφές τις commedia de l’arte φτάνει και μέχρι τον αρχαιοελληνικό Μώμο. Και όμως ο Μώμος του Φιλύρα παραμένει γνωστός μόνο σε μερικούς μανιακούς της μεσοπολεμικής ποίησης ενώ ο Μώμος του Βάρναλη έγινε ποιητικό κατεστημένο. Κι όμως οι μεταγενέστεροι πιερότοι του Σκαρίμπα έγιναν τραγούδι. Του Φιλύρα;

Το Σάβανο Γελοίου θα μπορούσε να ‘ναι γραμμένο στην επιτύμβια στήλη του ποιητή. Θα μπορούσε να απευθύνεται στον εαυτό του. Στο ποιητικό Εγώ του που μοιάζει με ανδρείκελο με δέρμα ξύλινο σαν σιταρένια ώχρα. Το ποίημα, σονέτο με πλεχτές ημιτελείς ομοιοκαταληξίες δηλώνει το θάνατο της ποιητικής υπόστασης. Ετεροκατευθυνόμενος ο ποιητής σε μια εποχή ανακατατάξεων και δύσκολων κοινωνικών διαμορφώσεων μένει μ’ένα λόγο φτιαγμένον από άλλους, λόγος λαξευτός με σμίλη. Αυτές οι τεχνητές αρμονίες όμως, τα στεγανά που βάζουνε τους ποιητές, εγκυμονούν την ένταση, τη σφαγή.
Τη σφαγή της ποίησης, η οποία ηττάται μεν αλλά η τελευταία λέξη της, η ανάκρουση η τελευταία, δεν είναι η παράδοση αλλά η αυτοκτονία μέσα στην απόλυτη αρμονία. Μπορεί να ηττάται ο ποιητής και η ποίησή του αλλά παίρνει μαζί του τη βασίλισσα λέξη του, τη μετουσία της ποίησης και γι’αυτό χαρά τρελή μέσα του κλείνει. Άραγε ποιός είναι αρκετά τολμηρός ώστε να ξεθάψει το σάβανο.

Το σάβανο ενός γελοίου;