Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Ο αιώνας του Περικλή και της Λαβίνιας Πλαγιάνου - Πόλυ Μηλιώρη

enastronprod.jpg
Ο αιώνας του Περικλή και της Λαβίνιας Πλαγιάνου, μυθιστόρημα, Πόλυ Μηλιώρη, Εκδόσεις Έναστρον 2014

 

Το νέο αυτό βαπόρι δεν γέρνει ούτε σταλιά. «Και τρικυμία να έχει, δεν κουνιέται», του είπε ο πράκτορας στη Σμύρνη.
Στεκόταν πάμφωτο στην παραλία, κι ο μόλος είχε μπάντα που παιάνιζε, κι Έλληνες, Γάλλοι, Άγγλοι κόβανε εισιτήρια με καμπίνα κι ανέβαιναν. Ο Περικλής είχε δειλιάσει λίγο• οι είκοσι μέρες στο χωριό τον είχαν ρίξει πίσω. Έτυχε όμως να καθρεφτιστεί στα μάτια μιας Εγγλέζας που κοντοστάθηκε, κι είδε ξανά τον εαυτό του: το ψιλόριγο κουστούμι, τα λιγνά του μάγουλα, το ξανθό μαλλί χωρισμένο στη μέση μ’ αλφάδι, τα σπιθωτά του μάτια αχνογκρίζα, αχνομελιά. Είχε τεντώσει το κορμί κι ανέβηκε.
Το τεντώνει και πάλι και σηκώνεται απ’ το κατάστρωμα. Σκέφτεται ν’ αποφύγει το σαλόνι, να προτιμήσει το καπνιστήριο του πλοίου, όπου σερβίρουν ούζο. Το χρειάζεται για ν’ αποκοιμηθεί. Στρώνει το σακάκι που έχει τσαλακωθεί στο κάθισμα. Στρώνει και τη γραβάτα που έχει χαλαρώσει. Ανοίγει βήμα και ζυγώνει την ανοιχτή πόρτα, στην άκρη του καταστρώματος.
Το πέρασμα από το βραδινό αγέρι στα εσωτερικά χνώτα είναι ξαφνικό, του παίρνει δύο, τρεις στιγμές να συνηθίσει. Πετρέλαιο, ακουαφόρτε και μια ελαφριά πνοή από κάτουρο. Αλλά ο διάδρομος που οδηγεί στο καπνιστήριο είναι μικρός* και, να, που κιόλας μυρίζει καπνό, λεβάντα και μπαρούτι.
Ο νεαρός στη μέση της ομήγυρης φωνάζει: «Είχε δίκιο ο Στεργιάδης. Γιατί πρέπει να σεβόμαστε τις συμφωνίες;»
«Διότι οι Ιταλοί βοηθάνε τον Κεμάλ.»
«Ο Βενιζέλος ξέρει τι κάνει».
«Ο Βενιζέλος μαυρίστηκε. Κι ο Θεός να βάλει το χέρι του».
Πάλι πολιτικά, σκέφτεται ο Περικλής και νιώθει δυσφορία.
Κάθε που γίνεται πολιτική συζήτηση, νιώθει πως έχει μείνει έξω απ’ την Ιστορία. Όχι πως δεν ονειρεύτηκε κι αυτός μια μεγάλη Ελλάδα, ακόμα ακούει στ’ αυτιά του τον δάσκαλο των παιδικών του χρόνων να διαβάζει Όμηρο. Να διαβάζει και να ’ναι το άκουσμα μια μουσική, κι ύστερα αμέσως να διακόπτεται το διάβασμα και η φωνή να εξηγεί την Ιλιάδα. Ύστερα, όταν άρχισαν οι διωγμοί, λίγο πριν φύγει για την Αλεξάνδρεια, ήθελε κι αυτός να ελευθερωθούν. Το άγριο του πολέμου δεν ήθελε. Οι Τούρκοι που συναντούσε στον Τσεσμέ δεν τον πείραζαν. Μήπως δεν ήταν Τούρκοι οι βαρκάρηδες που τον φυγάδευσαν; Κι όταν από μικρό παιδί στο κουρείο, στην Αλεξάνδρεια, μπλέχτηκε με τόσες φυλές, ποιος τελικά ήταν εχθρός; Μήπως εκεί, ανάλογα με την εθνότητα, δεν είχαν πατριωτικά οράματα; Μα είναι άλλοι αυτοί που γράφουνε την Ιστορία των βιβλίων, σκέφτηκε ο Περικλής. Κι άλλοι εμείς, που φτιάχνουμε την ιστορία τη δική μας.
«Θα καταταγείς;» τον πλησιάζει ένας νέος, μελαχρινός άντρας, με γένι.
«Ναι», μουρμουρίζει.
Πιάνοντας το ουζοπότηρο που του προσφέρει το γκαρσόνι, ξέρει πώς να ευχηθεί.
«Εβίβα», λέει και χαιρετά τριγύρω.
«Εβίβα και καλήν επάνοδο!»
Δεν πάω στο μέτωπο, πήγε να τους πληροφορήσει, αλλά δεν ξέρει σε ποιο μέτωπο ακριβώς αναφέρονται. Πώς γίνεται να είναι ειρήνη και να γίνονται μάχες; Ο Περικλής δεν τα καταλαβαίνει αυτά, ενώ οι πόλεμοι στα σχολικά θρανία ήταν ευκολονόητοι. Φταίει που ήρθα στην πατρίδα, σκέφτεται. Εδώ βρίσκονται ακόμα σε αναταραχή.
Αμέσως μόλις σκέφτηκε «πατρίδα», αμέσως μόλις φτιάχτηκε στο νου η λέξη απ’ τη συνήθεια, έκανε νταγκ το καμπανάκι στο μυαλό του κι έμεινε να συλλογιέται: Γιατί “πατρίδα;” Τι μ’ έμαθαν να λέω πατρίδα, και τι εγώ αισθάνομαι πως είναι η πατρίδα;
Το ούζο τώρα έχει ζεστάνει τ’ αγγεία του εγκεφάλου του. Κι από μικρός, ο Περικλής δε μένει μόνο σε ερωτήματα που γεννιόνται απ’ την ευαίσθητη συνείδησή του. Δεν ικανοποιείται ούτε από τις έτοιμες απαντήσεις τής παράδοσης, που η Ευδοκία τού σερβίριζε με κάθε κούπα γάλα. Κάθε φορά που ο έξω κόσμος σταματά για λίγο τη βοή του, κάθε που ο μέσα κόσμος του ζητά την προσοχή τού Περικλή, καταπιάνεται. Με την απλή λογική της αριθμητικής που πρόλαβε να μάθει στο σχολειό, βάζει κάτω τα δεδομένα, κρίνει, ζυγίζει, αποφασίζει. Όλα τα περνά απ’ την κρησάρα του καλού. Το πρώτο πράγμα που έχει ορίσει είναι αυτό: Καλό δεν είναι ό,τι μας είπαν για καλό, αλλά ό,τι είναι χρήσιμο για αύριο. Χρήσιμο για μένα ατομικά. Κι αν χρειαστεί να ψάξω τι είναι γενικότερα καλό, σίγουρα θα είναι το ωφέλιμο για όλους.
Στο βαπόρι, όλοι οι άντρες μοιάζουν να έχουν κοινή ωφέλεια. Στο μικρό σαλόνι, το ειδικά συγυρισμένο για καπνιστήριο με τα μοβ βελούδινα καθίσματα και τα μπρούτζινα φανάρια, όλοι οι επιβάτες σαν ν’ ανήκουνε στην ίδια ομάδα. Λες κι αύριο θα καταταχτούν στο ίδιο σύνταγμα. Σκούρα κουστούμια με διπλά σταυρωτά πέτα και φαρδιά υφασμάτινα κουμπιά. Καβουράκια ακουμπισμένα δίπλα τους, στους καναπέδες, σε μερικά κεφάλια φαίνεται ακόμα η γραμμή του καπέλου. Μελαχρινά μουστάκια ψαλιδισμένα προσεχτικά, αλλά και κάποια υπολείμματα αρειμάνιων. Όλοι είναι νέοι. Πού βρίσκονται οι άλλες ηλικίες; Μάλλον παίζουν χαρτιά στο διπλανό σαλόνι, όπου τους συνοδεύουν οι κυρίες τους.
Τέτοιες, σκόρπιες σκέψεις περνούνε απ’ το κεφάλι του Περικλή, τώρα που έχει στα γρήγορα τακτοποιήσει το τι είναι πατρίδα. Σκέψεις χαλαρές, που βοηθούν να απολαύσει το γύρω χώρο, γιατί, τι είναι η ζωή; Η ζωή είναι μια παρέλαση στιγμών, που τη χαζεύουμε. Αφήνεται λοιπόν στο πέρασμα της ώρας, το ούζο τού έχει ζεστάνει κι άλλο τα αγγεία του εγκεφάλου. Γνωρίζει με πρώιμη ωριμότητα, ότι το χάζι δεν είναι επικίνδυνο• όταν χρειαστεί, μπορεί να ανασκουμπωθεί και να δημιουργήσει.
«Απ’ τον Τσεσμέ είσαι; Δε σ’ έχω ξαναδεί», ρωτά από πάνω του ένας νεαρός.
Ο Περικλής ξαναδίνει το ποτήρι στο γκαρσόνι για ένα ακόμα ούζο. Ανακάθεται στη βελουδένια πολυθρόνα κι απαντά:
«Από την Κάτω Παναγιά, έξω απ’ τον Τσεσμέ».
«Βέβαια, ξέρω», λέει ο άλλος. «Έρχομαι συχνά, είμαι έμπορας. Εσύ;»
«Εγώ; Κουρέας».
Αλλά στο πρόσωπο του επιβάτη δε φαίνεται ο σεβασμός των χωριανών. Μάλιστα, ο Περικλής σαν να κατάλαβε ότι στο καπνιστήριο το επάγγελμά του δεν κάνει εντύπωση. Αίφνης, ένα πέπλο ντροπής σκεπάζει τη λάμψη του χώρου. Ένα πέπλο σαν θολή καπνιά, μουτζούρα, όπως θέλεις πέστο, σκέφτεται, αλλά δε νιώθω περηφάνια.
«Όλα τα επαγγέλματα χρήσιμα είναι», λέει ο άλλος συγκαταβατικά κι απομακρύνεται.
Η νύχτα έχει μουδιάσει. Τα λόγια έχουν μυρμηγκιάσει. Οι σκέψεις νύσταξαν. Έτσι, αναβάλλονται οι αποφάσεις. Αν κι είναι σίγουρο ότι ο Περικλής Πλαγιάνος το έχει αποφασισμένο από καιρό: Ή θ’ αλλάξει επάγγελμα, ή θα είναι αυτός που θα τα καταφέρει έτσι, ώστε να το δοξάσει.