Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Πόλη φευγάτη, του Δημήτρη Παπαθέου (ανέκδοτο)

Το πρωί πήρα να γράψω όσα ζήσαμε από βραδύς, κι ενώ νόμιζα ότι το έσωσα μαζί μ’ άλλο ένα κείμενο που ’λεγε για τη τελευταία λέξη στον έρωτα που και μόνο σαν προϋπόθεση αν τίθεται ακυρώνει τον ίδιο τον έρωτα…Όταν πήγα να το κοιτάξω για τέλειωμα ήταν φευγάτο στα έγκατα του υπολογιστή μου, μακριά από κάθε δυνατότητα εκμετάλλευσής του, έτσι μου ’γραψε στην οθόνη, πώς δεν με είπε και φασίστα όταν μού ’βγαζε λογύδριο περί αυταρχικής έναντι του συμπεριφοράς.

Μετά τον καφέ το ξανάψαξα, αλλά φαίνεται ακόμα θυμωμένο θα ’ναι σκέφτηκα όταν μ’ όλα τα κόλπα που ’ξερα δεν κατάφερα να ξανακερδίσω την εμπιστοσύνη του και να εμφανιστεί. Σημαδιακό θα ’λεγε η μάνα μου, αφού το θέμα που διαπραγματευόταν είχε να κάνει με το φευγιό μιας πόλης ολόκληρης.

-Ξαναγράψ’το, κάτι μου λέει από μέσα μου.
-Ξαναγράψ’το, μου λέει η φίλη μου που αποβλέπει και στο ξαναγράψιμο της τελευταίας λέξης προφανώς.
Ας πάμε λίγο-λίγο, και βοηθάτε όπου κολλήσω, ξέρετε εσείς:

Ψες βράδυ λοιπόν όλοι θυμάστε μιαν αντάρα που όπως απότομα με κεραυνούς και μπουμπουνητά εμφανίστηκε μ’ έναν αέρα που κανείς δεν ήξερε πούθε ερχόταν, έτσι και σταμάτησε και μια μπουνάτσα καθρέφτης τ’ ουρανού άλλαξε θέση με την αλιμπατσάδα.

Πάμε στη θάλασσα φωνάζαν όλοι και τρέχαν μ’ ότι διέθεταν προς τη Τουρλίδα. Εκεί όλοι προσπαθούσαν στη θάλασσα να ζυγώσουν, πράγμα κομμάτι δύσκολο, καθώς η μωρία των ανθρώπων για λόγους που τις πλην μωρών οίδε ποτέ, μια μάντρα ξύλινη και κάτι λαμαρίνες εμπόδια είχε στήσει.
Σε κάποιο πλάτωμα ήταν όλοι παραταγμένοι κατά ηλικίες, μπροστά οι γέροι, πίσω τα παιδιά μην κινδυνέψουν από τίποτα, κοιτούσαν προς της δύσης τη μεριά κι αφουγκραζόταν μη και από κάποιο ήχο καταλάβουν κι ερμηνέψουν το φαινόμενο που τα γουρλωμένα μάτια τους δεν πίστευαν: ένα μεγάλο φωτισμένο σαν καράβι που όμως δεν ήταν μπροστά τους κατά όστρια μεριά με πλώρη τα νησιά μας Οξιά, Μάκρη και Δρόμωνα.

-Κοίτα καλύτερα, μου λέει ο διπλανός μου όταν του είπα περίεργη ρότα έχει ετούτο το καράβι.
-Πες το πλεούμενο καλύτερα, μου λέει, γιατί για καράβι δεν το βλέπω. Και πραγματικά ούτε η διάταξη των φώτων ούτε που οι μηχανές του δεν ακούγονταν συνηγορούσαν στην προφανή και λογικοφανή εκδοχή του καραβιού.

-Σαν πόλη μοιάζει, λέει ο παραδίπλα, κι ένα παιδί του γυμνασίου:
-Καλά, δεν βλέπετε; Δεν γνωρίζετε τα σπίτια σας;, φωνάζει. Το Μεσολόγγι είναι!

Και πού πάει;
Η πρώτη ηλίθια απορία.
Πώς πλέει μια πόλη;, η δεύτερη.

Κι αρχίσαν τα συμβούλια των ιθυνόντων, μέχρι τώρα τα της πόλης μας.
Μέχρι βαθύ σκοτάδι καμιά απάντηση δεν βγήκε στον αέρα κι αυτές που αποτολμήθηκαν δεν άντεχαν ούτε λεπτό της νύχτας τον αγέρα.
Κανείς, ούτε οι πολύ γέροντες είχαν ξανακούσει κάτι τέτοιο.
Η πόλη φεγγοβόλαγε σαν να γελούσε, κι όταν στο φάρο ζύγωνε ακούστηκε
μία φωνή σαν κρώξιμο πουλιού που ανθρώπινα μιλούσε:

-Έγνοια σας, πατριώτες!
Κι ύστερα πάλι ακούστηκε κατά τον ίδιο τρόπο:
-Το πάλεψα, αλλά δεν μπόρεσα άλλο να σας αντέξω.
Καλό σας βράδυ, κι αν ανταμώσουμε ξανά, θα πούμε τα μαντάτα.

Όλοι στα σπίτια τους γυρίσαν, στις φαμίλιες τους, και σαν τίποτε αφύσικο να μη συνέβη, τους τσακωμούς αρχίσαν και τα νιτερέσα που ’χαν στη μέση αφήσει συνέχισαν, μέχρι που βγήκε ο ήλιος κι είδαν τους τακτικούς του ‘Αρχοντα να μαζεύουν όλες τις άγκυρες και να τις ρίχνουν από τη μεριά της Ανατολής και για καλό και για κακό και κάβους στη Βαράσοβα στεριώσαν, μην τύχει και το ξαναπάθουνε ποτέ αυτό το χνέρι.

Βάλαν ολημερίς κι ολονυχτίς φύλακες να φυλάνε και του νερού το ύψος να μετράνε κι όλα γυρίσαν στα παλιά, κι η διήγηση του γεγονότος απαγορεύτηκε αυστηρά, όπως και κάθε αναφορά σ’ αυτό, και έχετε το νου σας μην το πείτε σ’ άλλους και σας πιάσουν.

Δημήτρης Παπαθέου

O Δημήτρης Παπαθέου είχε εκδώσει τα βιβλία Ντόρος (Αιγαίον 2010) και Ταϊτατάτς. Σεωρή (ιδ. έκδοση 2011).

kakis224.jpg
φωτό: Βασίλης Αρτικός