Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

"Πρόστυχοι, Εκστατικοί, Ειλικρινά θλιμμένοι" του Μάνθου Γιουρτζόγλου

γιουρτζόγλου34

Γράφει η Ειρήνη Σταματοπούλου

Πρόστυχοι, Εκστατικοί, Ειλικρινά θλιμμένοι, διηγήματα, Μάνθος Γιουρτζόγλου, εκδόσεις Απόπειρα 2016

Η ρητορική τού ρόκ, επισημαίνουν οι θεωρητικοί, δεν χαρακτηρίζεται από την οδύνη της έκπτωσης, ούτε δυναστεύεται από την παντοκρατορία ενός απρόσιτου δημιουργού. Το παιχνίδι της δεν συντηρεί τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου. Το ροκ δεν ευαγγελίζεται αναβιώσεις ή ανακτήσεις. Δεν χάθηκε τίποτε για να εορτάζεται η επιστροφή. Οι αλληγορίες της ασωτίας και της ασκητείας, επί τη βάση ομόλογες, δεν είναι ανταλλάξιμες. Τα πάντα και οι πάντες καταναλώνονται. Στο χρηματιστήριο του ροκ, ο δημιουργός δοκιμάζει τη διορατικότητά του, την ικανότητά του να συνδυάζει, να πειραματίζεται, να ξοδεύεται να ποντάρει. Κατ’ αυτή τη έννοια, η ποιητική τού ροκ μοιάζει με καζίνο. Οι χαμένοι αποχωρούν αξιοπρεπώς ή τουλάχιστον έτσι δείχνουν, και οι νικητές δεν είχαν να ρισκάρουν τίποτε για να θριαμβολογήσουν τη νίκη τους. Περιθώρια για θεματοποίηση της αποτυχίας και εξιδανίκευση της αδυναμίας δεν υπάρχουν. Ούτε λάφυρα για να μοιραστούν. Η συναγωνιστική αλληλεγγύη τού ροκ είναι η αλληλεγγύη της κατάφασης: απόσβεση της αρνητικής οικονομίας και φιλοσοφίας, ηθική της ανταλλαγής, του κυνισμού, της παρακμής. (1)

Με τέτοιου είδους επιρροές, από τη λογοτεχνία και τη μουσική της γενιάς των Beat, ο Μάνθος Γιουρτζόγλου αναδεικνύεται μέσα από τα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο του σε έναν νεκροθάφτη του λυρισμού ή χρηματιστή των επιθυμιών μας. Ό,τι τον κάνει γενναιόδωρο συνένοχο τού σύγχρονου συλλογικού πεπρωμένου και ηρωικό και όχι δραματικό πρόσωπο είναι η έλλειψη εξόδου κινδύνου, η απουσία πίσω πόρτας. Η οριστική και ολοκληρωτική παράδοση στο παιχνίδι, η προσήλωση στη γοητεία της έλλειψης κανόνων.

Οι αφηγήσεις του συγγραφέα συνίστανται στην εξαφάνιση όλων των ιστοριών, και κατ’ αυτή την έννοια, δραματοποιούν το «θάνατο της Ιστορίας στο παρόν των πολλαπλών αφηγήσεων». Πρόκειται για λογοτεχνικές διερευνήσεις εκείνου που ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος James Agee ονόμαζε «α-φάνταστη ύπαρξη» (unimagined existence),  δέσμες σημασιών και συναισθημάτων που πολύ πρόσφατα έχουν αρχίσει να εισδύουν στις παραστάσεις του συλλογικού ασυνειδήτου. (2) Ο Γιουρτζόγλου ανάγει αυτή την α-φάνταστη ύπαρξη στην εκπληκτικότητα του καθημερινά κοινότυπου: σε μη δομημένα διαλλείματα της κανονικότητας των ηρώων του που διασταυρώνονται με παρορμήσεις και δράσεις που μοιάζουν εντοπίσιμες αλλά συγκεχυμένες.

Οι ήρωές του μοιάζουν με συμπαθητικούς εκκεντρικούς που βρίσκονται σε μια μοιρολατρικά απολαυστική σύγκρουση με τον εαυτό τους και με το περιβάλλον τους, η οποία είναι ταυτόχρονα ανεπαίσθητη αλλά και διαπεραστική. Οι θετικές στιγμές τους μοιάζουν σύντομες, και τα συναισθήματα που δημιουργούν σπανίως εκφράζονται με λέξεις, κάνοντας τους χαρακτήρες να μοιάζουν απομονωμένοι μέσα στη δική τους αποχαυνωτική πραγματικότητα. Ωστόσο, είναι συμφιλιωμένοι με τη μοναξιά τους, που τους κάνει συχνά να μοιάζουν παθητικοί και ευάλωτοι, άλλοτε ήρεμοι και αυτάρκεις. Είναι ρεαλιστικοί αλλά και στυλιζαρισμένοι, αναπαράγοντας την εικόνα ενός κόσμου που είναι την ίδια στιγμή αναγνωρίσιμος αλλά και φανταστικός, με διακειμενικότητες από άλλους χαρακτήρες, άλλες ιστορίες, άλλες καταστάσεις, άλλα μυθιστορήματα, άλλες ταινίες, άλλες μουσικές. Δεν εμφανίζονται για να διαμαρτυρήσουν την επιταγή της απουσία τους. Απλώς λανσάρονται, εκτίθενται, κυκλοφορούν, δίχως να προσμένουν κανένα δόσιμο, καμία προσφορά, πλήρωση ή λύτρωση.

Η αναπαράσταση των χαρακτήρων δίνει έμφαση στην κενότητα και στην αποστασιοποίηση, παρά στην καλά περιφραγμένη ατομικότητα, επικοινωνόντας την έννοια της απλής παρουσίας, μέσω της χρονικότητας των σωμάτων που περιμένουν, εξαντλούνται, περιφέρονται και συγκρούονται, ως συμπτωματολογία της φαινομενικότητας και του αντανακλαστικού ψυχολογικού τους μουδιάσματος.

«Θα πρέπει να βρίσκομαι κάμποσες ημέρες εδώ κάτω, δύσκολο όμως να ξέρω πόσες, αφού δεν είμαι πια σε θέση να αντιληφθώ το παραμικρό», διαβάζουμε στη σελίδα 55. «Φυσικά, τα πράγματα εδώ δεν είναι και τόσο ευχάριστα και το περιβάλλον μόνο φιλόξενο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλά τι να κάνουμε; Δεν μπορεί κανείς να τα ’χει όλα δικά του». Για να καταλήξει ο συγγραφέας λίγο παρακάτω: «Τέλος πάντων, όλα αυτά είναι λεπτομέρειες που πλέον ούτε κι εμένα τον ίδιο δεν αφορούν».
 
Η εξεικόνιση του χώρου στα κείμενα του Γιουρτζόγλου  δημιουργεί εικόνες εκείνου που ο Γάλλος εθνογράφος Marc Augé ονομάζει «μη-τόπους»: μεταβατικές τοποθεσίες χωρίς συμβολική σημασία, σημαίνοντα ή προσωπικά ίχνη, προορισμένες για πέρασμα ή για προσωρινή χρήση. (3) – ξενοδοχεία, μπαρ, στρατόπεδα, νοικιασμένες γκαρσονιέρες. Για τον Robert Smithson, σύμφωνα με τον οποίο αυτοί οι χώροι προσφέρουν τοπογραφίες χωρίς προηγούμενο, η παρουσία του μη-τόπου κομματιάζει τον γραμμικό χρόνο: μπορεί μόνο να ιδωθεί ως «ένα μηδενικό πανόραμα αντεστραμμένων ερειπίων», ως μια «μετα-μητροπολιτική ουτοπία χωρίς πυθμένα»: υφίσταται «χωρίς λογικό παρελθόν, και πέρα από τα “μεγάλα γεγονότα” της Ιστορίας». (4)

Η αλληλεπίδραση των χαρακτήρων και οι σχέσεις τους διαπνέονται από μια έννοια του νοσηρού και του αποτρόπαιου που εγκυμονεί την γονιμοποιό ελπίδα σωτηρίας. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του Καρούζου με τους οποίους ο Γιουρτζόγλου επιλέγει να «προλογίσει» τη δεύτερη ιστορία του: «με τα μάτια μου κοιτάζω ψηλά / με τα χέρια μου γιορτάζω τη λάσπη». Η νοσηρότητα της εσωτερικευμένης εμπειρίας των ηρώων συνδέεται συχνά με τη σεξουαλικότητα, με παρόμοιο τρόπο με εκείνον που ο ίδιος ο Φρόιντ βρίσκει πως ταυτίζονται οι έννοιες του περιττωματικού με το υψηλό. Η γοητεία τού νοσηρού συνίσταται στο «διεστραμμένο γούστο για το φυσικό θέαμα του θανάτου και του πόνου» που αντλείται από την ερωτική ενόρμηση, (5) ενώ, σύμφωνα με τον Žižek, αυτή η γοητεία σχετίζεται με τη φροϋδική έννοια του περιττώματος: «Ο πασίγνωστος φροϋδικός προσδιορισμός του περιττώματος ως πρωταρχικής μορφής του δώρου, ενός ενδότατου αντικειμένου που το μικρό παιδί δίνει στους γονείς του δεν είναι τόσο αφελής όσο ίσως φαίνεται: αυτό που συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη είναι ότι αυτό το κομμάτι του εαυτού που προσφέρεται στον Άλλο αμφιταλαντεύεται ριζικά ανάμεσα στο υψηλό και το περιτωμματικό». (6)
    
Η δαιμονική ενόραση του ζην μετατρέπεται εν τέλει στην ύψιστη διακινδύνευση του επιθυμούντος υποκειμένου. Πρόκειται ουσιαστικά για την έννοια του Bataille περί ερωτισμού, τον οποίο συλλαμβάνει ως μια αναμέτρηση του υποκειμένου με την περατότητα και ερμηνεύει ως εξής: «Είμαστε ασυνεχή όντα, άτομα που πεθαίνουν μόνα σε μια ακατανόητη περιπέτεια, αλλά έχουμε τη νοσταλγία της χαμένης συνέχειας. Υποφέρουμε με δυσκολία την κατάσταση που μας προσδένει στην ατομικότητα του τυχαίου, στη φθαρτή ατομικότητα που αποτελούμε. Ενώ έχουμε την αγωνιώδη επιθυμία της διάρκειας αυτού του φθαρτού, έχουμε συνάμα και την έμμονη ιδέα μιας πρωταρχικής συνέχειας που μας συνδέει γενικά με το είναι». (7) Σύμφωνα με τον Bataille, το πρόβλημα που τίθεται πάντα με τον ερωτισμό είναι «να υποκαταστήσουμε στην απομόνωση του όντος, στην ασυνέχειά του, ένα συναίσθημα βαθιάς συνέχειας». (8) Για τον Bataille, «ο χώρος του ερωτισμού είναι ο χώρος της βίας, της παραβίασης». (9) «Χωρίς παραβίαση του συγκροτημένου όντος – που συγκροτήθηκε στην ασυνέχεια – δεν μπορούμε να απεικονίσουμε το πέρασμα από μια κατάσταση σε μια άλλη ουσιαστικά ξεχωριστή [...] Το πέρασμα από τη φυσιολογική κατάσταση σ’ αυτή της ερωτικής επιθυμίας προϋποθέτει μέσα μας τη σχετική διάλυση του συγκροτημένου όντος στην ασυνεχή τάξη». (10) «Πρόκειται για την ταυτότητα, μέσα από την υπέρβαση των ορίων που έχουν τα ανθρώπινα πλάσματα, του αντικειμένου της επιθυμίας και του υποκειμένου το οποίο επιθυμεί […] [Ο άνθρωπος] ένα μόνο μέσο διαθέτει για να ξεφύγει απ’ αυτά τα πολλαπλά όρια: την καταστροφή ενός πλάσματος όμοιου με μας […] [σε μια συνθήκη όπου] τα όρια του ομοίου μας αναιρούνται».  (11)

«Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά, και ξαφνικά μας έπιασε και τους δύο μια τρομερή μανία», διαβάζουμε στις σελίδες 67-68. «Αυτό που κάναμε θύμιζε περισσότερο μάχη δύο άγριων ζώων της ζούγκλας παρά έρωτα. Από τα στόματά μας έβγαιναν κραυγές, οχετός από ακατάσχετες βρισιές και δυνατά γέλια. Στο μεταξύ, το βλέμμα μου άρχισε να χάνει τελείως τον προσανατολισμό του. Το απόλυτο σκοτάδι του χώρου είχε μετατραπεί σε μια σειρά από πολύχρωμες φωταψίες, ενώ μια περίεργη αίσθηση ότι δεν ήμασταν μόνοι μας μέσα στο σπίτι άρχισε να μου κυριεύει το μυαλό. Ένιωθα το κεφάλι μου να καίγεται, το σώμα μου να ελαφραίνει επικίνδυνα, και ένας κρύο ιδρώτας να πλημμυρίζει το σώμα μου απ’ άκρη σ’ άκρη».

Σύμφωνα με τον Bataille, «αν το πάθος, όπως ο βιασμός του άλλου κορμιού, όπως το αίμα της θυσίας, αν το πάθος οδηγεί στην οδύνη, στην οξύτητα του σπαραγμού, στον ίλιγγο της έκστασης, είναι γιατί αποτελεί κατά βάθος μια απελπισμένη αναζήτηση του αδύνατου.» (12)
    
Τελειώνω με μια παράγραφο του ίδιου του βιβλίου του Γιουρτζόγλου όπου συνοψίζεται η απολυτρωτική κατάφαση της χρεοκοπίας του σύγχρονου υποκειμένου: «Καθένας από εμάς έχει τον δικό του μικρόκοσμο. Ο δικός μου είναι τα μπαρ. Πόσα και πόσα βράδια καθισμένος πάνω στα υπερυψωμένα καθίσματα, μπροστά από στοίβες μπουκάλια και όμορφες μπαργούμαν, να μετράω τις μέρες και τις νύχτες μου να φεύγουν αδίστακτες. Κι εγώ εκεί. Κάθε βράδυ μόλις η ώρα πλησιάσει έντεκα να μπαίνω στο αυτοκίνητο και να ψάχνω κάποιο απ’ αυτά τα μικρά συνοικιακά μαγαζιά με τα χαμηλά φώτα, την απαλή μουσική και τα σκοτεινά βλέμματα. Πίνω πάντα ρούμι με κόκα κόλα. Είμαι σαράντα χρονών κι όλα είναι μετέωρα. Ευτυχώς όμως, στην πόλη βρίσκω πάντα μια από τις εκατοντάδες αυτές « τρύπες » για να χώσω τη μοναξιά μου». (σελ.155)

Σημειώσεις
1. Βλέπε: Δημήτρης Δημηρούλης, Πάραλλαξ: Σύμμεικτα για τη λογοτεχνία και τη γλώσσα, Αθήνα: Ψυχογιός, 2002, «It’s only rock ‘n’ roll? Ο ποιητής ή μετά από τον λυρισμό».
2. Βλέπε: James Agee, Let us now praise famous men, Boston: Houghton Mifflin, 1988.
3. Βλ. Marc Augé, Non-liex: Introduction à une anthropologie de la surmodernité, Paris: Seuil, 1992.
4. Ό. π.
5. Βλ. Μυρτώ Ρήγου, Ο θάνατος στη νεωτερικότητα, Αθήνα: Πλέθρον, 1993, σσ. 109, 110.
6. Slavoy Žižek, Η μαριονέτα και ο νάνος, μτφρ. Κωνσταντίνος Περεζούς, Αθήνα: Scripta, 2005, σελ. 226.
7. G. Bataille, Ο ερωτισμός, μτφρ. Μίκα Χουλιάρα, Αθήνα: Εντροπία, 1981, σελ. 21.
8. Ό. π., σελ. 22.
9. Ό. π., σελ 23.
10. Ό. π.
11. Ό. π., σσ. 108, 105, 104.
12. Ό. π., σελ. 18.