Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Προς τιμήν του Φερνάντο Αραμπάλ

αραμπάλ-θηβαίος

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

(Στο φόντο ένα νεκροταφείο οχημάτων. Ακούγεται η φωνή του ραδιοφώνου)

Η αγία ανελήφθη απ΄τους βυθούς στις δώδεκα και τριάντα ένα πρώτα λεπτά. Έχαιρε άκρας υγείας, ήτο ευδιάθετη. Μόνο μελανό σημείο στη φιέστα που στήθηκε απ΄το τίποτα οι εικασίες πως λέει το σώμα της είχε κατακλυστεί από εμπόδια και πως ήταν χτισμένη όπως στα παραμύθια και με μάτια πρησμένα απ΄την αϋπνία. Τρεις ολόκληρες μέρες έκανε να μιλήσει η αγία. Και μόνο προς το τέλος ρώτησε κάτι που φανέρωνε διαύγεια.

Έτσι ακριβώς σώζεται στις εικόνες σήμερα. Μέσα απ΄τις λάσπες, με σγουρά, αγορίστικα μαλλιά, να μας αφοπλίζει, διαλύοντας τις φήμες.
 
Η πιο θεαματική στιγμή ήταν  όμως  όταν πέταξε ενώπιών μας σαν εκείνα τα αμερικάνικα ποιήματα που συνθλίβονται στην πρωτοπορία

(Ένας άνδρας καθηλωμένος στην αυλή ενός χαμόσπιτου, μιλά. Πλάι του, γύρω του πουλερικά, μια διαλυμένη μοτοσικλέτα, μια παλιά διαφήμιση νέον με τη φίρμα της πολυεθνικής. Ο άνδρας μιλά, έχει λερωμένο πρόσωπο από μηχανόλαδα.)

Τ' αμερικάνικα τσιγάρα είναι δυσεύρετο πράμα. Καμιά φορά κάνουν μέρες να φθάσουν εδώ τα εμπορικά. Κάτι ο καιρός, κάτι οι δυσκολίες του δρόμου. Μόνοι μας κρατούμε όρθιες τις ζωές μας, ξέρεις. Με πολύ κόπο. Λοιπόν, έχεις αμερικάνικα τσιγάρα; Δεν αντέχω να περιμένω μια εβδομάδα ακόμη. Ξέρεις, εδώ ο καιρός περνά πλάι στο ραδιόφωνο. Ακούμε σήματα, υποθαλάσσιες φωνές, περνούμε νύχτες ολόκληρες μες στην ταραχή. Κάνουμε ανούσια πράγματα, γράφουμε ποιήματα, ξοδευόμαστε, κουρέλια οι καρδιές μας και εμείς να προχωρούμε με θάρρος εμπρός, μαρς, εν δυο, ως το θάνατο, εν δυο, μνημεία των αγνώστων στρατιωτών,μήτε στον κόπο να μάθουμε τ΄όνομά τους δεν μπήκαμε. Πρεμετή ίσον μια ολόκληρη ζωή στους ακάλυπτους, με θανάτους, αγχωμένα ταξίδια στην ενδοχώρα, έρωτες και καταστροφές. Θέλω να πω τ΄αμερικάνικα τσιγάρα είναι μια συντροφιά, όταν πλάι στο ράδιο, απ΄το ηχείο του κόσμου φθάνει καθαρή η φωνή σου και πως είσαι ζωντανός, λέει σε ένα προκεχωρημένο φυλάκειο είκοσι χρόνια πίσω απ΄τον αιώνα.

(Η μουσική στη διαπασών κλιμακωτά, ώσπου ο άνδρας να μοιάζει με τις μαριονέτες που άχαρα κουνούν τα στόματά τους, πνιγμένες μες στα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα της πλατείας.)

*

Με αυτό το μικρό μονόλογο, μια ας πούμε ραδιοφωνική εκδοχή ενός θεατρικού σε στυλ διαφημιστικού μηνύματος χαιρετίζουμε σήμερα τον Αραμπάλ του νεκροταφείου αυτοκινήτων. Τον Αραμπάλ που ανατρέπει τις τάξεις και ξαναγράφει την ιστορία του μικρού Χριστού και των μαθητών του, αιώνες μετά, καταμεσίς της δικτατορίας, εν μέσω δυνάμεων αστυνομικών και κληρωτών της τάδε σειράς προσκλήσεως.

Ο χριστιανικός υπαινιγμός, ορατός στα σημεία της παράξενης ιστορίας του συνιστά για τον Αραμπάλ ένα απ΄τα στρώματα του έργου του.Εκείνος ο ήρωας που σκοτώνεται με το τίποτα, αυτός και μόνο μπορεί να συνοψίσει την ιστορία του θεανθρώπου και των μικρών φυλών που γεννιούνται απ΄τα σώματα των μαθητών και ολοκληρώνουν το δράμα τους πλάι μας. Η κατάκτηση του Αραμπάλ είναι η τοποθέτηση αυτού του Χριστού - ανθρώπου ακριβώς στο μέσον της σύγχρονης μυθολογίας, στην καρδιά του βιομηχανικού σώματος των επιβλητικών μεγαλουπόλεων. Η εξάντληση μες στο ξόδεμα του καιρού, η παιδική ηλικία που αντέχει και κάτι κρατά ακόμη ζωντανό απ΄το παρελθόν της, όλα αυτά ανασύρουν απόψε τον Αραμπάλ, γράφουν για εκείνον έναν μικρό μονόλογο, μια ταπεινή εξομολόγηση του πιο καίριου θαύματος, της ίδιας της ζωής που συμβαίνει παντού με την ίδια αγριότητα. Η πολιτική χροιά συνιστά κάτι περισσότερο από μια απλή κλίση του Ισπανού λογοτέχνη. Η θέση του είναι ανάμεσα στον κόσμο, ποτέ πάνω απ΄την τάξη του, ποτέ πάνω και έξω απ΄την αγάπη των ανθρώπων.

Τα έργα του Αραμπάλ στην ανθολόγηση διά χειρός Παύλου Μάτεσι επιβεβαιώνουν τη μοναδική δυναμική που ενέχει στο θέατρο του παραλόγου. Έτσι ονόμασαν πριν από έναν περίπου αιώνα την τάση να αποκρυσταλλωθεί η πραγματική αίσθηση μέσα από εναλλακτικές φόρμες και χρήσεις πολλαπλών συμβόλων με όλη την ελευθερία που μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Όμως είναι αλήθεια πως ένα θεατρικό κείμενο από μόνο του δεν μπορεί να μεταδώσει την αίσθηση του έργου. Ίσως παραχωρεί λύσεις και προτάσεις στα πλαίσια του λόγου, εντούτοις όμως δεν μεταθέτει το βάρος στην ψυχή. Το καθηλώνει στο λόγο, του λείπει σαν να λέμε η ανθρώπινη παρουσία. Ο Έλλην Αλδεβαραν,-ο Νίκος Εγγονόπουλος εισήγαγε τη διατύπωση με την ατμόσφαιρα που εδώ εννοείται-, παραθέτει λίγη ιστορία και ακόμη λιγότερες, μα εξαιρετικά περιεκτικές εισηγήσεις για το θέατρο του παραλόγου, αναδεικνύοντας τον Αραμπάλ ως γνήσιο και αντιπροσωπευτικό εκπρόσωπο της τάσης αυτής. Το ζητούμενο και η κοιτίδα ήταν πάντα η ψυχή. Η φόρμα, το ύφος και άλλα στοιχεία τεχνικά ή ουσιαστικά του ίδιου του λόγου επιβάλλονται σε κάθε περίπτωση απ΄την εποχή. Η σκηνοθεσία, όμως, ο τρόπος που εκφέρονται τα πράγματα και η τελική αναγωγή τους συνιστά έργο που προϋποθέτει μια ελευθερία ανάλογη μ΄εκείνη του Νίκου Καρούζου. Τα πρόσωπα αλλιώς δεν υπάρχουν.

Ο ίδιος ο Μάτεσις στο εισαγωγικό του προοίμιο επισημαίνει.

Παράλογο δεν είναι το έργο, ούτε ο συγγραφέας που αντιμετωπίζει, παρουσιάζει και μεγενθύνει τον παραλογισμό που διαπιστώνει μέσα στον κόσμο. Προσές που ζητάει λογική συγκρότηση, φιλοσοφικό έρεισμα, αιτιολόγηση κι χέρια γερά να κρατάν τα γκέμια του έργου. Δηλαδή το νέο, τούτο θέατρο δεν είναι καθώς αισιοδοξούν μερικοί μια νέα ευκαιρία για αγυρτεία. Ούτε ευκαιρία για τους παραληρούντες, τους επιληπτικούς, του που πάνε να μετουσιώσουν το ολότελα προσωπικό τους πρόβλημα σε τέχνη. Το έργο που θα προβεί από τέτοια διεργασία χρησιμεύει για την προσωπική σωτηρία του συγγραφέα του, ίσως υποκαθιστά το ψυχαναλυτικό ντιβάνι, αποτελεί προσωπική υπόθεση του γράψαντος.

Πιο κάτω συνεχίζει, προχωρώντας στην πρακτική αποτίμηση του παράλογου θεάτρου και των θεματικών του.

Η επικοινωνία που διαταράσσεται, η εμπιστοσύνη που αναστέλλεται. Οι κωδικοί αριθμοί δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε. Η γλώσσα που δουλεύει με άχρηστο κωδικό επισημαίνεται από τον Ιονέσκο αρχικά. Η καθημερινή ομιλία γίνεται χειρωνακτική εργασία, σκοπό έχουσα να αποκρύψει τα κενά, να αναβάλει τις λύσεις. Το θέατρο που καταπιάνεται με την καταγγελία αυτών των καταστάσεων είναι το θέατρο του Παραλόγου.

Οι πιο πάνω λόγοι αρκούν υποθέτει κανείς για μια έμμεση αιτιολόγηση της σημασίας του έργου του Αραμπάλ που προτείνεται σε τούτο το κείμενο αλλά και της διαχρονικής επικαιρότητάς του που προκύπτει απ΄την περιφρόνηση κάθε άλλης σημασίας πέρα απ΄το ανθρώπινο περιέχομεο. Η ατμόσφαιρα των έργων του αξίζει να επαναληφθεί, να διατυπωθεί ξανά και ξανά εξαιτίας αυτού του ειδικού, συγκριτικού πλεονεκτήματος. Η ωμότητα, η χαρακτηριστική σκληρότητα σ΄όλο το μήκος και το πλάτος του έργου επιβεβαιώνουν τον υπερεαλιστικό χαρακτήρα του έργου του Αραμπαλ και του παραχωρεί την ίδια στιγμή μια θέση ανάμεσα στους πρώτους του είδους. Ο άνθρωποι πλάι στον Βιτράκ δεν αποτελούν τυχαίες επιλογές. Τελετουργικός, ένας σχεδόν ιερουργός, σαν κάθε ποιητή και καλλιτέχνη ο Φερνάντο Αραμπάλ φιλοδοξεί και δεν μπορεί παρά να το κατορθώνει να μεταδώσει την αίσθηση στο κοινό, να το κατακλύσει μ΄ένα καταιγισμό εικόνων, λόγου, χρωμάτων και τεχνικών μέσων και ωμής πραγματικότητας.

Τόσο για την βιογραφία του συγγραφέα, όσο και το έργο του αφθονούν οι κριτικές και οι παρουσιάσεις. Όμως ακολουθώντας την εκδοχή του ενστίκτου, ο γράφων υπερθεματίζει υπέρ του Αραμπάλ και αυτού του αυθεντικού στοιχείου, της υγείας που αποπνέουν πάντα τα έργα του.

Ο Κ. Βάρναλης στην Ισπανία του σημειώνει την αλλόκοτη εκείνη ύπαρξη που πάλεψε και κέρδισε ανεμόμυλους και καρδιές δεσποινίδων, σπασμένες απ΄το μεγαλείο του. Η αγωνία του Έλληνα περιηγητή δεν είναι άλλη από εκείνη που μας κυβερνά όταν εγκαταλείψουμε για πάντα μια ηλικία παιδική, χαμένη στα μέσα δωμάτια, προσμένοντας ξανά  απ΄εκείνη να ερμηνευθεί. Οι άγριες εκτάσεις επιβάλλουν την προετοιμασία όλων ανεξαίρετως των στίχων που μπορούν να απασφαλιστούν  εδραιώνοντας την ποίηση μες στο θέατρο.

Τελειώνοντας οφείλουμε να πούμε πως χάρη στη φαντασία μας που σώθηκε επιβιώνουν ακόμη πρόσωπα όπως ο Απάλ,οι γυναικείες και οι ανδρικές φωνές και όσα απ΄τις ακρότητες που γεννούν την ποίηση επιμένουν και υφίστανται σήμερα ζωντανά στο έργο και τις ημέρες του σπουδαίου δημιουργού Φερνάντο Αραμπάλ. Η πραγματικότητα που λένε σ΄όλο το μεγαλείο της και στο κατάλληλο πάντα ύψος. Με τις ανάγλυφες της επιφάνειες όπως τις απαίτησε ο Ροντέν και τις σκληρές μιμήσεις της ζωής.