Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Πολ Τζόνστον: "Η μνήμη της Κατοχής είναι ακόμη ζωντανή στην Κρήτη"

Συνέντευξη
στον Νέστορα Πουλάκο
poulakosjohnston.jpg
Διαβάσαμε το αστυνομικό μυθιστόρημα Το στίγμα της προδοσίας του Πολ Τζόνστον, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, και συνομιλήσαμε με τον Σκοτσέζο συγγραφέα.Πως προέκυψε η ιδέα για την εξιστόρηση της αστυνομικής ιστορίας σας με φόντο τα «δύσβατα» μονοπάτια της Κρήτης; Αλλά και η «ανάγκη» σας να την τοποθετήσετε στο ιστορικό φόντο της Μάχης της Κρήτης;

Επισκέφθηκα την Κρήτη για πρώτη φορά το 1976 – δεκαοκτώ χρονών φοιτητής των αρχαίων ελληνικών και φιλέλληνας, με μικρή γνώση της σύγχρονης χώρας. Αμέσως η Μεγαλόνησος μου φάνηκε διαφορετική – το τοπίο πιο επιβλητικό, οι άντρες πιο υπερήφανοι και εξωτικοί (το σαρίκι, η βράκα, οι μπότες, τα μουστάκια…), τα χωριά πιο μυστηριακά, οι πόλεις πιο ανατολίτικες. Σε άλλες επισκέψεις έμαθα περισσότερο για τους Μίνωες – οι οποίοι είχαν επαφές με τους πρώτους ελληνικούς πολιτισμούς αλλά μπορεί να μην ήταν Έλληνες οι ίδιοι – για τους Ενετούς και για την οθωμανική εποχή. Στις σπουδές μου διάβασα το Χορτάτση, τον Ερωτόκριτο, το Καζαντζάκη και τον Πρεβελάκη. Όμως, η Κρήτη ακόμα μου φάνηκε πιο ξενική από το υπόλοιπο της Ελλάδας. Βέβαια, το ξενικό είναι ελκυστικό για τους συγγραφείς. Σε βάζει να σκεφτείς περισσότερο, να παλεύεις με τα χαρακτηριστικά του, να σκάψεις πιο βαθιά στον εαυτό σου… Μια είσοδος για εμένα, ως Βρετανός, ήταν η συμμετοχή των συμμαχικών δυνάμεων στη Μάχη της Κρήτης το 1941. Γενικά ήταν καταστροφή, με τις ζωές πολλών γενναίων στρατιωτών πεταμένες για το τίποτα λόγω έλλειψης στρατηγικής, οργάνωσης και επικοινωνίας. Πέρα από αυτό, οι Κρητικοί  – γέροι, γυναίκες, παπάδες, παιδιά – πολέμησαν με απίστευτο θάρρος, και μετά είχαν να αντιμετωπίσουν χρόνια σκληρής κατοχής. Υποτίθεται ότι οι Βρετανοί τους βοήθησαν, αλλά – όπως δείχνω στο Στίγμα της Προδοσίας – πολλές φορές αυτή η βοήθεια δεν ήταν και τόσο ωφέλιμη για τους ντόπιους. Οπότε, το ιστορικό φόντο ήταν όντως αναγκαίο για το μυθιστόρημα. Έτσι κι αλλιώς η μνήμη αυτών των φρικτών ημέρων είναι, πιστεύω, ακόμα ζωντανή στο νησί.

Πόση «αλήθεια» υπάρχει στα γεγονότα που περιγράφονται, ειδικά σε εκείνα που αφορούν την Ιστορία και τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη Μάχη της Κρήτης;

Α, η αλήθεια! Δεν είναι κάτι διαφορετικό για το καθένα; Είμαστε όλοι μεταμοντερνιστές τώρα, αν και δεν το ξέρουμε… Τέλος πάντων, έκανα αρκετή έρευνα για τη Μάχη και η εικόνα που δίνω είναι μέσα στα ιστορικά πλαίσια. Όπως λέω στο υστερόγραφο, άλλαξα μερικά ονόματα κρίσιμων τόπων για λόγους σεβασμού. Και προφανώς δεν χρησιμοποίησα αληθινούς χαρακτήρες, παρόλο που υπάρχουν χαρακτηριστικά πραγματικών ανθρώπων – αυτό κάνουν οι περισσότεροι συγγραφείς, θα έλεγα. Η περιγραφή της Μάχης γίνεται από ένα Γερμανό αλεξιπτωτιστή. Ήθελα να δείξω ότι ακόμη και οι ελίτ των ναζί μπόρεσαν να σοκαριστούν από τις σκηνές ωμής βίας και σφαγών. Βέβαια, οι ντόπιοι νέο-ναζί δεν αισθάνονται έτσι, τουλάχιστον στην αρχή του μυθιστορήματος…

Πόσο κατανοητή είναι από εσάς η κρητική πραγματικότητα; Σε χωριά και περιοχές όπως τα Κορναριά (ή Ζωνιανά στην πραγματικότητα) υπάρχουν νόμοι και κανονές; Πόσο δημοκρατικό και κοινωνικά λειτουργικό το βρίσκετε αυτό;

Μάλλον οι κρητικές πραγματικότητες, πληθυντικές. Καταλαβαίνω μερικές καλυτέρα από άλλες επειδή έχω φίλους από κάποια μέρη στο νησί. Αλλά το να κρατάει ο συγγραφέας μια απόσταση από το αντικείμενο που δουλεύει του δίνει μια αναγκαία ουδετερότητα. Πρέπει να πω ότι δεν πήγα σε κανένα ‘εγκληματικό’ χωριό επειδή θέλω να δω τα παιδιά μου να μεγαλώσουν! Αλλά υπάρχουν πολλές πληροφορίες και στα ΜΜΕ και στο διαδίκτυο – και μετά, πατάω το κουμπί που λέγεται Φαντασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα στο Στίγμα της Προδοσίας είναι ψεύτικα – μόνο ότι όλα αλλάζουν όταν φτιάξεις χαρακτήρες, σκηνές και πλοκή. Σίγουρα υπάρχουν κανόνες σε απομακρυσμένα χωριά, αλλά δεν ταιριάζουν πάντα με τους νόμους του κράτους. Όχι ότι όλοι στις πόλεις δίνουν σημασία σε αυτούς… Το δημοκρατικό δεν είναι πάντα το πιο κοινωνικά λειτουργικό αλλά, όπως είπε ο Τσόρτσιλ, η δημοκρατία είναι το λιγότερο κακό σύστημα που έχουμε – χωρίς αυτήν έχουμε αναρχία, όπως σε κάποιο κρητικό χωριό πριν λίγα χρόνια. Παρεμπιπτόντως, ο Τσόρτσιλ ήταν εν μέρει υπεύθυνος για τη συμμαχική καταστροφή στην Κρήτη, επειδή ήθελε να κρατήσει το νησί αλλά δεν έκανε τον κόπο να εφοδιάσει τις δυνάμεις εκεί, συμπεριλαμβανόμενους τους ντόπιους. Για εμένα εξίσου σημαντικό είναι το θέμα της ηθικής. Το αστυνομικό μυθιστόρημα αναλύει τις εφαρμογές – καλές και κακές - της εξουσίας από άνθρωπο σε άνθρωπο. Για αυτό, όλα τα θέματά του είναι κατά βάθος πολιτικά και φιλοσοφικά.

Είναι το 4ο βιβλίο σας με ήρωα τον ντετέκτιβ Άλεξ Μαύρο. Ποια ήταν η ανάγκη σας να τον δημιουργήσετε; Πιστεύετε ότι ταιριάζει στο προφίλ του Έλληνα άντρα; Και σε ποια κοινωνική τάξη θα τον εντάσσατε;

Ο Μαύρος πρώτα εμφανίστηκε στην Ελλάδα το 2004 στο Τελευταίο Κόκκινο Θάνατο, βιβλίο που προσπάθησε να εξηγήσει την σύγχρονη τρομοκρατία τοποθετώντας τις ρίζες της στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Πάλι, τα λάθη των Μεγάλων Δυνάμεων αποκαλύπτονται. Ο Μαύρος, μισός Σκοτσέζος και μισός Έλληνας, με μακριά μαλλιά και μαύρο δερμάτινο μπουφάν φανερά βγαίνει από την αμερικάνικη παράδοση του ‘noir’. Υπάρχουν μέσα του και μερικά δικά μου χαρακτηριστικά αλλά, επίσης, αυτά που θαυμάζω στους καλύτερους Έλληνες – εξυπνάδα, χιούμορ, μελαγχολία, αποφασιστικότητα… Επίτηδες τον έβαλα σε μια τάξη κάπως μποέμ – ο πατέρας του ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, αλλά ο Μαύρος ο ίδιος δεν είναι κομματικοποιημένος – όμως είναι γενικά αριστερός. Και η Σκοτσέζα μητέρα του είναι εκδότρια – δηλαδή της αστικής τάξης. Ο Μαύρος, βέβαια, συχνά δεν έχει λεφτά αλλά, λόγω της εξαφάνισης του αδελφού του στα χρόνια της χούντας, είναι αφοσιωμένος στη δουλειά του – την ανεύρεση αγνοουμένων ατόμων. Α, και έχει ένα μάτι διαφορετικό από το άλλο, που προσελκύει τις γυναίκες… όχι όλες μοιραίες.

Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδιά σας; Θα διαβάσουμε κι άλλες ιστορίες με τον Άλεξ Μαύρο πρωταγωνιστή;

Έχω διάφορα σχέδια, όπως μπορεί να δει κανείς στην ιστοσελίδα μου www.paul-johnston.co.uk. Είμαι και ποιητής. Έχω γράψει άλλες δύο σειρές μυθιστορημάτων, μια από τις οποίες θα ξαναρχίσω σε λίγο. Υπάρχουν άλλα έξι μυθιστορήματα με τον Άλεξ Μαύρο και ελπίζω ότι θα μεταφραστούν και αυτά στα ελληνικά. Κάθε βιβλίο τον στέλνει σε διαφορετικό κομμάτι της Ελλάδας. Μέχρι τώρα έχει βρεθεί σε ένα κυκλαδίτικο νησί (πολύ noir…), στην Πελοπόννησο, στους Δελφούς, στη Θεσσαλονίκη, στη Λέσβο και, βέβαια, στην Αθήνα, που αγαπάει – αλλά μισεί τους μοτοσικλετιστές…