Από τις αρχές του 2000 στον δυτικό κόσμο, και οψίμως και στην Ελλάδα, φάνηκε πως ίσως το διαδίκτυο και η εμφάνιση των e-book να μπορούσε να δώσει μια απάντηση στο επιτακτικό πρόβλημα της διάδοσης του ποιητικού λόγου. Όμως γρήγορα έγινε νομίζω αντιληπτό ότι και η ηλεκτρονική δημοσίευση δεν αποτελεί μια ριζική λύση του προβλήματος. Αυτό μπορεί να ακούγεται ίσως περίεργο και αντιφατικό προερχόμενο από το στόμα ενός ανθρώπου που μιλάει ως προσκεκλημένος ενός ηλεκτρονικού περιοδικού και ο οποίος από τους πρώτους αγκάλιασε την ιδέα της ηλεκτρονικής έκδοσης, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Δεν έχω καμία πρόθεση να ανοίξω εδώ μια θεωρητική συζήτηση για τα όρια και τις δυνατότητες των ηλεκτρονικών περιοδικών και της ηλεκτρονικής έκδοσης. Θέλω μόνο να θίξω το ζήτημα των ορίων του ίδιου του διαδικτύου και της ηλεκτρονικής ανάγνωσης.
Το ίντερνετ, ως μέσο, είναι συνυφασμένο με την έννοια της ταχύτητας. Η ανάγνωση όμως, ως διαδικασία, είναι ασύμβατη με την έννοια της ταχύτητας που το ίντερνετ προϋποθέτει. Η ανάγνωση απαιτεί χρόνο, ο αναγνώστης χρειάζεται χρόνο προκειμένου να σκεφτεί, να συνειδητοποιήσει, να «χωνέψει» ό,τι διαβάζει, η ποίηση χρειάζεται χρόνο να δουλευτεί μέσα στην συνείδηση του υποκειμένου προκειμένου να το επηρεάσει. Η ποίηση δεν μπορεί να λειτουργήσει με όρους twitter. Κανένας άνθρωπος στον πλανήτη δεν μπορεί να διαβάσει στα σοβαρά περισσότερο από δυο, τρεις παραγράφους σε μια οθόνη υπολογιστή, περισσότερο από καμιά δεκαριά στίχους. Πολλώ δε μάλλον μια ολόκληρη ποιητική συλλογή, ένας εκτενές δοκίμιο ή ακόμα-ακόμα ένα μυθιστόρημα. Κι ας υποθέσουμε ότι η λύση θα ήταν μία από τις πολυάριθμες ηλεκτρονικές συσκευές ανάγνωσης που κυκλοφορούν στην αγορά. Πόσοι στην Ελλάδα του 2014 έχουν την οικονομική δυνατότητα να δώσουν 100, 150, 200 ευρώ για να αγοράσουν μια συσκευή ηλεκτρονικής ανάγνωσης; Κι ακόμα κι αυτοί που θα μπορούσαν να την αγοράσουν, τι βιβλία θα ‘βρίσκαν να διαβάσουν δεδομένου του ότι οι ηλεκτρονικές εκδόσεις στην Ελλάδα βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα; Και το χειρότερο, έτσι ζοφερό που προμηνύεται το μέλλον, πόσοι θα έχουν την δυνατότητα πρόσβασης μελλοντικά στο ίντερνετ;
Στα δικά μου μάτια λοιπόν, και καθόσον η ανάγνωση δεν πρόκειται ποτέ να αποσυνδεθεί απ’ το βιβλίο (εκτός πια κι αν το ίντερνετ μεταβάλλει σταδιακά την ίδια την ουσία της λογοτεχνίας έτσι όπως την γνωρίζουμε) η μόνη βιώσιμη λύση προώθησης του ποιητικού έργου με ανθρώπινους όρους θα μου φαινόταν ένα εκδοτικό εγχείρημα που θα στηριζόταν σε μια λογική «κολλεκτιβοποίησης», για να το πω έτσι, της εκδοτικής διαδικασίας. Ένα είδος ποιητικού συνεταιρισμού όπου οι ίδιοι οι ποιητές ως δημιουργοί θα ασχολούνταν και με τις τεχνικές και πρακτικές λεπτομέρειες της έκδοσης ενός βιβλίου, από το στήσιμο μέχρι το τυπογραφείο και την διανομή. Μία συλλογική προσπάθεια όπου ο κάθε ποιητής ξεχωριστά θα δεσμευόταν ατομικά να συμβάλλει στην δημιουργία του υλικού αντικειμένου του βιβλίου, να προωθήσει μέσω αυτού των ποιητικό λόγο τον δικό του και των ομοτέχνων του και, κυρίως, να σταθεί αλληλέγγυος πλάι τους, όχι μόνο δημιουργώντας αλλά και ιδρώνοντας μαζί τους. Για να συμβεί αυτό όμως οι ποιητές θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να υπερβούνε τον εγγενή ναρκισσισμό τους, την φιλαυτία τους, τις μικροματαιοδοξίες τους και να δεσμεύσουν την ατομικότητά τους στην δύσκολη υπόθεση της συλλογικής προσπάθειας. Αυτό ίσως και να ήταν ό,τι εξεγερτικότερο θα είχαν να προτείνουν σήμερα οι ποιητές.