Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Ποίηση & εξέγερση

Γράφει ο Ζ.Δ. Αϊναλής
ainalis26.jpg
Φωτό: Θ. Ζαμπάκα
«Το ότι τα πάντα οφείλουν να γίνουν τέχνη ανήκει στην φιλοσοφία της πράξης», γράφει ο Friedrich Schlegel, καθιστώντας έτσι την διαβόητη ρομαντική απόπειρα ποιητικοποίησης του κόσμου ουσιαστική πράξη πολιτικής ευθύνης. Υπό την έννοια αυτή η ποιητική δημιουργία, όπως άλλωστε και το σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την εξέγερση. Κι αυτό διότι η ποίηση απαντά πάντα σ’ ένα έλλειμμα και συνεπώς έρχεται με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο να διεκδικήσει κάτι το μη υπαρκτό, να κατακτήσει έναν ου τόπο, μιαν ουτοπία. Προτού όμως μιλήσει κανείς σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο για τις σχέσεις ποίησης κι εξέγερσης, ή, κάτι που είναι το ίδιο, ποίησης και ουτοπίας, αναρίθμητα πρακτικά προβλήματα παρεμβάλλονται και μετατρέπουν την συζήτηση σε κενή περιεχομένου φλυαρία. Διότι, το μεγαλύτερο διακύβευμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας ήταν και παραμένει –και θα παραμένει– το ζήτημα των αποδεκτών του περατωμένου έργου. Η ποίηση, κι όχι μοναχά απλά και ένας μόνος στίχος, ναι, μπορεί «να κινητοποιήσει τις μάζες, μπορεί να ανατρέψει καθεστώτα», για να το κάνει όμως αυτό πρέπει πρώτα ο στίχος, η ποίηση να μπορεί να φτάσει στις «μάζες», να μπορεί ν’ αναγνωστεί, να προσληφθεί και να επηρεάσει συνειδήσεις. Ένας στίχος που δεν μπορεί να φτάσει στους αποδέκτες του, ένα ποίημα που δεν μπορεί να διαβαστεί, είναι ένας στίχος, ένα ποίημα που δεν υπάρχουν.Πώς λοιπόν να μιλήσει κανείς σήμερα για τη σχέση ποίησης κι εξέγερσης όταν το βασικότερο διακύβευμα του ποιητικού λόγου, δηλαδή η πρόσληψή του, καθίσταται ανενεργή; Πώς να ζυμωθείς ως ποιητής με τις εξελίξεις του καιρού σου και πώς να συνομιλήσεις με τους ανθρώπους που θα ήθελαν και θα είχαν την όρεξη να σε ακούσουν όταν ένα ολόκληρο σύστημα «προώθησης» της τέχνης παρακωλύει την ελεύθερη διακίνηση της τέχνης μποϋκοτάροντας επιπροσθέτως όποια φωνή δεν κινείται εντός του συστήματος: εκδοτικοί οίκοι, επιμελητές, galléries, festivals, curators, παραγωγοί και δεν συμμαζεύεται. Τσάμπα μάγκες, νταβατζήδες πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Πορνοβοσκοί κατεστημένου γούστου. Ποιος φταίει όμως γι αυτό; Δεν έχουν άραγε ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης κι οι ίδιοι οι ποιητές, οι καλλιτέχνες εν γένει που προκειμένου να ικανοποιήσουν έναν θηριώδη ναρκισσισμό αφήνονται να εκτίθενται στις βιτρίνες του συστήματος σαν τις πουτάνες στα μπορντέλα του Άμστερνταμ;

Από τις αρχές του 2000 στον δυτικό κόσμο, και οψίμως και στην Ελλάδα, φάνηκε πως ίσως το διαδίκτυο και η εμφάνιση των e-book να μπορούσε να δώσει μια απάντηση στο επιτακτικό πρόβλημα της διάδοσης του ποιητικού λόγου. Όμως γρήγορα έγινε νομίζω αντιληπτό ότι και η ηλεκτρονική δημοσίευση δεν αποτελεί μια ριζική λύση του προβλήματος. Αυτό μπορεί να ακούγεται ίσως περίεργο και αντιφατικό προερχόμενο από το στόμα ενός ανθρώπου που μιλάει ως προσκεκλημένος ενός ηλεκτρονικού περιοδικού και ο οποίος από τους πρώτους αγκάλιασε την ιδέα της ηλεκτρονικής έκδοσης, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Δεν έχω καμία πρόθεση να ανοίξω εδώ μια θεωρητική συζήτηση για τα όρια και τις δυνατότητες των ηλεκτρονικών περιοδικών και της ηλεκτρονικής έκδοσης. Θέλω μόνο να θίξω το ζήτημα των ορίων του ίδιου του διαδικτύου και της ηλεκτρονικής ανάγνωσης.

Το ίντερνετ, ως μέσο, είναι συνυφασμένο με την έννοια της ταχύτητας. Η ανάγνωση όμως, ως διαδικασία, είναι ασύμβατη με την έννοια της ταχύτητας που το ίντερνετ προϋποθέτει. Η ανάγνωση απαιτεί χρόνο, ο αναγνώστης χρειάζεται χρόνο προκειμένου να σκεφτεί, να συνειδητοποιήσει, να «χωνέψει» ό,τι διαβάζει, η ποίηση χρειάζεται χρόνο να δουλευτεί μέσα στην συνείδηση του υποκειμένου προκειμένου να το επηρεάσει. Η ποίηση δεν μπορεί να λειτουργήσει με όρους twitter. Κανένας άνθρωπος στον πλανήτη δεν μπορεί να διαβάσει στα σοβαρά περισσότερο από δυο, τρεις παραγράφους σε μια οθόνη υπολογιστή, περισσότερο από καμιά δεκαριά στίχους. Πολλώ δε μάλλον μια ολόκληρη ποιητική συλλογή, ένας εκτενές δοκίμιο ή ακόμα-ακόμα ένα μυθιστόρημα. Κι ας υποθέσουμε ότι η λύση θα ήταν μία από τις πολυάριθμες ηλεκτρονικές συσκευές ανάγνωσης που κυκλοφορούν στην αγορά. Πόσοι στην Ελλάδα του 2014 έχουν την οικονομική δυνατότητα να δώσουν 100, 150, 200 ευρώ για να αγοράσουν μια συσκευή ηλεκτρονικής ανάγνωσης; Κι ακόμα κι αυτοί που θα μπορούσαν να την αγοράσουν, τι βιβλία θα ‘βρίσκαν να διαβάσουν δεδομένου του ότι οι ηλεκτρονικές εκδόσεις στην Ελλάδα βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα; Και το χειρότερο, έτσι ζοφερό που προμηνύεται το μέλλον, πόσοι θα έχουν την δυνατότητα πρόσβασης μελλοντικά στο ίντερνετ;

Στα δικά μου μάτια λοιπόν, και καθόσον η ανάγνωση δεν πρόκειται ποτέ να αποσυνδεθεί απ’ το βιβλίο (εκτός πια κι αν το ίντερνετ μεταβάλλει σταδιακά την ίδια την ουσία της λογοτεχνίας έτσι όπως την γνωρίζουμε) η μόνη βιώσιμη λύση προώθησης του ποιητικού έργου με ανθρώπινους όρους θα μου φαινόταν ένα εκδοτικό εγχείρημα που θα στηριζόταν σε μια λογική «κολλεκτιβοποίησης», για να το πω έτσι, της εκδοτικής διαδικασίας. Ένα είδος ποιητικού συνεταιρισμού όπου οι ίδιοι οι ποιητές ως δημιουργοί θα ασχολούνταν και με τις τεχνικές και πρακτικές λεπτομέρειες της έκδοσης ενός βιβλίου, από το στήσιμο μέχρι το τυπογραφείο και την διανομή. Μία συλλογική προσπάθεια όπου ο κάθε ποιητής ξεχωριστά θα δεσμευόταν ατομικά να συμβάλλει στην δημιουργία του υλικού αντικειμένου του βιβλίου, να προωθήσει μέσω αυτού των ποιητικό λόγο τον δικό του και των ομοτέχνων του και, κυρίως, να σταθεί αλληλέγγυος πλάι τους, όχι μόνο δημιουργώντας αλλά και ιδρώνοντας μαζί τους. Για να συμβεί αυτό όμως οι ποιητές θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να υπερβούνε τον εγγενή ναρκισσισμό τους, την φιλαυτία τους, τις μικροματαιοδοξίες τους και να δεσμεύσουν την ατομικότητά τους στην δύσκολη υπόθεση της συλλογικής προσπάθειας. Αυτό ίσως και να ήταν ό,τι εξεγερτικότερο θα είχαν να προτείνουν σήμερα οι ποιητές.