Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Πηνελόπη Τριαδά : "Όμορφα πλάσματα" (μτφρ.)

Όμορφα πλάσματα [Beautiful Creatures], Mυθιστόρημα, Kami Garcia & Margaret Stohl, μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Εκδόσεις Πλατύπους 2010 [Little, Brown and Company, 2009]
 ΠΡΙΝ
          Στη Μέση του Πουθενά

Στην πόλη μας υπήρχαν μονάχα δυο ειδών άνθρωποι. «Οι ανόητοι και οι κολλημένοι». Με αυτόν τον στοργικό τρόπο είχε ταξινομήσει ο πατέρας μου τους γείτονές μας. «Εκείνοι που είναι αναγκασμένοι να μείνουν ή είναι πολύ βλάκες για να φύγουν. Όλοι οι άλλοι βρίσκουν ένα τρόπο να ξεφύγουν». Δεν υπήρχε αμφιβολία σε ποια κατηγορία ανήκε εκείνος, αλλά ποτέ δεν βρήκα το κουράγιο να τον ρωτήσω γιατί. Ο πατέρας μου ήταν συγγραφέας, και ζούσαμε στο Γκέιτλιν, της Νότιας Καρολίνας επειδή όλοι οι Γέιτ, από τον προ-προ-προ-προ-πάππο μου, τον Έλις Γέιτ, είχαν πολεμήσει και είχαν πεθάνει στην άλλη πλευρά του Ποταμού Σαντί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Μόνο οι ντόπιοι εδώ δεν τον αποκαλούσαν Εμφύλιο Πόλεμο. Όλοι κάτω από την ηλικία των εξήντα τον αποκαλούσαν ο Πόλεμος Μεταξύ των Πολιτειών, ενώ όλοι πάνω από εξήντα τον αποκαλούσαν ο Πόλεμος της Βόρειας Επίθεσης, λες και ο Βορράς είχε παρασύρει τον Νότο στον πόλεμο για ένα δεμάτι βαμβάκι. Όλοι, εκτός από την οικογένειά μου. Εμείς τον αποκαλούσαμε Εμφύλιο Πόλεμο.
Άλλος ένας λόγος για τον οποίο ανυπομονούσα να φύγω από εδώ.
Το Γκέιτλιν δεν ήταν σαν τις μικρές πόλεις που βλέπεις στις ταινίες, εκτός κι αν πρόκειται για μια ταινία γυρισμένη πριν από πενήντα χρόνια. Ήμασταν πολύ μακριά από το Τσάρλεστον για να έχουμε Starbucks ή MacDonald’s. Το μόνο που είχαμε ήταν ένα Dar-ee Keen επειδή οι Τζέντρις ήταν τόσο τσιγκούνηδες που δεν αγόρασαν όλα τα καινούρια γράμματα όταν αγόρασαν το Dairy King. Η βιβλιοθήκη λειτουργούσε ακόμα με κάρτες, το λύκειο είχε ακόμα πίνακες με κιμωλία, και η δημοτική μας πισίνα ήταν σαν τη Λίμνη Μόλτρι, ένα ζεστό καφετί νερό. Οι κινηματογράφοι έφερναν τις ταινίες την ίδια περίπου εποχή που έβγαιναν και σε DVD, αλλά για να τις δεις έπρεπε να πας μέχρι το Σάμερβιλ, κοντά στο δημοτικό κολέγιο. Τα καταστήματα ήταν στο Μέιν, τα ωραία σπίτια ήταν στο Ρίβερ, και όλοι οι άλλοι ζούσαν νότια της Λεωφόρου 9, όπου το πεζοδρόμιο είχε θρυμματιστεί σε μεγάλα  κομμάτια τσιμέντου –ακατάλληλα για περπάτημα, αλλά τέλεια για να τα πετάς στα άγρια οπόσσουμ, τα πιο μοχθηρά ζώα στη γη. Αυτά δεν τα έβλεπες ποτέ στις ταινίες.
Το Γκέιτλιν δεν ήταν ένα περίπλοκο μέροςֺ το Γκέιτλιν ήταν το Γκέιτλιν. Οι γείτονες φυλούσαν σκοπιά από τις βεράντες τους μέσα στην αφόρητη ζέστη, λουσμένοι στον ιδρώτα. Αλλά δεν υπήρχε λόγος. Ποτέ δεν άλλαζε τίποτα. Αύριο θα ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο, η δεύτερη χρονιά μου στο Λύκειο Στόουνγολ Τζάκσον, και ήξερα από τώρα όλα όσα επρόκειτο να συμβούν –που θα καθόμουν, σε ποιον θα μιλούσα, τα αστεία, τα κορίτσια, ποιος θα πάρκαρε που.
Δεν υπήρχαν εκπλήξεις στην Κομητεία Γκέιτλιν. Ήμασταν στο επίκεντρο της μέσης του πουθενά.
Τουλάχιστον έτσι πίστευα, όταν έκλεισα το φθαρμένο αντίτυπο του Σφαγείου Νούμερο Πέντε, πάτησα το στοπ στο iPod μου, και έσβησα το φως την τελευταία νύχτα του καλοκαιριού.
Όπως αποδείχτηκε, έκανα λάθος.
Υπήρχε μια κατάρα.
Υπήρχε ένα κορίτσι.
Και στο τέλος, υπήρχε ένας τάφος.
Ήμουν τελείως απροετοίμαστος.

                                             9.02
Κάνε Όνειρα

Έπεφτα.
Βρισκόμουν σε ελεύθερη πτώση, διαγράφοντας τούμπες στον αέρα.
«Ίθαν!»
Με φώναξε, και ο ήχος και μόνο της φωνής της έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά.
«Βοήθησέ με!»
Έπεφτε και εκείνη. Τέντωσα το χέρι μου, προσπαθώντας να την πιάσω, αλλά το πόνο που έπιασα ήταν αέρας. Κάτω από τα πόδια μου δεν υπήρχε έδαφος, και έπιανα λάσπη. Τα ακροδάχτυλά μας ακούμπησαν και μέσα στο σκοτάδι είδα  πράσινες σπίθες.
Μετά γλίστρησε από τα δάχτυλά μου, αφήνοντάς με με ένα αίσθημα απώλειας.
Λεμόνια και δενδρολίβανο. Ακόμα και τότε, μπορούσα να τη μυρίσω.
Αλλά δεν μπορούσα να την πιάσω.
Και δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς εκείνη.

Τινάχτηκα επάνω, προσπαθώντας να πάρω ανάσα.
«Ίθαν Γέιτ! Ξύπνα! Δεν θα επιτρέψω να αργήσεις την πρώτη μέρα στο σχολείο». Άκουσα τη φωνή της Έιμα από το κάτω πάτωμα.
Τα μάτια μου επικεντρώθηκαν σε ένα σημείο αμυδρού φωτός μέσα στο σκοτάδι. Άκουγα το μακρινό ήχο της βροχής να χτυπά πάνω στα παλιά παραθυρόφυλλα της φυτείας μας. Πρέπει να βρέχει. Πρέπει να είναι πρωί. Πρέπει να είμαι στο δωμάτιό μου.
Το δωμάτιό μου ήταν ζεστό και υγρό, από  τη βροχή. Γιατί το παράθυρό μου ήταν ανοιχτό;
Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Έπεσα πάλι πίσω στο κρεβάτι, και το όνειρο απομακρύνθηκε όπως έκανε πάντα. Ήμουν ασφαλής στο δωμάτιό μου, στο αρχαίο μας σπίτι, στο ίδιο μαονένιο κρεβάτι που έτριζε, όπου πριν από εμένα είχαν κοιμηθεί έξι γενιές των Γέιτ, εκεί όπου κανείς δεν έπεφτε μέσα σε μαύρες τρύπες από λάσπη, και δεν συνέβαινε τίποτα.
Απόμεινα να κοιτάζω το σοβατισμένο ταβάνι μου, βαμμένο στο χρώμα του ουρανού για να εμποδίζει τις μέλισσες του ξύλου να κάνουν φωλιές. Τι μου συνέβαινε;
Έβλεπα αυτό το όνειρο εδώ και μήνες. Παρόλο που δεν μπορούσα να το θυμηθώ όλο, το μέρος που θυμόμουν ήταν πάντα το ίδιο. Το κορίτσι έπεφτε. Κι εγώ έπεφτα. Έπρεπε να την κρατήσω, αλλά δεν μπορούσα. Αν την άφηνα από τα χέρια μου, κάτι τρομερό θα της συνέβαινε. Αλλά αυτό είναι το θέμα. Δεν μπορούσα να την αφήσω. Δεν μπορούσα να τη χάσω. Λες και ήμουν ερωτευμένος μαζί της, παρόλο που δεν την γνώριζα. Ήταν κάτι σαν έρωτας πριν από την πρώτη ματιά.
Και αυτό έμοιαζε τρελό επειδή δεν ήταν παρά ένα κορίτσι σε ένα όνειρο. Ούτε  το πρόσωπό της δεν ήξερα πως ήταν. Έβλεπα το ίδιο όνειρο για μήνες, αλλά όλο αυτό τον καιρό ποτέ δεν είδα το πρόσωπό της, ή δεν μπορούσα να το θυμηθώ. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι κάθε φορά που την έχανα είχα το ίδιο αρρωστημένο αίσθημα. Γλιστρούσε από τα δάχτυλά μου, και ένιωθα το στομάχι μου να βγαίνει από το στόμα μου –όπως νιώθεις όταν είσαι σε ένα τρενάκι το οποίο κάνει μια μεγάλη ανάποδη στροφή.
Πεταλούδες στο στομάχι σου. Αυτή η μεταφορά ήταν λανθασμένη. Μέλισσες δολοφόνοι είναι το πιο σωστό.
Ίσως να άρχιζα να τρελαίνομαι, ή ίσως απλά να χρειαζόμουν ένα ντους. Τα ακουστικά μου βρίσκονταν ακόμα γύρω από το λαιμό μου, και όταν χαμήλωσα το βλέμμα στο iPod μου, είδα ένα τραγούδι που δεν αναγνώρισα.
Δεκάξι Φεγγάρια.
Τι ήταν αυτό; Το έβαλα να παίξει. Ή μελωδία ήταν μελαγχολική. Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τη φωνή, αλλά ένιωθα ότι την είχα ξανακούσει.

Δεκάξι φεγγάρια, δεκάξι χρόνια.
Δεκάξι από τους βαθύτερους φόβους σου
Δεκάξι φορές ονειρεύτηκες τα δάκρυά μου
Πέφτοντας, πέφτοντας μέσα στα χρόνια…

Ήταν μελαγχολικό, ανατριχιαστικό –σχεδόν υπνωτικό.
«Ίθαν Λόουσον Γουέιτ!» άκουσα τη φωνή της Έιμα να καλύπτει τη μουσική.
Την έσβησα και ανακάθισα στο κρεβάτι, σπρώχνοντας τα σκεπάσματα. Ένιωθα τα σεντόνια μου σαν να ήταν γεμάτα άμμο, αλλά εγώ ήξερα τι ήταν.
Ήταν χώμα. Και τα νύχια μου ήταν γεμάτα με μαύρη άμμο, όπως ακριβώς και την τελευταία φορά που είχα δει το όνειρο.
Έκανα το σεντόνι μου κουβάρι, και το έχωσα στο καλάθι κάτω από την ιδρωμένη φόρμα από τη χθεσινή προπόνηση. Μπήκα στο ντους και προσπάθησα να το ξεχάσω καθώς έτριβα τα χέρια μου, και τα τελευταία μαύρα κομμάτια του ονείρου εξαφανίστηκαν στην αποχέτευση. Αν δεν το σκεφτόμουν, δεν συνέβαινε. Αυτή ήταν η προσέγγιση που ακολουθούσα τους τελευταίους μήνες για τα περισσότερα ζητήματα.
Αλλά όχι όταν επρόκειτο για εκείνη. Δεν μπορούσα να την ξεχάσω. Τη σκεφτόμουν συνεχώς. Η σκέψη μου γύριζε συνεχώς σε εκείνο το ίδιο όνειρο, παρόλο που δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Αυτό λοιπόν ήταν το μυστικό μου, όλο κι όλο. Ήμουν δεκάξι χρονών, είχα αρχίσει να ερωτεύομαι ένα ανύπαρκτο κορίτσι, και σιγά σιγά έχανα το μυαλό μου.
Όσο σκληρά κι αν έτριβα, δεν μπορούσα να σταματήσω το καρδιοχτύπι μου. Και πάνω από τη μυρωδιά του σαπουνιού Ivory και του σαμπουάν από το Σταματήστε & Ψωνίστε, μπορούσα να το μυρίσω ακόμα. Ανεπαίσθητα, αλλά ήξερα ότι είναι εκεί.
Λεμόνια και δενδρολίβανο.

Κατέβηκα στο κάτω πάτωμα και στην καθησυχαστική μονοτονία της καθημερινότητας. Στο τραπέζι του πρωινού, η Έιμα έβαλε μπροστά  μου το συνηθισμένο παλιό πορσελάνινο πιάτο σε γαλάζιο και άσπρο –Dragonware το έλεγε η μητέρα  μου– με τηγανητά αβγά, μπέικον, φρυγανιές με βούτυρο, και καλαμπόκι. Η Έιμα ήταν η οικονόμος μας, περισσότερο ήταν σαν γιαγιά μου, μόνο που ήταν πιο έξυπνη και πιο δύστροπη από την αληθινή μου γιαγιά. Η Έιμα με είχε σχεδόν μεγαλώσει, και πίστευε ότι η αποστολή της ήταν να με μεγαλώσει άλλα τριάντα εκατοστά, παρόλο που ήμουν ήδη 1.87. Για ένα περίεργο λόγο, αυτό το πρωινό πεινούσα σαν λύκος, λες και είχα μια βδομάδα να φάω. Φτυάρισα ένα αβγό και δυο φέτες μπέικον από το πιάτο μου και ένιωσα αμέσως καλύτερα. Της χαμογέλασα με το στόμα μπουκωμένο.
«Μην μου κρατάς μούτρα, Έιμα. Είναι η πρώτη μέρα του σχολείου». Ακούμπησε με δύναμη μπροστά μου ένα τεράστιο ποτήρι με χυμό πορτοκαλιού και ένα ακόμα μεγαλύτερο με γάλα –γάλα με πλήρη λιπαρά, το μόνο που πίνουμε εδώ .
«Μας τελείωσε το σοκολατούχο;» Έπινα σοκολατούχο γάλα όπως κάποιοι έπιναν Coca-Cola ή καφέ. Ακόμα και το πρωί, αναζητούσα την επόμενη δόση ζάχαρης.
«Π.Ρ.Ο.Σ.Α.Ρ.Μ.Ο.Σ.Ο.Υ». Η Έιμα είχε ένα σταυρόλεξο για όλα, όσο μεγαλύτερο τόσο καλύτερο, και της άρεσε να τα χρησιμοποιεί. Έτσι όπως συλλάβιζε τις λέξεις, ένιωθες λες με το κάθε γράμμα σε χτυπούσε στο κεφάλι με ένα κουπί. «Σαν να λέμε, άρχισε να το συνηθίζεις. Και ούτε να σκεφτείς να κάνεις βήμα από το σπίτι αν δεν πιεις όλο το γάλα που σου έβαλα».
«Μάλιστα, κυρία».
«Στολίστηκες βλέπω». Δεν είχα στολιστεί. Φορούσα ένα τζιν και ένα ξεθωριασμένο μπλουζάκι, όπως τις περισσότερες μέρες. Όλα τους έλεγαν κάτι διαφορετικό. Το σημερινό έλεγε  Harley Davidson. Και το ίδιο μαύρο μπουφάν που φορούσα τα τελευταία τρία χρόνια.
«Νόμιζα ότι θα πήγαινες να κουρευτείς». Ήθελε να φανεί σαν κατσάδιασμα, αλλά εγώ αναγνώρισα αυτό που ήταν πραγματικά: η συνηθισμένη στοργή.
«Πότε το είπα αυτό;»
«Δεν ξέρεις ότι τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής;»
«Ίσως εγώ να μην θέλω να έχει κανείς παράθυρο στη δική μου».
Η Έιμα με τιμώρησε με άλλο ένα πιάτο μπέικον. Στο ύψος δεν ήταν πάνω από 1.52 και στα χρόνια πρέπει να ήταν μεγαλύτερη ακόμα και από το παλιό πιάτο Dragonware, παρόλο που κάθε χρόνο στα γενέθλιά της υποστήριζε ότι έκλεινε τα πενήντα τρία. Αλλά η Έιμα μόνο μια γλυκομίλητη γριούλα δεν ήταν. Ήταν η απόλυτη εξουσία στο σπίτι μου.
«Μην σου περάσει από το μυαλό ότι θα βγεις έξω με αυτό τον καιρό με βρεγμένα μαλλιά. Δεν μου αρέσει αυτή η καταιγίδα. Θαρρείς και κάτι άσχημο κρύβεται στον αέρα, και τίποτα δεν μπορεί να τη σταματήσει μια τέτοια μέρα. Έχει δική της βούληση».
Γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω. Η Έιμα είχε ένα δικό της τρόπο να αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Όταν είχε τέτοια διάθεση, η μαμά μου την αποκαλούσε σκοτάδι –θρησκεία και προκατάληψη ανακατεμένες, όπως μόνο στο Νότο μπορεί να είναι. Όταν η Έιμα σκοτείνιαζε, καλύτερα να μην μπλεκόσουν στα πόδια της. Όπως επίσης καλύτερα ήταν να αφήνεις τα φυλαχτά της στα περβάζια των παραθύρων, και τις κούκλες που έφτιαχνε, στα συρτάρια όπου τις έβαζε.
Έφαγα άλλη μια μεγάλη μπουκιά αβγό και τελείωσα το πρωινό των πρωταθλητών –αβγά, παγωμένη μαρμελάδα και μπέικον, όλα μέσα σε ένα ψημένο σάντουιτς. Καθώς το έχωνα στο στόμα μου, το βλέμμα μου έπεσε από συνήθεια στο χολ. Η πόρτα του γραφείου του μπαμπά μου ήταν ήδη κλειστή. Ο μπαμπάς μου έγραφε τη νύχτα και όλη μέρα κοιμόταν στον παλιό καναπέ του γραφείου του. Έτσι γίνεται από τότε που πέθανε η μαμά μου τον περασμένο Απρίλη. Ζούσε σαν βρικόλακαςֺ έτσι είχε πει η θεία Καρολάιν όταν έμεινε μαζί μας εκείνη την άνοιξη. Μάλλον έχασα την ευκαιρία μου να τον δω σήμερα. Όταν κλείσει εκείνη η πόρτα, δεν υπάρχει περίπτωση να ανοίξει.

   Άκουσα ένα κορνάρισμα από το δρόμο. Ο Λινκ. Άρπαξα το σκοροφαγωμένο μαύρο σακίδιό μου και βγήκα τρέχοντας από την πόρτα έξω στη βροχή. Ο ουρανός ήταν τόσο μαύρος που θα μπορούσε να είναι εφτά το απόγευμα αντί για εφτά το πρωί. Εδώ και μερικές μέρες ο ουρανός ήταν περίεργος.
Στο δρόμο περίμενε το αυτοκίνητο του Λινκ, το Σαράβαλο, με τον κινητήρα να ρετάρει, και τη μουσική στη διαπασών. Πηγαίνω στο σχολείο με τον Λινκ κάθε μέρα από το νηπιαγωγείο, όταν μια μέρα στο λεωφορείο μου έδωσε τη μισή του σοκολάτα και γίναμε κολλητοί. Αργότερα βέβαια έμαθα ότι είχε πέσει κάτω. Παρόλο που και οι δυο μας είχαμε πάρει το δίπλωμα αυτό το καλοκαίρι, μόνο ο Λινκ είχε αυτοκίνητο, αν μπορούσες να το αποκαλέσεις έτσι.
Τουλάχιστον η μηχανή του Σαράβαλου έπνιγε το θόρυβο της καταιγίδας.
Η Έιμα στεκόταν στη βεράντα, με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος και  ύφος αποδοκιμασίας. «Μην βάζεις δυνατά τη μουσική εδώ, Γουέσλι Τζέφερσον Λίνκολν. Μην νομίζεις ότι δεν θα τηλεφωνήσω στη μαμά σου για να της πω τι έκανες στο υπόγειο όλο το καλοκαίρι όταν ήσουν εννιά χρονών».
Ο Λινκ έκανε ένα μορφασμό. Τα μοναδικά άτομα που τον φώναζαν με το πραγματικό του όνομα, ήταν η μητέρα  του και η Έιμα. «Μάλιστα, κυρία». Η σίτα της πόρτας έκλεισε με δύναμη. Εκείνος γέλασε, και απομακρύνθηκε από το πεζοδρόμιο κάνοντας τα λάστιχά του να σπινάρουν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Πάντα οδηγούσε λες και προσπαθούσαμε να δραπετεύσουμε. Μόνο που δεν δραπετεύαμε ποτέ.
«Τι έκανες στο υπόγειό μου όταν ήσουν εννιά χρονών;»
«Τι δεν έκανα στο υπόγειό σου όταν ήμουν εννιά χρονών;» Ο Λινκ χαμήλωσε τη μουσική, και αυτό ήταν καλό, επειδή ήταν απαίσια και θα με ρωτούσε αν μου άρεσε, όπως έκανε κάθε μέρα. Το πρόβλημα με το συγκρότημά του, που λεγόταν Ποιος Σκότωσε τον Λίνκολν, ήταν ότι ουσιαστικά κανείς τους δεν ήξερε να παίζει κάποιο όργανο ή να τραγουδά. Αλλά το μοναδικό του θέμα συζήτησης ήταν ότι παίζει ντραμς και ότι όταν τελειώσει το σχολείο θα μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να υπογράψει συμβόλαια με δισκογραφικές που το πιθανότερο είναι ότι θα παρέμεναν για πάντα όνειρα. Και όταν λέω το πιθανότερο, εννοώ ότι περισσότερες πιθανότητες είχε να βάλει ένα τρίποντο από το πάρκινγκ του γυμναστηρίου, με τα μάτια δεμένα και μεθυσμένος.
Ο Λινκ δεν σκόπευε να πάει κολέγιο, ωστόσο είχε ένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με εμένα. Ήξερε τι ήθελε, ακόμα κι αν οι πιθανότητες ήταν λίγες. Το μόνο που είχα εγώ ήταν ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο φυλλάδια από κολέγια που δεν μπορούσα να δείξω στον μπαμπά μου. Δεν με ενδιέφερε ποια κολέγια ήταν, αρκεί να ήταν τουλάχιστον χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από το Γκέιτλιν.
Δεν ήθελα να καταλήξω σαν τον μπαμπά μου, να ζήσω στο ίδιο σπίτι, στην ίδια μικρή πόλη όπου μεγάλωσα, με τους ίδιους ανθρώπους που δεν ονειρεύτηκαν ποτέ να φύγουν από εδώ.
Και στις δυο πλευρές του δρόμου, ήταν παραταγμένα παλιά βικτοριανά σπίτια που έσταζαν από τη βροχή, σχεδόν απαράλλαχτα από την εποχή που χτίστηκαν πριν από περισσότερα από εκατό χρόνια. Ο δρόμος που έμενα λεγόταν Η Στροφή του Βαμβακιού επειδή στο πίσω μέρος αυτών των σπιτιών απλώνονταν χιλιόμετρα ολόκληρα από φυτείες με βαμβάκι. Αυτές οι φυτείες τώρα είχαν δώσει τη θέση τους στη Λεωφόρο 9, που ήταν σχεδόν το μόνο πράγμα που είχε αλλάξει εδώ.
Πήρα ένα μπαγιάτικο ντόνατ από το κουτί στο πάτωμα του αυτοκινήτου. «Φόρτωσες κανένα περίεργο τραγούδι στο iPod μου χθες τι βράδυ;»
«Ποιο τραγούδι; Αυτό πως σου φαίνεται;» Ο Λινκ ανέβασε τη φωνή του τελευταίου κομματιού που είχε γράψει.
«Νομίζω ότι χρειάζεται δουλειά. Όπως και όλα τα άλλα τραγούδια σου». Πάνω κάτω ήταν το ίδιο πράγμα που έλεγα κάθε μέρα.
«Ναι, και το πρόσωπό σου θα χρειαστεί λίγη δουλειά μετά το γερό ξύλο που θα σου ρίξω». Πάνω κάτω, ήταν το ίδιο πράγμα που έλεγε κάθε μέρα.
Διέτρεξα τη λίστα των τραγουδιών μου. «Νομίζω ότι ο τίτλος του τραγουδιού ήταν Δεκάξι Φεγγάρια ή κάτι τέτοιο».
«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς». Δεν ήταν εκεί. Το τραγούδι είχε εξαφανιστεί, κι όμως το είχα ακούσει το ίδιο πρωί. Και ξέρω ότι δεν το είχα φανταστεί γιατί ήταν ακόμα κολλημένο στο μυαλό μου.
«Αν θέλεις να ακούσεις ένα τραγούδι, θα σου παίξω ένα καινούριο». Ο Λινκ κοίταξε κάτω για να βάλει το κομμάτι.
«Κράτα τα μάτια σου στο δρόμο, φίλε».
Εκείνος όμως δεν σήκωσε το βλέμμα, και με τη γωνία του ματιού μου, είδα ένα παράξενο αυτοκίνητο να περνά μπροστά μας…
Για μια στιγμή, ο θόρυβος από τον δρόμο, από τη βροχή και από τον Λινκ χάθηκε στη σιωπή, και όλα άρχισαν να κινούνται σε αργή κίνηση. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από το αυτοκίνητο. Ήταν ένα απλό προαίσθημα ήταν, τίποτα που μπορώ να περιγράψω. Και μετά μας προσπέρασε και έστριψε από την αντίθετη πλευρά.
Δεν αναγνώρισα το αυτοκίνητο. Δεν το είχα ξαναδεί. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αδύνατο είναι αυτό, επειδή ήξερα όλα τα αυτοκίνητα στην πόλη. Αυτή την εποχή του χρόνου δεν υπήρχαν τουρίστες. Δεν το ρίσκαραν να έρθουν την εποχή των τυφώνων.
Αυτό το αυτοκίνητο ήταν μακρύ και μαύρο, σαν νεκροφόρα. Μάλιστα, ήμουν σίγουρος ότι ήταν νεκροφόρα.
Ίσως να ήταν οιωνός. Ίσως φέτος η φετινή χρονιά να ήταν χειρότερη από ό,τι φανταζόμουν.
«Νάτο. ‘Μαύρη Μπαντάνα’. Αυτό το τραγούδι θα με κάνει σταρ».
Όταν σήκωσε το βλέμμα, το αυτοκίνητο είχε εξαφανιστεί.

                                                    9.02
Νέο  Κορίτσι

Οχτώ δρόμοι. Αυτή ήταν η απόσταση που έπρεπε να διανύσουμε για να πάμε από τη Στροφή του Βαμβακιού μέχρι το Λύκειο Τζάκσον. Όλη μου τη ζωή ανεβοκατέβαινα αυτούς τους οχτώ δρόμους, και αποδείχτηκαν αρκετοί για να βγάλει κανείς μια παράξενη μαύρη νεκροφόρα από το μυαλό του. Αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος που δεν την ανέφερα στον Λινκ.
Περάσαμε το  Σταματήστε & Ψωνίστε, αλλιώς γνωστό και ως Σταματήστε & Κλέψτε. Ήταν το μοναδικό μπακάλικο στην πόλη, και ό,τι πιο κοντινό είχαμε σε ψιλικατζίδικο. Όποτε λοιπόν άραζες με τους φίλους σου μπροστά του, ήλπιζες να μην πέσεις πάνω στη μαμά κάποιου που ψώνιζε για το δείπνο, ή ακόμα χειρότερα, στην Έιμα.
Πρόσεξα το γνωστό τζιπ παρκαρισμένο μπροστά. «Ωχ, ο Χοντρούλης κατασκήνωσε ήδη». Καθόταν στην θέση του οδηγού, διαβάζοντας την Αστερόεσσα.
«Ίσως να μην μας είδε». Ο Λινκ κοιτούσε από τον καθρέφτη, νευρικός.
«Ίσως να τη βάψαμε».
Ο Χοντρούλης ήταν ο κομάντο που είχε αναλάβει την καταπολέμηση του σκασιαρχείου στο Λύκειο Τζάκσον, καθώς επίσης και περήφανο μέλος της αστυνομικής δύναμης του Γκέιτλιν. Η κοπέλα του, η Αμάντα, δούλευε στο Σταματήστε & Κλέψτε, και τα περισσότερα πρωινά ο Χοντρούλης καθόταν παρκαρισμένος έξω, περιμένοντας να παραλάβει τις φρεσκοψημένες λιχουδιές. Και αυτό δεν ήταν καθόλου βολικό για κάποιον που μονίμως αργούσε, όπως ο Λινκ κι εγώ.
Όλοι όσοι φοιτούσαν στο Λύκειο Τζάκσον γνώριζαν αυτή τη συνήθεια του Χοντρούλη τόσο καλά όσο το πρόγραμμα των μαθημάτων τους. Σήμερα, ο Χοντρούλης μάς έκανε σήμα να προχωρήσουμε, χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα από τα αθλητικά. Μας έδινε άδεια διέλευσης.
«Διαβάζει τα αθλητικά και τρώει ένα κουλουράκι με σιρόπι. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό».
«Έχουμε πέντε λεπτά».

Μπήκαμε με το Σαράβαλο στο πάρκινγκ του σχολείου με νεκρά, ελπίζοντας να περάσουμε δίπλα από το γραφείο του επιστάτη απαρατήρητοι. Αλλά έξω ακόμα έριχνε καρεκλοπόδαρα, κι έτσι μέχρι να μπούμε στο κτίριο είχαμε γίνει μούσκεμα και τα αθλητικά παπούτσια μας έτριζαν τόσο δυνατά που το σχέδιό μας πήγε περίπατο.
«Ίθαν Γέιτ! Γουέσλι Λίνκολν!»
Στεκόμασταν στο γραφείο στάζοντας και περιμένοντας την ποινή μας.
«Ήρθατε αργοπορημένοι την πρώτη μέρα του σχολείου. Η μαμά σου θα έχει να σου μερικές κουβέντες κύριε Λίνκολν. Και εσύ, κύριε Γέιτ, μην δείχνεις τόσο αυτάρεσκος. Η Έιμα θα σε κάνει μαύρο στο ξύλο».
Η δεσποινίς Χέστερ είχε δίκιο. Σε πέντε λεπτά η Έιμα θα μάθαινε ότι έφτασα αργοπορημένος, αν δεν το είχε ήδη μάθει. Έτσι γινόταν εδώ. Η μαμά μου έλεγε ότι ο Κάρλτον Ίτον, ο διευθυντής του ταχυδρομείου, διάβαζε όποιο γράμμα έδειχνε να έχει λίγο ενδιαφέρον. Τώρα πια δεν έκανε καν τον κόπο να τα σφραγίζει ξανά. Άλλωστε, δεν περιείχαν σημαντικά νέα. Κάθε σπίτι είχε τα μυστικά του, αλλά όλοι στη γειτονιά τα ήξεραν. Ακόμα και αυτό δεν ήταν μυστικό.
«Δεσποινίς Χέστερ, οδηγούσα αργά εξαιτίας της βροχής». Ο Λινκ προσπάθησε να βάλει μπροστά τη γοητεία του. Η δεσποινίς Χέστερ κατέβασε λίγο τα γυαλιά της στη μύτη της και ανταπέδωσε το βλέμμα στον Λινκ, χωρίς να έχε γοητευτεί ούτε στο ελάχιστο. Η λεπτή αλυσίδα που στερέωνε τα γυαλιά της γύρω από το λαιμό της αιωρούνταν μπρος πίσω.
«Δεν έχω χρόνο να πιάσω κουβέντα μαζί σας. Είμαι πολύ απασχολημένη, πρέπει να συμπληρώσω τα χαρτιά της τιμωρίας σας στην οποία θα αφιερώσετε το απόγευμά σας μετά το σχολείο», είπε, δίνοντάς μας τα μπλε φύλλα μας.
Ναι, ήταν πολύ απασχολημένη. Μπορούσες να μυρίσεις το βερνίκι νυχιών πριν ακόμα στρίψεις στη γωνία. Καλωσήρθαμε πίσω.

Στο Γκέιτλιν, η πρώτη μέρα στο σχολείο είναι πάντα ίδια. Οι καθηγητές, που σε ήξεραν όλοι από την εκκλησία, αποφάσιζαν αν ήσουν έξυπνος ή χαζός από την εποχή που πήγαινες νηπιαγωγείο. Εγώ ήμουν έξυπνος επειδή οι γονείς μου ήταν καθηγητές. Ο Λινκ ήταν χαζός, επειδή τσαλάκωνε τις σελίδες της Βίβλου στο μάθημα των Θρησκευτικών, και μια φορά έκανε εμετό στη χριστουγεννιάτικη παράσταση. Επειδή εγώ ήμουν έξυπνος, έπαιρνα καλούς βαθμούς στις εργασίες μουֺ επειδή ο Λινκ ήταν χαζός, έπαιρνε κακούς βαθμούς. Είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν έκανε τον κόπο να τις διαβάσει. Μερικές φορές μέσα στις εκθέσεις μου έγραφα άσχετα πράγματα, απλά και μόνο για να δω αν οι καθηγητές μου θα καταλάβαιναν τίποτα. Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τίποτα.
Δυστυχώς, δεν ίσχυε το ίδιο και για τα τεστ πολλαπλών επιλογών. Στα αγγλικά της πρώτης ώρας, ανακάλυψα ότι η εφτακοσίων χρόνων καθηγήτριά μου, το όνομα της οποίας ήταν στ’ αλήθεια Κυρία Ίνγκλις, είχε απαιτήσει να διαβάσουμε το Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια το καλοκαίρι, κι έτσι κόπηκα στο πρώτο τεστ. Τέλεια. Είχα διαβάσει το βιβλίο πριν από δυο χρόνια περίπου. Ήταν από τα αγαπημένα της μαμάς μου, αλλά αυτό ήταν πριν από καιρό, και δεν θυμόμουν λεπτομέρειες.
Ένα όχι και τόσο γνωστό γεγονός για μένα: Διάβαζα συνεχώς. Τα βιβλία ήταν το μοναδικό πράγμα που με έπαιρναν μακριά από το Γκέιτλιν, ακόμα κι αν ήταν μόνο για λίγο. Στον τοίχο μου είχα ένα χάρτη, και κάθε φορά που διάβαζα για κάποιο μέρος που ήθελα να πάω, το σημείωνα στο χάρτη. Η Νέα Υόρκη ήταν Ο Φύλακας στη Σίκαλη. Το Ταξίδι στην Άγρια Φύση με πήγε στην Αλάσκα. Όταν διάβασα το Στο Δρόμο, προσέθεσα το Σικάγο, το Ντένβερ, το Λ.Α., και το Μεξικό. Ο Κέρουακ σε πήγαινε παντού. Κάθε λίγους μήνες, τραβούσα μια γραμμή για να ενώσω τα σημεία. Μια λεπτή πράσινη γραμμή που σκόπευα  να ακολουθήσω σε ένα οδικό ταξίδι, το καλοκαίρι πριν πάω στο κολέγιο, αν κατάφερνα ποτέ να φύγω από αυτή την πόλη. Δεν είπα σε κανέναν για το χάρτη και το διάβασμα. Εδώ τα βιβλία και το μπάσκετ δεν συνδυάζονταν.
Ούτε στη χημεία τα πράγματα πήγαν καλύτερα. Ο κύριος Χόλενμπακ με καταδίκασε να συνεργαστώ με την Μισώ-τον-Ίθαν Έμιλι, γνωστή και ως Έμιλι Άσερ, που με απεχθανόταν από τον περσινό χορό όταν έκανα το λάθος να φορέσω το μπουφάν μου πάνω από το σμόκιν μου και άφησα να μας πάει ο μπαμπάς μου με το σκουριασμένο του Volvo. Το μοναδικό χαλασμένο τζάμι που δεν ανέβαινε της είχε καταστρέψει τα ξανθά μαλλιά της που είχε κατσαρώσει στην εντέλεια για το χορό, και όταν φτάσαμε στο γυμναστήριο έμοιαζε με την Μαρία Αντουανέτα ξεμαλλιασμένη. Όλη την υπόλοιπη νύχτα η Έμιλι δεν μου μίλησε και έστειλε την Σαβάνα Σνόου για να με παρατήσει τρία βήματα από το μπολ με το παντς. Κι εκεί τελείωσε η επαφή μας.
Ήταν μια συνεχής πηγή διασκέδασης για τα παιδιά, που περίμεναν να τα ξαναφτιάξουμε. Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι δεν μου άρεσαν κορίτσια σαν την Έμιλι. Ήταν όμορφη, αλλά τίποτα παραπάνω. Και η ομορφιά της δεν αναπλήρωνε αυτά που έβγαιναν από το στόμα της. Ήθελα κάποια διαφορετική, κάποια με την οποία θα μπορούσα να μιλήσω για κάτι άλλο εκτός από πάρτι και για το ποιος θα στεφθεί βασιλιάς στον χειμερινό χορό. Ένα κορίτσι που θα ήταν έξυπνο, ή αστείο, ή τουλάχιστον σωστός συνεργάτης στο εργαστήριο.
Ίσως ένα τέτοιο κορίτσι να μην ήταν παρά ένα όνειρο, ωστόσο ένα όνειρο ήταν καλύτερο από έναν εφιάλτη. Ακόμα κι αν ο εφιάλτης φορούσε φούστα μαζορέτας.
Κατάφερα να βγω ζωντανός από τη χημεία, αλλά από εκεί και πέρα η μέρα μου έγινε ακόμα χειρότερη. Όπως φαίνεται, φέτος θα έπαιρνα ξανά το μάθημα της Αμερικανικής Ιστορίας, η οποία ήταν το μοναδικό μάθημα ιστορίας στο Τζάκσον, καθιστώντας το επίθετο περιττό. Θα περνούσα τη δεύτερη συνεχόμενη χρονιά μου μελετώντας τον «Πόλεμο της Βόρειας Επίθεσης» με τον κύριο Λη, καμία σχέση με τον Στρατηγό Λη. Αλλά όπως ξέραμε όλοι, στο πνεύμα ο κύριος Λη και ο διάσημος στρατηγός της Ομοσπονδίας ήταν ένα και το αυτό. Ο κύριος Λη ήταν από τους λίγους καθηγητές που με μισούσαν. Πέρσι, μετά από πρόκληση του Λινκ, είχα γράψει μια εργασία με τίτλο «Ο Πόλεμος της Νότιας Επίθεσης», και ο κύριος Λη μου είχε βάλει κάτω από τη βάση. Από ό,τι φαίνεται, μερικές φορές οι καθηγητές διάβαζαν τις εργασίες.
Βρήκα μια θέση στο πίσω μέρος της αίθουσας δίπλα στον Λινκ, ο οποίος αντέγραφε σημειώσεις για κάποιο προηγούμενο μάθημα στο οποίο τον είχε πάρει ο ύπνος. Αλλά σταμάτησε να γράφει όταν κάθισα. «Φίλε, τα έμαθες;»
«Τι να μάθω;»
«Ήρθε ένα καινούριο κορίτσι στο Τζάκσον».
«Υπάρχουν αμέτρητα νέα κορίτσια, μια ολόκληρη τάξη πρωτοετών, βλάκα».
«Δεν μιλάω για τις πρωτοετείς. Ήρθε ένα καινούριο κορίτσι στη δική μας τάξη». Σε οποιοδήποτε άλλο λύκειο, ένα καινούριο κορίτσι στην τάξη των δευτεροετών δεν θα αποτελούσε σημαντικό νέο. Όμως μιλάμε για το Τζάκσον, και την τελευταία φορά που ήρθε καινούριο κορίτσι στην τάξη ήμασταν στην τρίτη δημοτικού, όταν η Κέλι Γουίξ ήρθε να μείνει με τους παππούδες της αφού συνέλαβαν τον πατέρα της επειδή διατηρούσε μια παράνομη επιχείρηση τζόγου στο υπόγειό τους στο Λέικ Σίτι.
«Ποια είναι;»
«Δεν ξέρω. Είχα Αγωγή του Πολίτη τη δεύτερη ώρα με τους φύτουλες από την μπάντα, αλλά δεν ήξεραν τίποτα πέρα από το ότι παίζει βιολί ή κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι αν είναι ωραία». Ο Λινκ, όπως τα περισσότερα αγόρια, είχε ένα πράγμα μόνο στο μυαλό του. Η διαφορά ήταν ότι ο Λινκ δεν μπορούσε να το κρατήσει για τον εαυτό του.
«Είναι φύτουλας της μπάντας δηλαδή;»
«Όχι. Είναι μουσικός. Ίσως να μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για την κλασική μουσική».
«Την κλασική μουσική;» Η μοναδική κλασική μουσική που είχε ακούσει ποτέ ο Λινκ ήταν στο οδοντιατρείο.
«Ξέρεις, τους κλασικούς. Pink Floyd. Black Sabbath. The Stones». Άρχισα να γελάω.
«Κύριε Λίνκολν, κύριε Γέιτ. Συγγνώμη που διακόπτω την συζήτησή σας, αλλά θα ήθελα να ξεκινήσω αν δεν έχετε αντίρρηση». Ο τόνος του κυρίου Λη ήταν το ίδιο σαρκαστικός με πέρσι ενώ η φαλάκρα που είχε προσπαθήσει να καλύψει με μερικές τρίχες που είχε γυρίσει στο πλάι, και τα στίγματα στο πρόσωπό του ήταν το ίδιο άσχημα. Μας μοίρασε αντίγραφα με την ίδια διδακτέα ύλη που πιθανώς χρησιμοποιούσε τα τελευταία δέκα χρόνια. Η συμμετοχή σε μια αναπαράσταση του Εμφυλίου Πολέμου ήταν υποχρεωτική. Φυσικά και ήταν. Μπορούσα να δανειστώ μια στολή από κάποιον συγγενή μου που συμμετείχε στις αναπαραστάσεις τα σαββατοκύριακα. Τι τυχερός που είμαι!

   Όταν χτύπησε το κουδούνι, εγώ και ο Λινκ αράξαμε στον διάδρομο δίπλα στα ερμάρια μας, ελπίζοντας να δούμε το καινούριο κορίτσι. Τον άκουγα να λέει ότι ήταν η μελλοντική αδελφή ψυχή του, η σύντροφός του στη μπάντα και διάφορα άλλα που δεν ήθελα να ακούσω. Αλλά το μόνο πράγμα που είδαμε ήταν την Σάρλοτ Τσέιζ με μια τζιν φούστα δυο νούμερα μικρότερη. Που σημαίνει ότι μέχρι το φαγητό δεν θα μαθαίναμε τίποτα, επειδή το επόμενο μάθημά μας ήταν η ΑΝΓ, Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα, και οι συζητήσεις απαγορεύονταν. Κανείς δεν ήταν τόσο καλός στη νοηματική ώστε να συλλαβίσει τη φράση «καινούριο κορίτσι», και ειδικότερα τη στιγμή που  η ΑΝΓ ήταν το μοναδικό μάθημα που είχαμε κοινό με την υπόλοιπη ομάδα μπάσκετ του Τζάκσον.
Ήμουν στην ομάδα από τη δευτέρα γυμνασίου, όταν ψήλωσα δεκαπέντε πόντους μέσα σε ένα καλοκαίρι και κατέληξα να περνάω τους πάντες στην τάξη μου τουλάχιστον ένα κεφάλι. Άλλωστε, όταν και οι δυο γονείς σου είναι καθηγητές, έχεις ανάγκη να κάνεις κάτι φυσιολογικό. Όπως αποδείχτηκε, ήμουν καλός στο μπάσκετ. Κατά κάποιο τρόπο, πάντα ήξερα που θα πετούσαν τη μπάλα οι παίκτες της άλλης ομάδας, και αυτό μου εξασφάλιζε μια θέση στην καφετέρια για να κάθομαι κάθε μέρα. Στο Τζάκσον, αυτό άξιζε κάτι.
Σήμερα αυτή η θέση άξιζε ακόμα περισσότερο επειδή ο Σον Μπίσον, ο πόιντ γκαρντ μας, είχε δει πραγματικά το καινούριο κορίτσι. Ο Λινκ ρώτησε το μοναδικό πράγμα που τον ενδιέφερε. «Λοιπόν, είναι ωραία;»
«Πολύ ωραία».
«Ωραία σαν την Σαβάνα Σνόου;»
Λες και είχε ακούσει το όνομά της, η Σαβάνα –το κριτήριο με το οποίο συγκρίναμε όλα τα άλλα κορίτσια στο Τζάκσον– μπήκε στην καφετέρια, μαζί με την Μισώ-τον-Ίθαν Έμιλι, και γυρίσαμε όλοι να την κοιτάξουμε επειδή το ένα και εβδομήντα δυο ύψος της Σαβάνα συνοδευόταν από τα πιο τέλεια πόδια που είχες δει ποτέ. Η Έμιλι και η Σαβάνα έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, ακόμα και όταν δεν φορούσαν τη στολή της μαζορέτας. Ξανθά μαλλιά, ψεύτικο μαύρισμα, σανδάλια, και τζιν φούστες τόσο κοντές που θα μπορούσες να τις περάσεις και για ζώνες. Μπορεί η Σαβάνα να είχε τα πόδια, αλλά η Έμιλι ήταν εκείνη που όλα τα αγόρια προσπαθούσαν να δουν με το μαγιό στη λίμνη το καλοκαίρι. Δεν κρατούσαν ποτέ βιβλία, μονάχα μικρές μεταλλικές τσάντες στερεωμένες κάτω από τη μασχάλη οι οποίες μετά βίας χωρούσαν ένα κινητό, για τις λιγοστές εκείνες περιπτώσεις που η Έμιλι σταματούσε να στέλνει μηνύματα.

   Η μόνη τους διαφορά ήταν οι θέσεις που είχαν στην ομάδα των μαζορετών. Η Σαβάνα ήταν η αρχηγός, και ήταν στη βάση: ένα από τα κορίτσια που στήριζαν άλλα δυο διαζώματα με μαζορέτες στη διάσημη πυραμίδα των Αγριόγατων. Η Έμιλι ήταν η ιπτάμενη, το κορίτσι στην κορυφή της πυραμίδας που οι άλλες τίναζαν δυο μέτρα στον αέρα για να κάνει μια περιστροφή ή κάποιο άλλο τρελό ακροβατικό που θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε σπασμένο λαιμό. Η Έμιλι ήταν πρόθυμη να ρισκάρει τα πάντα για να συνεχίσει να βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας. Η Σαβάνα δεν το χρειαζόταν. Όταν πετούσαν ψηλά την Έμιλι, η πυραμίδα μπορούσε να συνεχιστεί μια χαρά και χωρίς εκείνη. Αν η Σαβάνα μετακινούνταν έστω και ένα εκατοστό, ολόκληρη η πυραμίδα θα κατέρρεε.
Η Μισώ-τον-Ίθαν Έμιλι μας πρόσεξε να κοιτάζουμε και μου έριξε ένα άγριο βλέμμα. Τα παιδιά γέλασαν. Ο Έμορι Γουάτκινς με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. «Μη μασάς, Γέιτ, Την ξέρεις την Έμιλι, όσο περισσότερο αγριοκοιτάζει, τόσο ενδιαφέρεται».
Δεν ήθελα να σκέφτομαι την Έμιλι σήμερα. Ήθελα να σκέφτομαι το αντίθετο της Έμιλι. Από τη στιγμή που ο Λινκ το ανέφερε στο μάθημα της ιστορίας, δεν έφυγε από το μυαλό μου. Το καινούριο κορίτσι. Η πιθανότητα κάποιας διαφορετικής, από κάποιο διαφορετικό μέρος. Ίσως κάποια με πιο ενδιαφέρουσα ζωή από τη δική μας, και, υποθέτω, από τη δική μου.
Ίσως και κάποια που έχω ονειρευτεί. Το ήξερα ότι ήταν μια ψευδαίσθηση, αλλά ήθελα να το πιστέψω.
«Μάθατε για την καινούρια;» Η Σαβάνα κάθισε στα πόδια του Ερλ Πέτι. Ο Ερλ ήταν ο αρχηγός της ομάδας μας και, κατά καιρούς το αγόρι της Σαβάνα. Αυτό τον καιρό ήταν. Έτριψε τα χέρια του πάνω στα πόδια της με την πορτοκαλί απόχρωση, τόσο ψηλά ώστε δεν ήξερες που να στρέψεις το βλέμμα σου.
«Μόλις τώρα μας ενημέρωνε ο Σον. Λέει ότι είναι ωραία. Θα τη βάλεις στην ομάδα;» Ο Λινκ πήρε ένα δυο πατατάκια από το δίσκο μου.
«Με τίποτα. Θα έπρεπε να δεις τι φοράει». Πρώτο χτύπημα.
«Και πόσο χλωμή είναι» Δεύτερο χτύπημα. Ποτέ δεν ήσουν αρκετά αδύνατη ή αρκετά μαυρισμένη κατά τη γνώμη της Σαβάνα.
Η Έμιλι κάθισε δίπλα στον Έμορι, και έγειρε κάπως υπερβολικά πάνω από το τραπέζι. «Σου είπε ποια είναι;»
«Τι εννοείς;»
Η Έμιλι έκανε μια παύση για να δώσει ένα δραματικό τόνο.
«Είναι η ανιψιά του Γέρο Ρέιβενγουντ».
Η παύση ήταν περιττή. Ένιωσα λες και είχε ρουφήξει όλο τον αέρα από το δωμάτιο. Μερικά από τα παιδιά άρχισαν να γελάνε. Νόμιζαν ότι αστειευόταν, αλλά εγώ μπορούσα να καταλάβω ότι μιλούσε σοβαρά.
Τρίτο Χτύπημα. Ήταν εκτός. Τόσο εκτός που τώρα πια δυσκολευόμουν ακόμα και να τη φανταστώ. Η πιθανότητα να εμφανίστηκε το κορίτσι των ονείρων μου διαλύθηκε πριν καν προλάβω να φανταστώ το πρώτο μας ραντεβού. Ήμουν καταδικασμένος να ανεχτώ άλλα τρία χρόνια με την Έμιλι Άσερς.
Ο Μέισον Μελκιζέντεκ Ρέιβενγουντ ήταν ο ερημίτης της πόλης. Ας πούμε  μόνο ότι θυμόμουν αρκετά από το Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια για να ξέρω ότι ο Γέρο Ρέιβενγουντ έκανε τον Μπου Ράντλεϊ να μοιάζει με την ψυχή της παρέας. Ζούσε σε έναν ετοιμόρροπο παλιό σπίτι, στην πιο παλιά και διαβόητη φυτεία του Γκέιτλιν, και νομίζω ότι την τελευταία φορά που τον έχει δει κάποιος  στην πόλη ήταν πριν γεννηθώ, ίσως  και πιο παλιά.
«Σοβαρά μιλάς;» ρώτησε ο Λινκ.
«Απολύτως. Ο Κάρλτον Ίτον το είπε χθες στη μαμά μου όταν πέρασε να μας αφήσει την αλληλογραφία μας».
Η Σαβάνα ένευσε. «Και η μαμά μου το άκουσε. Ήρθε να μείνει με τον Γέρο Ρέιβενγουντ πριν από δυο μέρες, από την Βιρτζίνια, ή το Μέριλαντ, δεν θυμάμαι».
Συνέχισαν όλοι τους να μιλάνε για εκείνη, για τα ρούχα της, για τα μαλλιά της, για το θείο της και για το ότι σίγουρα θα ήταν ένα φρικιό. Αυτό μισούσα περισσότερο στο Γκέιτλιν. Ότι όλοι σχολίαζαν ό,τι έλεγες, ό,τι έκανες, ή ακόμα χειρότερα, ό,τι φορούσες. Απόμεινα να κοιτάζω τα μακαρόνια στον δίσκο μου τα οποία κολυμπούσαν σε ένα ρευστό πορτοκαλί υγρό που δεν έμοιαζε και πολύ με τυρί.
Άλλα δυο χρόνια και οχτώ μήνες. Έπρεπε να φύγω από αυτή την πόλη.

Μετά το μάθημα, οι μαζορέτες χρησιμοποιούσαν το γυμναστήριο για τις προπονήσεις τους. Η βροχή είχε επιτέλους σταματήσει, κι έτσι η προπόνηση του μπάσκετ γινόταν στο εξωτερικό γήπεδο, με το ραγισμένο τσιμέντο του, τις γούβες του και τις λακκούβες με νερό από την πρωινή βροχή. Έπρεπε να προσέχεις να μην πατήσεις τη ρωγμή που διέτρεχε τη μέση του γηπέδου σαν το Γκραν Κάνιον. Πέρα από αυτό, από το γήπεδο μπορούσες να δεις σχεδόν όλο το πάρκινγκ, και να παρακολουθήσεις, κατά τη διάρκεια της προθέρμανσης, όλη την κοινωνική δράση του Τζάκσον.
Σήμερα είχα ζεστό χέρι. Πέτυχα εφτά στις εφτά από τη γραμμή των ελεύθερων βολών, αλλά το ίδιο και ο Ερλ, ισοφαρίζοντας κάθε βολή μου.
Βολή. Οχτώ. Λες και το μόνο που χρειαζόταν για να μπει η μπάλα στο καλάθι, ήταν να κοιτάξω το δίχτυ. Μερικές μέρες ήταν έτσι.
Βολή. Εννιά. Ο Ερλ είχε εκνευριστεί. Το καταλάβαινα από τον τρόπο που χτυπούσε όλο και πιο δυνατά τη μπάλα στο έδαφος λίγο πριν σουτάρει.  Ήταν ο ένας από τους δυο σέντερ της ομάδας μας. Η σιωπηρή μας συμφωνία ήταν η εξής: Εγώ θα τον άφηνα να είναι αρχηγός, κι εκείνος δεν θα με έπρηζε αν δεν είχα όρεξη να αράζω κάθε μέρα μετά την προπόνηση έξω από το Αγοράστε & Κλέψτε. Πόσες φορές  πια να μιλήσεις για τα ίδια κορίτσια και πόσα συσκευασμένα λουκάνικα να φας;
Βολή. Δέκα. Δεν αστοχούσα με τίποτα. Ίσως να ήταν θέμα γονιδίων. Ίσως να ήταν κάτι άλλο. Δεν το είχα ανακαλύψει, αλλά από τότε που πέθανε η μαμά μου, σταμάτησα να προσπαθώ. Ακόμα και το ότι κατάφερνα να έρχομαι στην προπόνηση ήταν ένα θαύμα.
Βολή. Έντεκα. Πίσω μου ο Έρλ γρύλισε, χτυπώντας την μπάλα ακόμα πιο δυνατά. Προσπάθησα να μην χαμογελάσω και καθώς έριχνα την επόμενη βολή έστρεψα το βλέμμα προς το πάρκινγκ. Είδα μια χαίτη από μακριά μαύρα μαλλιά, πίσω από το τιμόνι ενός μεγάλου μαύρου αυτοκινήτου.
Μια νεκροφόρα. Πάγωσα.
Ύστερα γύρισε, και από το ανοιχτό παράθυρο διέκρινα ένα κορίτσι να κοιτάζει προς το μέρος μου. Έτσι μου φάνηκε, τουλάχιστον. Η μπάλα χτύπησε στη στεφάνη, και κύλησε προς τον φράχτη. Πίσω μου άκουσα τον γνωστό ήχο.
Βολή. Δώδεκα. Ο Ερλ Πέτι μπορούσε να χαλαρώσει.
Καθώς το αυτοκίνητο απομακρυνόταν, έστρεψα το βλέμμα μου και πάλι στο γήπεδο. Τα υπόλοιπα παιδιά έστεκαν ακίνητα, λες και είχαν δει φάντασμα.
«Ήταν –;»
Ο Μπίλι Γουάτς, ο φόργουορντ της ομάδας μας, ένευσε, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στα σύρματα του φράχτη. «Η ανιψιά του Γέρο Ρέιβενγουντ».
Ο Σον του πέταξε τη μπάλα. «Ναι. Όπως ακριβώς είπαν. Οδηγεί τη νεκροφόρα του».
Ο Έμορι κούνησε το κεφάλι του. «Στ’ αλήθεια είναι ωραία. Τι κρίμα».
Στράφηκαν να συνεχίσουν το παιχνίδι, αλλά μέχρι να ρίξει ο Ερλ την επόμενη βολή του, είχε αρχίσει ξανά η βροχή. Μετά από τριάντα δευτερόλεπτα, έπιασε μια νεροποντή, η πιο δυνατή βροχή που είχαμε δει όλη μέρα. Απόμεινα εκεί, με τη βροχή να με σφυροκοπά. Τα βρεγμένα μου μαλλιά κρέμονταν μπροστά στα μάτια μου, κλείνοντας απ’ έξω το υπόλοιπο σχολείο, την ομάδα.
Ο κακός οιωνός δεν ήταν μόνο μια νεκροφόρα. Ήταν ένα κορίτσι.
Για μερικά λεπτά, είχα αφήσει τον εαυτό μου να ελπίζει. Ότι ίσως αυτή η χρονιά να μην ήταν όπως όλες οι άλλες, ότι κάτι θα άλλαζε. Ότι θα είχα κάποιον να μιλήσω, κάποιον που θα με καταλάβαινε.
Αλλά το μόνο που είχα ήταν μια καλή μέρα στο γήπεδο, και αυτό δεν ήταν ποτέ αρκετό.

H έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2010.

Η Πηνελόπη Τριαδά είναι μεταφράστρια αγγλόφωνης και ιταλικής λογοτεχνίας.